Αναπαραστάσεις και συναισθήματα των παιδιών Β' Τάξης Δημοτικού Σχολείου για τις εικόνες των μεταναστών στα ΜΜΕ: Μια έρευνα δράσης
Abstract
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση των αναπαραστάσεων και των συναισθημάτων 20 παιδιών της Β΄ τάξης Δημοτικού σχολείου (ηλικίας 7-8 χρονών) στην επαρχία της Λεμεσού, στην Κύπρο για τις εικόνες των μεταναστών στα ΜΜΕ καθώς και η ανάδειξη τρόπων με τους οποίους μπορούν τα παιδιά συμμετέχοντες της έρευνας να καλλιεργήσουν τον κριτικό γραμματισμό των ΜΜΕ σε σχέση με τους μετανάστες. Τρία ερευνητικά ερωτήματα απασχόλησαν την παρούσα ερέυνα:
α) Ποιες αναπαραστάσεις δημιουργούν τα παιδιά για τις εικόνες των μεταναστών όπως αυτές παρουσιάζονται στα ΜΜΕ; (εικόνες όπως παρουσιάζονται σε διαδίκτυο, εφημερίδες, τηλεόραση)
β) Ποια συναισθήματα διαμορφώνουν τα παιδιά για τις εικόνες των μεταναστών στα ΜΜΕ;
γ) Με ποιους τρόπους μπορούν τα παιδιά να καλλιεργήσουν κριτικό γραμματισμό των ΜΜΕ (Critical Media Literacy) τόσο σε επίπεδο αναπαραστάσεων όσο και σε επίπεδο συναισθημάτων, ώστε να αξιολογούν τις συναισθηματικές επιπτώσεις των αναπαραστάσεων αυτών τόσο στους ίδιους όσο και στους άλλους;
Η διερεύνηση των τριών ερευνητικών ερωτημάτων πραγματοποιήθηκε μέσα από τη διεξαγωγή ενός παρεμβατικού προγράμματος έρευνας δράσης, το οποίο δομήθηκε σε τρία στάδια: το στάδιο των αρχικών συνεντεύξεων, των μαθημάτων παρέμβασης και των τελικών συνεντεύξεων. Επιπλέον, για σκοπούς διερεύνησης του βαθμού επίδρασης του παρεμβατικού προγράμματος, επιλέγηκαν για μελέτη τρεις μαθητές οι οποίοι παρουσίασαν ελάχιστες, μικρές και μεγάλες διαφοροποιήσεις στις αναπαραστάσεις και στα συναισθήματα τους.
Η βιβλιογραφική ανασκόπηση της έρευνας επικεντρώθηκε στις έννοιες των ΜΜΕ, στην προβολή και πλαισίωση των μεταναστών, στις απόψεις των παιδιών για τους μετανάστες και στο κυπριακό συγκείμενο όσον αφορά στη μετανάστευση. Το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας πλαισιώθηκε από τη θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων (ανάδειξη αναπαραστάσεων των παιδιών), τη διαδραστική προσέγγιση και την παιδαγωγική της δυσφορίας (ανάδειξη συναισθημάτων των παιδιών) και τον κριτικό γραμματισμό των ΜΜΕ στο γενικότερο πλαίσιο της κριτικής θεωρίας και παιδαγωγικής. Μέσα από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση του θέματος εντοπίστηκε βιβλιογραφικό κενό τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, αφού οι περισσότερες έρευνες ασχολούνται με την πλαισίωση των μεταναστών στα ΜΜΕ ή στο βαθμό
επίδρασης των ΜΜΕ στη συμπεριφορά των ατόμων (ενήλικων ή και παιδιών) χωρίς να εμπλέκεται ιδιαίτερα το θέμα της μετανάστευσης ή του κριτικού γραμματισμού των ΜΜΕ.
Οι περιορισμοί της έρευνας επικεντρώνονται στη φύση της εκπαιδευτικής έρευνας δράσης και στα ηθικά διλήμματα που απορρέουν μέσα από μια τέτοια διερεύνηση. Η έρευνα δράσης χρειάστηκε χρονοβόρες διαδικασίες τόσο ως προς στον σχεδιασμό της όσο και ως προς την εφαρμογή της απαιτώντας συνεχή αξιολόγηση. Παράλληλα, η διευθύντρια του σχολείου ήταν διστακτική και προβληματισμένη για την εφαρμογή του αντίστοιχου παρεμβατικού προγράμματος καθώς εντοπίστηκαν δυσκολίες ως προς την προσέγγιση των συναισθημάτων των παιδιών και την έκφραση τους. Τα παιδιά αντιμετώπισαν δυσκολίες κυρίως ως προς την έκφραση των συναισθημάτων τους τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό επίπεδο.
Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν τον δυναμικό χαρακτήρα των αναπαραστάσεων και των συναισθημάτων που τα παιδιά διαμορφώνουν σχετικά με τα κείμενα των ΜΜΕ για τους μετανάστες καθώς και την αποτελεσματικότητα του παρεμβατικού προγράμματος κριτικού γραμματισμού των ΜΜΕ. Οι βασικές αναπαραστάσεις των παιδιών αφορούσαν στον εννοιολογικό καθορισμό των εννοιών του πρόσφυγα και του μετανάστη, έννοιες τις οποίες αρχικά συνέχεαν, στο δίπολο της σχέσης ανάμεσα σε «καλούς» και «κακούς» μετανάστες που άλλοτε χρειάζονται βοήθεια ή βοηθούν συνανθρώπους τους κι άλλοτε προκαλούν προβλήματα και εμπλέκονται σε παράνομες συμπεριφορές αλλά και στο σημαντικό και αναγκαίο ρόλο που απέδωσαν στην αστυνομία για έλεγχο των μεταναστών. Επιπρόσθετα, τα παιδιά εξέφρασαν ανάμεικτα και ποικίλα συναισθήματα για τις εικόνες των μεταναστών στα ΜΜΕ βιώνοντας σε αρκετά σημεία έντονη συναισθηματική σύγκρουση, αφού εξέφραζαν ταυτόχρονα συναισθήματα χαράς για όσους μετανάστες σώζονταν, λύπη και θλίψη για όσους πέθαιναν, θυμό για όσους δεν συμπεριφέρονταν σωστά καθώς φόβο και άγχος μήπως βιώσουν παρόμοιες καταστάσεις με αυτές που μελετούσαν στα ΜΜΕ.
Επιπλέον, η εφαρμογή του παρεμβατικού προγράμματος κατέδειξε τόσο την προθυμία και την ικανότητα των παιδιών να συμμετέχουν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα κριτικού γραμματισμού των ΜΜΕ από την πρωτοβάθμια κιόλας εκπαίδευση όσο και την ανάγκη ένταξης του κριτικού γραμματισμού των ΜΜΕ στο αναλυτικό πρόγραμμα. Τα παιδιά σκιαγράφησαν συγκεκριμένους τρόπους κριτικής προσέγγισης του περιεχομένου των ΜΜΕ σχετικά με τους μετανάστες και τόνισαν τη σημασία και τη σπουδαιότητα που ενέχει η συμμετοχή τους. Φάνηκε ακόμη η ανάγκη των παιδιών να συμμετέχουν σε προγράμματα κριτικού γραμματισμού των ΜΜΕ για
τους μετανάστες. Τα παιδιά τόνισαν ότι τα μαθήματα παρέμβασης τους έδωσαν τη δυνατότητα να προβληματιστούν και να στοχαστούν για ένα θέμα που δεν είχαν προηγουμένως υπόψη τους.
Ακόμη, αναδείχθηκε η σπουδαιότητα και αποτελεσματικότητα ένταξης των συναισθημάτων των παιδιών στη σχολική τάξη σχετικά με τον τρόπο που οι μετανάστες προβάλλονται στα ΜΜΕ. Παρόλο που αρχικά τα παιδιά αντιμετώπισαν δυσκολίες στην έκφραση των συναισθημάτων τους, στην πορεία σχολίασαν θετικά ότι μπορούσαν να εκφράσουν τις προσωπικές τους σκέψεις αλλά κι αυτά που ένιωθαν. Αποδείχθηκε ότι τα συναισθήματα (ακόμη και τα πιο «δύσκολα») όχι μόνο δεν πρέπει να απουσιάζουν από το σχολικό χώρο αλλά μπορούν να αξιοποιηθούν από τους εκπαιδευτικούς αποτελεσματικά στη διδασκαλία και μάθηση καθιστώντας τους μαθητές κριτικά σκεπτόμενα άτομα, τα οποία καλούνται να δράσουν σε μια κοινωνία με τα ΜΜΕ να κατακλύζουν κάθε πτυχή της ζωής τους.