Προσέγγιση νιτρορρύπανσης στα πλαίσια των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής ένωσης. Κατάρτιση περιβαλλοντικών δεικτών: Η περίπτωση της Κύπρου
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2017-09-13Συγγραφέας
Φιλίππου, Ιωάννα
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Ο όρος νιτρορρύπανση αναφέρεται στη συσσώρευση αζωτούχων ενώσεων στα υδάτινα σώματα, με
ανεπιθύμητες συνέπειες στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Η υπέρμετρη χρήση αζωτούχων
συνθετικών λιπασμάτων, οι εναποθέσεις νιτρικών ιόντων στα υδατικά σώματα από αστικά, βιομηχανικά και
γεωργικά απόβλητα, οι ατμοσφαιρικές ξηρές ή υγρές αποθέσεις Ν και ο αργός ρυθμός διάχυσης των
προσροφημένων στο έδαφος νιτρικών αλάτων στους υπόγειους υδροφορείς δημιούργησαν ανησυχίες για τις
πιθανές επιπτώσεις των πλεονασματικών συγκεντρώσεων αζωτούχων ενώσεων στο περιβάλλον και την
ανθρώπινη υγεία. Η επιβεβαίωση των διεθνών ανησυχιών από την επιστημονική κοινότητα όρισε το
φαινόμενο της νιτρορρύπανσης και υποκίνησε την λήψη προληπτικών ή/και διορθωτικών μέτρων από τα
κέντρα λήψεων αποφάσεων. Το 1991, η Ε.Ε. στα πλαίσια της περιβαλλοντικής της πολιτικής, υιοθέτησε την
οδηγία 91/676/ΕΟΚ για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης θέτοντας
τον ακρογωνιαίο λίθο της τρέχουσα ευρωπαϊκής πολιτικής περί των νιτρικών ιόντων στη γεωργία. Τα μέτρα
που λήφθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία για την αντιμετώπιση του φαινομένου καθοδηγούνται
πλήρως από τις πρόνοιες της Οδηγίας και αφορούν τον καθορισμό Ευπρόσβλητών Ζωνών Νιτρορρύπανσης,
την σύσταση και προώθηση Κώδικα Ορθής Γεωργικής Πρακτικής και την εκπόνηση κατάλληλων
προγραμμάτων δράσης.
Σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής είναι η ποσοτικοποίηση μέσα από την κατάρτιση/επιλογή
κατάλληλων δεικτών του περιβαλλοντικού αντίκτυπου των μέτρων που έλαβε η Κυπριακή Δημοκρατία για
την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης. Συγκεκριμένα αξιοποιεί
διαχρονικά, ποσοτικά δεδομένα για να περιγράψει την κατάσταση από πλευράς νιτρορρύπανσης των
επιφανειακών και υπόγειων υδάτων του νότιου τμήματος του νησιού που βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο
της Κυπριακής Δημοκρατίας και ταυτόχρονα μέσα από μια πολύ-μεθοδική προσέγγιση αξιολογεί τους
δείκτες που επιλέχθηκαν βάση του εννοιολογικού μοντέλου Κινητήρια Δύναμη – Πίεση – Κατάσταση –
Επίπτωση – Αντίδραση, (DPSIR), διερευνά τη συσχέτιση των μεταβλητών που δυνητικά μπορούν να
προκαλέσουν νιτρορρύπανση των υδάτων με την υφιστάμενη κατάσταση των υδάτων αλλά και την
αντίδραση του υδατοσυστήματος προς την αντίστοιχη κατάσταση με απώτερο σκοπό την αξιολόγηση της
καταλληλότητα των δεικτών να επιτελέσουν τον σκοπό για τον οποίο επιλέχθηκαν.
Επιγραμματικά, οι δείκτες που επιλέχθηκαν για να ποσοτικοποιήσουν τις κινητήριες δυνάμεις είναι οι
αλλαγές στη γεωργική γη ανά είδος καλλιέργειας και μερίδιο αρδεύσιμης γεωργικής γης ανά χρήση γης ενώ
οι πιέσεις ποσοτικοποιούνται από τους δείκτες: εκτίμηση κατανάλωσης αζωτούχων συνθετικών λιπασμάτων,
εκτίμηση αζώτου κτηνοτροφικών αποβλήτων ανά είδος ζώου, συγκέντρωση αζώτου από τη χρήση
ανακυκλωμένου νερού. Την κατάσταση ποσοτικοποιεί η ποιότητα των υδάτων από πλευρά νιτρορρύπανσης
όπως αυτή εκφράζεται από τη συγκέντρωση των αζωτούχων ενώσεων στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα.
