Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.advisorΤσιάκκιρος, Ανδρέας
dc.contributor.authorΠαναγιώτου-Χαριλάου, Αφροδίτη
dc.contributor.otherPanagiwtou-Charilaou, Afroditi
dc.coverage.spatialΚύπροςel_GR
dc.date.accessioned2011-08-22
dc.date.accessioned2011-08-22T14:24:41Z
dc.date.available2011-08-22T14:24:41Z
dc.date.copyright2010-06
dc.date.issued2011-08-22
dc.identifier.otherΕΠΑ/2010/00015el_GR
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/11128/164
dc.descriptionΠεριέχει βιβλιογραφικές παραπομπές.el_GR
dc.description.abstractΟι συγκρούσεις στους εκπαιδευτικούς οργανισμούς και ο τρόπος διαχείρισής τους είναι ένα θέμα με διεθνές ενδιαφέρον, το οποίο έχει απασχολήσει τους ερευνητές, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Ενώ το θέμα των συγκρούσεων έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας στο διεθνή χώρο, στην Κύπρο το θέμα αυτό παραμένει ανεξερεύνητο. Η παρούσα έρευνα είχε σκοπό να διερευνήσει τις εμπειρίες και αντιλήψεις των διευθυντών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου για το φαινόμενο των συγκρούσεων στους εκπαιδευτικούς οργανισμούς και το στυλ που υιοθετούν στη διαχείρισή τους. Σε αυτή την αρχική φάση διερεύνησης του θέματος στην Κύπρο, θεωρήθηκε ως καταλληλότερη η περιγραφική έρευνα. Η μικτή μεθοδολογία που υιοθετήθηκε είχε διττό σκοπό. Αρχικά, στόχευε στην ανάπτυξη του ερωτηματολογίου. Ακολούθως, στόχευε στη σύζευξη των ποσοτικών δεδομένων των ερωτηματολογίων με τα ποιοτικά δεδομένα των ημιδομημένων συνεντεύξεων, για μια πιο ολοκληρωμένη διερεύνηση του φαινομένου και για ενίσχυση της εγκυρότητας και αξιοπιστίας της έρευνας. Τον πληθυσμό της έρευνας αποτέλεσαν όλα τα άτομα που κατέχουν οργανική θέση διευθυντή στα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου, κατά τη σχολική χρονιά 2009-2010. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 200 διευθυντές, οι οποίοι επιλέχθηκαν με τυχαία δειγματοληψία. Το ποσοστό ανταπόκρισής τους ανήλθε στο 67%. Τα αποτελέσματα της έρευνας υποστηρίζουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των διευθυντών έχει αντιμετωπίσει συγκρούσεις στις σχολικές μονάδες που διευθύνουν. Οι περισσότεροι αντιμετώπισαν συγκρούσεις μεταξύ εκπαιδευτικού-γονιού (71%), ενώ οι λιγότεροι μεταξύ διευθυντή-επιθεωρητή (3%). Ως συχνότερη αιτία συγκρούσεων στους εκπαιδευτικούς οργανισμούς θεωρήθηκε η κακή επικοινωνία μεταξύ των μελών, ενώ ως λιγότερο συχνή η έλλειψη πόρων. Οι διευθυντές έχουν αρνητικές αντιλήψεις για τη συναισθηματική σύγκρουση ενώ για τη γνωστική τηρούν μια ουδέτερη στάση, εφόσον έχουν τόσο θετικές όσο και αρνητικές αντιλήψεις. Το στυλ που υιοθετούν περισσότερο στη διαχείριση συγκρούσεων είναι το συνεργατικό, ενώ λιγότερο υιοθετούν το στυλ της iv αποφυγής. Βρέθηκε, επίσης, στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση χαμηλού βαθμού μεταξύ του συνεργατικού στυλ διαχείρισης συγκρούσεων και των αντιλήψεων των διευθυντών για τη συναισθηματική σύγκρουση. Στον τομέα της επιμόρφωσης, 75% των διευθυντών θεωρούν απαραίτητη την επιμόρφωση σε θέματα διαχείρισης συγκρούσεων. Τα αποτελέσματα της έρευνας ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό υφιστάμενη γνώση. Συγκεκριμένα, με βάση τα αποτελέσματα, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι οι διευθυντές έχουν αρνητικές αντιλήψεις για τη συναισθηματική σύγκρουση. Όσον αφορά στη γνωστική σύγκρουση, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι οι διευθυντές έχουν θετικές αντιλήψεις για ορισμένες πτυχές της και αρνητικές για ορισμένες άλλες. Επιβεβαιώνεται, επίσης, ότι το στυλ διαχείρισης συγκρούσεων που προτιμούν περισσότερο να υιοθετούν οι διευθυντές είναι το συνεργατικό, ενώ εκείνο που προτιμούν λιγότερο είναι της αποφυγής. Επιπλέον, επιβεβαιώνεται η ανάγκη των διευθυντών για επιμόρφωση σε θέματα διαχείρισης συγκρούσεων. Με βάση τα αποτελέσματα, προκύπτει νέα γνώση αναφορικά με τη συχνότερη και τη λιγότερο συχνή αιτία συγκρούσεων στους σχολικούς οργανισμούς, που είναι η κακή επικοινωνία και οι περιορισμένοι πόροι, αντίστοιχα. Επιπλέον, νέα γνώση προκύπτει και από την εύρεση θετικής συσχέτισης μεταξύ των αντιλήψεων των διευθυντών για τη συναισθηματική σύγκρουση και του συνεργατικού στυλ διαχείρισης, γενικά, των συγκρούσεων, κάτι το οποίο δε φαίνεται να διερευνήθηκε από άλλες έρευνες. Τέλος, τα αποτελέσματα της έρευνας υποστηρίζουν πώς το ερωτηματολόγιο των Everard και Morris, το οποίο αναπτύχθηκε για να υπολογίζει το στυλ διαχείρισης συγκρούσεων στον αγγλικό χώρο, δεν μπορεί να υιοθετηθεί στo πλαίσιo του κυπριακού συγκεντρωτικού εκπαιδευτικού συστήματος. Επισημαίνεται, λοιπόν, η ανάγκη μελλοντικές έρευνες να αναπτύξουν το κατάλληλο εργαλείο που να εντοπίζει με εγκυρότητα και αξιοπιστία το στυλ που υιοθετούν οι διευθυντές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στον ευρύτερο ελληνικό χώρο στη διαχείριση συγκρούσεων που προκύπτουν στο σχολικό χώρο.el_GR
