Οι εκπαιδευτικοί σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας στην Κύπρο. Προφίλ, στάσεις, αντιλήψεις, διδακτική μεθοδολογία.
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2020-05Συγγραφέας
Παφίτη, Παντελίτσα
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι εκπαιδευτικοί ενηλίκων, στην επιτυχή έκβαση της φοίτησης των ατόμων με χαμηλά προσόντα σε δομές δεύτερης ευκαιρίας, η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή στόχευσε στη διερεύνηση του προφίλ των εκπαιδευτικών που διδάσκουν σε σχολείο ενηλίκων στην Κύπρο, των στάσεων και αντιλήψεών τους απέναντι στους εκπαιδευόμενους, των μεθόδων διδασκαλίας που χρησιμοποιούν καθώς και της επιμόρφωσης που λαμβάνουν. Επίσης, στόχευσε στο να τροφοδοτήσει τους φορείς υλοποίησης πολιτικής, καθώς και τους εκπαιδευτικούς, με στοιχεία, τόσο για την αναθεώρηση των αναλυτικών προγραμμάτων και της διδακτικής μεθοδολογίας που υιοθετείται στο σχολείο ενηλίκων, όσο και για τον σχεδιασμό και υλοποίηση κατάλληλων προγραμμάτων επαγγελματικής ανάπτυξης, για τους εκπαιδευτικούς που καλούνται να διδάξουν σε δομές δεύτερης ευκαιρίας.
Τα ερευνητικά ερωτήματα που καθοδηγούν την έρευνα συνάδουν, κυρίως, με τους γενικούς σκοπούς της ποιοτικής κοινωνικής έρευνας, όπου το ενδιαφέρον εστιάζεται στη βιωμένη εμπειρία και στη διερεύνηση των φαινομένων όπως βιώνονται από τα υποκείμενα (Ιωσηφίδης, 2008). Κατά συνέπεια, η γνώση, οι απόψεις, οι αντιλήψεις, οι εμπειρίες και οι διαδράσεις των εκπαιδευτικών ερευνήθηκαν μέσα από την επιλογή ενός προσωπικού και αλληλεπιδραστικού μοντέλου (Mertens, 2009), με τη διεξαγωγή ποιοτικών συνεντεύξεων και επιτόπιας παρατήρησης. Η ανάλυση των δεδομένων από τις συνεντεύξεις και τις επιτόπιες παρατηρήσεις έγινε στη βάση θεματικών αξόνων, με θεματική κατηγοριοποίηση των εμπειρικών δεδομένων, στην βάση των ερευνητικών ερωτημάτων.
Συμπερασματικά, οι αντιλήψεις και στάσεις των εκπαιδευτικών, καθώς και οι προσδοκίες τους για τους εκπαιδευόμενους, φαίνεται να επηρεάζουν τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τους εκπαιδευόμενους, να διαμορφώνουν τη μαθησιακή διαδικασία και να επηρεάζουν τα μαθησιακά αποτελέσματα. Οι εκπαιδευτικοί παίρνουν αποφάσεις για απλοποίηση της ύλης, για συχνές επαναλήψεις και για συμβατικά εξεταστικά δοκίμια, καθοδηγούμενοι τόσο από τις προσωπικές τους πεποιθήσεις για τους εκπαιδευόμενους, όσο και από τις πεποιθήσεις της ευρύτερης κοινωνίας.
Ακόμα, φαίνεται ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί ενηλίκων εισέρχονται στις θέσεις τους μέσα από μια διαδρομή η οποία συχνά δεν περιλαμβάνει προηγούμενη εκπαίδευση σε θέματα εκπαίδευσης και μάθησης ενηλίκων. Και ενώ οι επαγγελματικές δραστηριότητες ανάπτυξης, όταν είναι διαθέσιμες, τείνουν να μην θεωρούνται πολύτιμες, όλοι οι εκπαιδευτικοί εκφράζουν την ανάγκη για συνεχιζόμενη υποστήριξη για απόκτηση της απαραίτητης μάθησης, δεξιοτήτων και ψυχολογικής ενδυνάμωσης, μέσα από παροχή επαγγελματικής ανάπτυξης.
Προκύπτει επίσης, ότι η επαγγελματική εξέλιξη των εκπαιδευτικών ενηλίκων μπορεί ενδεχομένως να έχει προοπτικές βελτίωσης, εάν προσφερθεί στη βάση των αρχών εκπαίδευσης ενηλίκων, όπου σημαντικές πτυχές αποτελούν η μάθηση με επίκεντρο το μαθητή, η μετασχηματιστική μάθηση, η ανάγκη για κίνητρα και η τεχνολογική μάθηση. Έτσι που, μέσα από μια ευρεία και ολοκληρωμένη προοπτική, κατά την οποία η επαγγελματική ανάπτυξη να επικεντρώνεται στις ατομικές, οργανωτικές και προσωπικές ανάγκες των εκπαιδευτικών και να υπερβαίνει την προετοιμασία για αποτελεσματική διδασκαλία, μπορεί να τους διαμορφώσει ως επαγγελματίες (King & Lawler, 2003).