Δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μέσω της ανάπτυξης της γνώσης και των δεξιοτήτων των εργαζομένων
Abstract
Σήμερα, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η επένδυση μέσω της κατάρτισης στο ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελεί επιτακτική ανάγκη, γεγονός που οδηγεί την επιχείρηση που επιδιώκει την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μέσω αυτής, προς την κατεύθυνση της εφαρμογής της Διαχείρισης της Γνώσης (ΔΓ) στην πράξη. Από την άλλη το ανθρώπινο κεφάλαιο μιας επιχείρησης μπορεί να θεωρηθεί ως επενδυτής της επιχείρησης, με την έννοια ότι οι εργαζόμενοι επενδύουν στην επιχείρηση με τις ειδικές τους γνώσεις. Στόχος των εργαζομένων είναι να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στη διακυβέρνηση της επιχείρησης, συμβάλλοντας στην αναδιανομή των πόρων και ελέγχοντας την κατανομή των επενδύσεων.
Η σημερινή κοινωνία έχει εισέλθει σε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση, με τις επιχειρήσεις να ανακαλύπτουν έννοιες όπως η γνώση, το πνευματικό κεφάλαιο και την διαχείριση της γνώσης. Η γνώση είναι σημαντική γιατί συνεπάγεται διαρκή, ετερογενή κατανομή πόρων, μεταβάλλει τη φύση των αποφάσεων που συνδέονται με επενδύσεις σε πόρους, όπως επίσης μεταβάλλει τη φύση της εργασίας και της ιδιοκτησίας. Η γνώση του εργαζομένου είναι βαθιά ενταγμένη στην επιχείρηση με αποτέλεσμα και οι δυο να επωφελούνται από μια στενή σχέση εργασίας και να αποτελούν το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα.
Οι επιχειρήσεις σήμερα δραστηριοποιούνται σ’ ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, όπου ο έντονος ανταγωνισμός επιβάλλει εκτός από τις επενδύσεις για την οργάνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, επενδύσεις για την ανάπτυξη και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, μέσω της δια βίου κατάρτισης και επιμόρφωσης. Τα νέα δεδομένα στην παραγωγική διαδικασία με την εξάπλωση και χρήση των νέων τεχνολογιών, δημιουργούν παράλληλα και νέες προοπτικές προκειμένου να υπάρξει αποτελεσματική χρήση αυτών των τεχνολογιών προς όφελος της κατάρτισης των εργαζομένων.
Η ταυτόχρονη εξάπλωση και χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), με την ταυτόχρονη εξάπλωση και χρήση του διαδυκτίου, έδωσε παράλληλα σημαντική ώθηση στην Εκπαίδευση από Απόσταση μέσω του Διαδικτύου (ΕΑΔ), δημιουργώντας νέες ευκαιρίες και δυνατότητες για κατάρτιση. Και ενώ η ανάπτυξη των ΤΠΕ δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να υπάρξει αποτελεσματική κατάρτιση από απόσταση μέσω διαδικτύου, νέοι προβληματισμοί ανακύπτουν κατά την διερεύνηση της σκοπιμότητας υιοθέτησής της από τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους.
Η προβληματική που αναπτύσσεται στην υιοθέτηση της ΕΑΔ από τις επιχειρήσεις, εντοπίζεται κυρίως στους παράγοντες που την εμποδίζουν και οι οποίοι συνδέονται είτε με τη διαδικασία της κατάρτισης, είτε με τον οργανισμό - επιχείρηση που τις υιοθετεί.
Σκοπός λοιπόν της παρούσας εργασίας, είναι να διαπιστώσουμε αν οι Ελληνικές ΜμΕ γνωρίζουν τι είναι Διαχείριση Γνώσης και αν υιοθετούν πρακτικές τέτοιες ώστε να δημιουργούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μέσω της ανάπτυξης των γνώσεων και των δεξιοτήτων των εργαζομένων τους.
Ως εκ τούτου το ερευνητικό πεδίο της παρούσας εργασίας αφορά το βαθμό υιοθέτησης της Δ.Γ. από τις επιχειρήσεις αλλά και της εκπαίδευσης από απόσταση μέσω διαδικτύου (ΕΑΔ) για την κάλυψη των επιμορφωτικών αναγκών των εργαζομένων τους καθώς και τον εντοπισμό των παραγόντων εκείνων που δρούν ανασταλτικά κατά την εφαρμογή της στο επιχειρησιακό περιβάλλον. Παράγοντες οι οποίοι συνδέονται είτε με την εκπαιδευτική διαδικασία είτε με την έλλειψη τεχνολογικών υποδομών των επιχειρήσεων ή τεχνολογικών γνώσεων από τους εκπαιδευόμενους – εργαζόμενους ή ακόμα αδυναμία προσδιορισμού κατά την εργασία τους χρόνου ικανού για κατάρτιση.
Γίνεται λοιπόν μια προσπάθεια καταγραφής των παραγόντων που πρωτίστως εμποδίζουν την υιοθέτηση της ΕΑΔ στο χώρο εργασίας και σε χρόνο εργασίας των εργαζομένων, αλλά ταυτόχρονα και μια προσπάθεια ανάδειξης ισχυρών παραγόντων υποκίνησης για την υιοθέτηση της από τις επιχειρήσεις, όπως η μείωση του κόστους της κατάρτισης, ή η ενίσχυση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των επιχειρήσεων αυτών μέσω της παράλληλης υιοθέτησης της Διαχείρισης Γνώσης (ΔΓ).