Τις επιπτώσεις ποσοτικοποιούν ο δείκτης ευτροφισμού: μέση συγκέντρωση χλωροφύλλης-α
φραγμάτων/λιμνών και στενότητα υπόγειων υδάτινων πόρων που προορίζονται για ύδρευση, και τέλος την
περιβαλλοντική πολιτική αντίδραση προς το φαινόμενο της νιτρορρύπανσης ποσοτικοποιεί η μεταβολή στην
έκταση των καθορισμένων ευπρόσβλητων ζωνών νιτρορρύπανσης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων από πλευράς
νιτρορρύπανσης σημειώνει σταδιακή βελτίωση με τα υπόγεια ύδατα να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο
πρόβλημα έναντι των επιφανειακών. Ταυτόχρονα παρά την ανάδειξη στατιστικά σημαντικών συσχετίσεων
μόνο μεταξύ της μεταβολής του ετήσιου ποσοστού καλλιεργησίμων λαχανικών με τη μεταβολή της μέσης
συγκέντρωσης ολικού αζώτου των υδατορεύματων και της μεταβολής της μέσης ετήσιας συγκέντρωσης
iii
χλωροφύλλης-α με την αντίστοιχη μεταβολή ολικού αζώτου των φραγμάτων/λιμνών δημιουργήθηκαν
σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις στατιστικά σημαντικές εξισώσεις απλής ή πολλαπλής γραμμικής
παλινδρόμησης με συντελεστές προσδιορισμού που κυμαίνονται από R2=0.71-1.00. Συγκεκριμένα
δημιουργήθηκαν στατιστικά σημαντικά μοντέλα πρόβλεψης της μέσης ετήσιας συγκέντρωσης ολικού
αζώτου των φραγμάτων/λιμνών από το σύνολο των υπό αξιολόγηση δεικτών κινητήριων δυνάμεων και
πιέσεων εκτός από τη μεταβολή της συγκέντρωσης αζώτου από τη χρήση ανακυκλωμένου νερού. Της μέσης
ετήσια συγκέντρωσης ολικού αζώτου των υδατορευμάτων και της μέσης ετήσιας συγκέντρωσης νιτρικών
ιόντων των υπόγειών υδάτων από τους δείκτες κινητήριων δυνάμεων: αλλαγές στη γεωργική γη ανά είδος
καλλιέργειας, μερίδιο αρδεύσιμης γεωργικής γης ανά χρήση γεωργικής γης και πιέσεων: εκτίμηση αζώτου
κτηνοτροφικών αποβλήτων ανά είδος ζώου. Της μέσης ετήσιας συγκέντρωσης ολικού αζώτου
φραγμάτων/λιμνών από τη αντίστοιχη συγκέντρωση ολικού αζώτου υδατορευμάτωνα και της μέσης ετήσιας
συγκέντρωσης χλωροφύλλης-α από τη μέση ετήσια συγκέντρωση ολικού αζώτου των επιφανειακών υδάτων.
Τα στατιστικά σημαντικά μοντέλα που δημιουργήθηκαν επικυρώνουν την καταλληλότητα των επιλεχθέν
δεικτών να επιτελούν τον σκοπό για τον οποίο επιλέχθηκαν πλην του δείκτη μέσης ετήσιας συγκέντρωσης
αζώτου από τη χρήση ανακυκλωμένου νερού. Τέλος τα αποτελέσματα τις χωρικής ανάλυσης των δεικτών
υποδεικνύουν την ανάγκη αναθεώρησης των καθορισμένων ευπρόσβλητων ζωνών νιτρορρύπανσης.
Ολοκληρώνοντας, η νιτρορρύπανση αποτελεί ένα διεθνές περιβαλλοντικό πρόβλημα που καλούνται να
αντιμετωπίσουν οι περισσότερες κυβερνήσεις. Ολιστική αντιμετώπιση του απαιτεί την κατάρτιση ενός
στοχευμένου και κατάλληλα προσαρμοσμένου στις υπάρχουσες συνθήκες προγράμματος
παρακολούθησης/αξιολόγησης που να περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικούς δείκτες και των τριών πτυχών του
φαινομένου (περιβαλλοντική, οικονομική, κοινωνική). H διαχρονική μελέτη των δεικτών πρέπει να παρέχει
δυνατότητα σύγκρισης και εντοπισμού συσχετισμών, αλλαγών ή/και τάσεων. Η παρούσα ερευνητική μελέτη
φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο στην προώθηση ενός ανάλογου προγράμματος
παρακολούθησης που να αξιολογεί σφαιρικά τις περιβαλλοντικές πτυχές του φαινομένου και να μη περιορίζεται στην αποκλειστική παρακολούθηση της ποιοτικής κατάστασης των επιφανειακών και υπόγειων
υδάτων.