dc.format.extentxiv, 151 σ. πιν. 30 εκ.el_GR
dc.languagegrel_GR
dc.language.isogrel_GR
dc.subjectΔημοτική εκπαίδευσηel_GR
dc.subjectΕκπαιδευτικοί -- Συγκρούσειςel_GR
dc.titleΟι αντιλήψεις των διευθυντών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου για τις συγκρούσεις στους εκπαιδευτικούς οργανισμούς και το στυλ που υιοθετούν στη διαχείρισή τουςel_GR
dc.typeΜεταπτυχιακή Διατριβήel_GR
dc.contributor.committeememberΠασιαρδής, Πέτρος
dc.contributor.committeememberΚενδέου, Παναγιώτα Δρ.
dc.description.translatedabstractThe presence of conflict in schools and their management is an issue of global interest that has occupied researchers for the last few years. Although the issue has been a subject of research worldwide, it remains unexplored in Cyprus. The purpose of this research was to investigate the experiences and perceptions of headteachers in Cypriot primary education with regards to the conflict phenomenon and the management styles applied to deal with it. It was decided that the descriptive research would be the best source for the first phase of the investigation. A mixed methods research was adopted for a dual purpose. Firstly, it aimed to develop the questionnaire. Secondly, it combined quantitative data of questionnaires with the qualitative data of semi-structured interviews, which created a more comprehensive investigation of the phenomenon that enhances the reliability and the validity of the research. The population of the research included every headteacher in Cypriot primary schools, who held a permanent post during the school year 2009-2010. The sample of the research consisted of 200 primary school head teachers who were randomly selected. The headteachers’ response rate came up to 67%. The research results indicate that the majority of headteachers have dealt with conflicts in their schools. Most of them have dealt with conflicts between teacher and parent (71%) whereas the least have dealt with conflicts between headteacher and inspector (3%). The miscommunication between members was considered as the most frequent cause of conflicts within the schools whereas the lack of funds was considered the least frequent. The headteachers have negative perceptions of affective conflict whereas they keep a neutral position on cognitive conflict, since they both have positive and negative perceptions. It is confirmed that they prefer to adopt more the collaborating conflict management style rather than the avoiding style, which is rarely employed. A statistically important low degree positive correlation between the collaborating conflict management style and the headteachers’ perceptions about affective conflict was also found. With regards to the in-service training, 75% of headteachers consider their training on conflict management issues as a necessity. The results of this research largely reinforce preexisting knowledge. It is specifically confirmed that headteachers have negative perceptions about affective conflict. As to the cognitive conflict, it is evident that headteachers have positive perceptions of certain aspects and negative ones of others. It is also apparent that the conflict management style that headteachers prefer most is the collaborating style, whereas the one they prefer vi least is the avoiding style. Furthermore, the headteachers’ need for in-service training on conflict management issues is confirmed. New knowledge arises from these results, relating to the most and least frequent cause of conflicts in schools, which are the miscommunication and the limited funds, respectively. There is more information that emerges from the evidence of positive correlation between headteachers’ perceptions about affective conflict and collaborating conflict management style. This is something that does not seem to be investigated by other researchers. Finally, the research results indicate that the Everard and Morris’ questionnaire, which was developed to detect the conflict management style in England, cannot be adopted in the Cypriot centralized educational system. So, it is stressed that future research needs to develop the suitable tool, which will detect with validity and reliability, the style that both Greek and Cypriot primary education headteachers adopt for managing conflicts in schools.el_GR
dc.format.typepdfel_GR


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Thumbnail

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

Εμφάνιση απλής εγγραφής