Ηθική παρενόχληση και ψυχολογικός εκφοβισμός στο εργασιακό περιβάλλον
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2023-05Συγγραφέας
Λιασίδου, Κυπρούλα
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο της ηθικής παρενόχλησης και του ψυχολογικού εκφοβισμού στο εργασιακό περιβάλλον έχει εξαπλωθεί ραγδαία με ολέθριες συνέπειες τόσο στα θύματα όσο και στην ίδια την επιχείρηση αλλά και στην κοινωνία γενικότερα. Πολλοί επιστήμονες ανά το παγκόσμιο έχουν εξετάσει το φαινόμενο αυτό αλλά η απουσία ενός ενιαίου και διεθνώς αποδεκτού ορισμού του εργασιακού εκφοβισμού καθιστά τη μελέτη και αντιμετώπιση του προβλήματος δύσκολη.
Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να καθοριστεί η σημαντικότητα του εργασιακού εκφοβισμού και να εντοπιστεί το μέγεθος εκδήλωσης του στον εργασιακό χώρο της Κύπρου ούτως ώστε να ευαισθητοποιηθούν οι αρμόδιοι φορείς και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση του.
Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, εξετάστηκε εις βάθος η εργασιακή κακοποίηση περιγράφοντας τις μορφές και τον τρόπο που εκδηλώνεται, τα αίτια και τους παράγοντες που συμβάλουν στην εκδήλωση της και τις επιπτώσεις που επιφέρει σε ατομικό, επαγγελματικό, οργανωσιακό και κοινωνικό επίπεδο. Τέλος, εντοπίστηκαν οι τρόποι πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου κάνοντας αναφορά και στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο της χώρας αλλά και της Ευρώπης γενικότερα.
Ως ερευνητικό εργαλείο χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο το οποίο απαντήθηκε από 172 εργαζομένους διαφορετικών επαγγελματικών κλάδων τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, με διαφορετικό επίπεδο μόρφωσης, επαγγελματική εμπειρία, ηλικία και φύλο. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι το 62.2% των εργαζομένων έχει δεχθεί λεκτική βία, το 7% σωματική βία και το 7.6% σεξουαλική βία. Τα περισσότερα θύματα είναι γυναίκες ηλικίας 26 έως 35 ετών, κάτοχοι προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού διπλώματος και με εργασιακή εμπειρία 6 έως 10 χρόνια. Επίσης, οι θύτες είναι συνήθως άντρες και προϊστάμενοι των θυμάτων. Ως οι βασικότερες επιπτώσεις του εργασιακού εκφοβισμού αποδείχτηκαν οι κεφαλαλγίες, το άγχος και η ευερεθιστικότητα/ νευρικότητα. Τέλος, η έρευνα έδειξε ότι τα θύματα συνήθως αντιδρούν στις κακοποιητικές συμπεριφορές αλλά η διοίκηση δεν κάνει οποιαδήποτε ενέργεια για να αντιμετωπίσει την παρενόχληση.