Οι αντιλήψεις των διευθυντών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου για τις συγκρούσεις στους εκπαιδευτικούς οργανισμούς και το στυλ που υιοθετούν στη διαχείρισή τους
Abstract
Οι συγκρούσεις στους εκπαιδευτικούς οργανισμούς και ο τρόπος διαχείρισής τους
είναι ένα θέμα με διεθνές ενδιαφέρον, το οποίο έχει απασχολήσει τους ερευνητές,
ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Ενώ το θέμα των συγκρούσεων έχει αποτελέσει
αντικείμενο έρευνας στο διεθνή χώρο, στην Κύπρο το θέμα αυτό παραμένει ανεξερεύνητο.
Η παρούσα έρευνα είχε σκοπό να διερευνήσει τις εμπειρίες και αντιλήψεις των διευθυντών
της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου για το φαινόμενο των συγκρούσεων στους
εκπαιδευτικούς οργανισμούς και το στυλ που υιοθετούν στη διαχείρισή τους.
Σε αυτή την αρχική φάση διερεύνησης του θέματος στην Κύπρο, θεωρήθηκε ως
καταλληλότερη η περιγραφική έρευνα. Η μικτή μεθοδολογία που υιοθετήθηκε είχε διττό
σκοπό. Αρχικά, στόχευε στην ανάπτυξη του ερωτηματολογίου. Ακολούθως, στόχευε στη
σύζευξη των ποσοτικών δεδομένων των ερωτηματολογίων με τα ποιοτικά δεδομένα των
ημιδομημένων συνεντεύξεων, για μια πιο ολοκληρωμένη διερεύνηση του φαινομένου και
για ενίσχυση της εγκυρότητας και αξιοπιστίας της έρευνας. Τον πληθυσμό της έρευνας
αποτέλεσαν όλα τα άτομα που κατέχουν οργανική θέση διευθυντή στα σχολεία της
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου, κατά τη σχολική χρονιά 2009-2010. Το δείγμα
της έρευνας αποτέλεσαν 200 διευθυντές, οι οποίοι επιλέχθηκαν με τυχαία δειγματοληψία.
Το ποσοστό ανταπόκρισής τους ανήλθε στο 67%.
Τα αποτελέσματα της έρευνας υποστηρίζουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία των
διευθυντών έχει αντιμετωπίσει συγκρούσεις στις σχολικές μονάδες που διευθύνουν. Οι
περισσότεροι αντιμετώπισαν συγκρούσεις μεταξύ εκπαιδευτικού-γονιού (71%), ενώ οι
λιγότεροι μεταξύ διευθυντή-επιθεωρητή (3%). Ως συχνότερη αιτία συγκρούσεων στους
εκπαιδευτικούς οργανισμούς θεωρήθηκε η κακή επικοινωνία μεταξύ των μελών, ενώ ως
λιγότερο συχνή η έλλειψη πόρων. Οι διευθυντές έχουν αρνητικές αντιλήψεις για τη
συναισθηματική σύγκρουση ενώ για τη γνωστική τηρούν μια ουδέτερη στάση, εφόσον
έχουν τόσο θετικές όσο και αρνητικές αντιλήψεις. Το στυλ που υιοθετούν περισσότερο
στη διαχείριση συγκρούσεων είναι το συνεργατικό, ενώ λιγότερο υιοθετούν το στυλ της
iv
αποφυγής. Βρέθηκε, επίσης, στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση χαμηλού βαθμού
μεταξύ του συνεργατικού στυλ διαχείρισης συγκρούσεων και των αντιλήψεων των
διευθυντών για τη συναισθηματική σύγκρουση. Στον τομέα της επιμόρφωσης, 75% των
διευθυντών θεωρούν απαραίτητη την επιμόρφωση σε θέματα διαχείρισης συγκρούσεων.
Τα αποτελέσματα της έρευνας ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό υφιστάμενη γνώση.
Συγκεκριμένα, με βάση τα αποτελέσματα, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι οι διευθυντές έχουν
αρνητικές αντιλήψεις για τη συναισθηματική σύγκρουση. Όσον αφορά στη γνωστική
σύγκρουση, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι οι διευθυντές έχουν θετικές αντιλήψεις για
ορισμένες πτυχές της και αρνητικές για ορισμένες άλλες. Επιβεβαιώνεται, επίσης, ότι το
στυλ διαχείρισης συγκρούσεων που προτιμούν περισσότερο να υιοθετούν οι διευθυντές
είναι το συνεργατικό, ενώ εκείνο που προτιμούν λιγότερο είναι της αποφυγής. Επιπλέον,
επιβεβαιώνεται η ανάγκη των διευθυντών για επιμόρφωση σε θέματα διαχείρισης
συγκρούσεων.
Με βάση τα αποτελέσματα, προκύπτει νέα γνώση αναφορικά με τη συχνότερη και
τη λιγότερο συχνή αιτία συγκρούσεων στους σχολικούς οργανισμούς, που είναι η κακή
επικοινωνία και οι περιορισμένοι πόροι, αντίστοιχα. Επιπλέον, νέα γνώση προκύπτει και
από την εύρεση θετικής συσχέτισης μεταξύ των αντιλήψεων των διευθυντών για τη
συναισθηματική σύγκρουση και του συνεργατικού στυλ διαχείρισης, γενικά, των
συγκρούσεων, κάτι το οποίο δε φαίνεται να διερευνήθηκε από άλλες έρευνες. Τέλος, τα
αποτελέσματα της έρευνας υποστηρίζουν πώς το ερωτηματολόγιο των Everard και Morris,
το οποίο αναπτύχθηκε για να υπολογίζει το στυλ διαχείρισης συγκρούσεων στον αγγλικό
χώρο, δεν μπορεί να υιοθετηθεί στo πλαίσιo του κυπριακού συγκεντρωτικού
εκπαιδευτικού συστήματος. Επισημαίνεται, λοιπόν, η ανάγκη μελλοντικές έρευνες να
αναπτύξουν το κατάλληλο εργαλείο που να εντοπίζει με εγκυρότητα και αξιοπιστία το
στυλ που υιοθετούν οι διευθυντές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στον ευρύτερο ελληνικό
χώρο στη διαχείριση συγκρούσεων που προκύπτουν στο σχολικό χώρο.