Η πρόσληψη του Βυζαντίου και η εγκόλπωση της ορθοδοξίας στο έργο των Φώτη Κόντογλου και Γιώργου Θεοτοκά.
Abstract
Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής αποτελεί η εξέταση της πρόσληψης του Βυζαντίου και της εγκόλπωσης της Ορθοδοξίας στο έργο δύο ξεχωριστών και πολυσήμαντων προσωπικοτήτων της ελληνικής λογοτεχνίας, των Φώτη Κόντογλου (1895–1965) και Γιώργου Θεοτοκά (1905–1966), που συμβατικά κατατάσσουμε στη λεγόμενη γενιά του ’30. Για διαφορετικούς λόγους οι δύο αυτοί συγγραφείς δεν πέρασαν απαρατήρητοι στους τότε λογοτεχνικούς κύκλους, καθώς κατόρθωσαν ως δυναμικές προσωπικότητες να εμπνεύσουν με το έργο τους, πιθανόν και με τη στάση της ζωής τους, τόσο τις δικές τους γενεές όσο και τις νεώτερες. Τόσο ο Φώτης Κόντογλου όσο και ο Γιώργος Θεοτοκάς δήλωναν παρόντες στις διάφορες προκλήσεις των καιρών τους και εξέφραζαν τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους για το πώς θα μπορούσε το έθνος των Ελλήνων, λαβωμένο καθώς ήταν από τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες της εποχής του (Μικρασιατική Καταστροφή, κρίση αξιών του Μεσοπολέμου, είσοδος της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο), να ξαναβρεί την παλιά του αίγλη και να σταθεί με σθένος απέναντι στην τάση της ξενομανίας, των δυτικών επιδράσεων, του καπιταλιστικού συστήματος και της αυξανόμενης δύναμης της μηχανής.
Ο Κόντογλου, άνθρωπος με βαθιά θρησκευτικότητα και με ζωηρό ενδιαφέρον για το Βυζάντιο και την κληρονομιά του, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, αντιλαμβάνεται από πολύ νωρίς ότι οι λύσεις απέναντι στα ζητούμενα που απασχολούσαν τόσο τον ίδιο όσο και μια μερίδα συγχρόνων του βρίσκονται στις ρίζες του Ελληνισμού, τον οποίο ταυτίζει με την έννοια και την ιδέα της Ρωμιοσύνης. Για το λόγο αυτό προτείνει, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, την επιστροφή στις πρώτες πηγές, στο ένδοξο Βυζάντιο με την πλούσια ιστορία και τις παραδόσεις του. Παράλληλα, υποστηρίζει πως οφείλουμε να μη χάσουμε την ταυτότητά μας επηρεαζόμενοι από τις συνήθειες της Δύσης και των λαών της και παρουσιάζεται ιδιαίτερα επικριτικός προς τις μοντερνιστικές της τάσεις. Ο Κόντογλου, παραμένοντας σταθερός στις απόψεις του, προτάσσει ως προπύργιο την Ορθοδοξία στην προσπάθειά του να πείσει τους συγχρόνους του πως μόνο με την επιστροφή στις ρίζες ο Ελληνισμός μπορεί να διατηρήσει αλώβητη την ταυτότητά του.
Ο Θεοτοκάς, κάνοντας την εμφάνισή του από πολύ νεαρή ηλικία στα λογοτεχνικά πράγματα της εποχής του, εκκινεί με έντονο το αίσθημα της αλλαγής και του νεωτερισμού, εκθειάζοντας μάλιστα τις συνήθειες της Δύσης, και προσπαθεί να ωθήσει το αναγνωστικό του κοινό να ασπαστεί τον μοντερνισμό αφήνοντας πίσω το παλαιό και το στοιχείο της παράδοσης. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο ορθολογιστής συγγραφέας δεν θα τηρήσει μέχρι τέλους την ίδια στάση απέναντι στην Ευρώπη και τη Δύση με τις μοντερνιστικές τους τάσεις. Λόγω διαφόρων παραγόντων, που εξετάζονται στη συνέχεια της διατριβής, ο Γιώργος Θεοτοκάς επιλέγει να απαρνηθεί τον δυτικό πολιτισμό και τα όσα αντιπροσώπευε (τεχνολογία, μηδενισμός, νεωτερισμοί, κεφάλαιο κ.ά.) επιχειρώντας στροφή και αναζήτηση διεξόδου προς την Ορθοδοξία. Είναι μια συνειδητή επιλογή του συγγραφέα την οποία και εκδηλώνει μέσα από τα ύστερα κυρίως έργα του. Ταυτόχρονα, αξίζει να σημειωθεί ότι η αξιοποίηση του Βυζαντίου από τον συγγραφέα δεν συζητείται σε καμία από τις μελέτες που δημοσιεύτηκαν στον τόμο που επιμελήθηκαν οι Ricks και Magdalino με τίτλο Byzantium and the Modern Greek identity. Συνεπώς, η παρούσα μελέτη συμβάλλει στο να διερευνηθεί μια «παραμελημένη» πτυχή του έργου του Θεοτοκά, αφού μέχρι σήμερα μια εκτενής συζήτηση αναφορικά με το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία δεν απασχόλησε εις βάθος τους περισσότερους μελετητές του έργου του.
Η διατριβή επικεντρώνεται στη μελέτη και τον σχολιασμό, κυρίως ανά λογοτεχνικό είδος, των πιο αντιπροσωπευτικών κειμένων των δύο συγγραφέων με κύριους άξονες την πρόσληψη του Βυζαντίου και την εγκόλπωση της Ορθοδοξίας στο έργο τους. Επίσης στοχεύει στο να συγκρίνει τις απόψεις τους, όπως αυτές προκύπτουν τόσο μέσα από το πρώιμο όσο και από το ύστερο έργο τους, ούτως ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον συγκλίνουν ή αποκλίνουν και κατά πόσον οι ίδιοι μένουν εν τέλει σταθεροί ή αλλάζουν αντιλήψεις στα όσα εξ αρχής πρέσβευαν. Η παρούσα διατριβή πρωτοτυπεί ως προς το γεγονός ότι για πρώτη φορά επιχειρείται μια συγκριτική μελέτη του έργου των Κόντογλου και Θεοτοκά και κυρίως αυτό που μας κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι να δούμε κατά πόσον ένας κατεξοχήν άνθρωπος και λογοτέχνης της παράδοσης, γέννημα – θρέμμα της Μικράς Ασίας συναντάται και συνδιαλέγεται με έναν φαινομενικά ευρωπαϊστή διανοούμενο.
Η εργασία δομείται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο εστιάζεται στη μελέτη του αρθρογραφικού και δοκιμιακού έργου των δύο συγγραφέων με κύριους άξονες τη Δύση, το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία. Γίνεται λόγος για την προσήλωση στην παράδοση και την αντιδυτική σκέψη στο αρθρογραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου, καθώς επίσης εξετάζονται οι αναφορές στην έντονη παρουσία της Δύσης στα πρώιμα δοκίμια του Θεοτοκά, αλλά και η μετέπειτα σχέση του με τη θρησκεία και συγκεκριμένα με τον Χριστιανισμό και προς το τέλος της ζωής του με την Ορθοδοξία. Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει το πεζογραφικό έργο των συγγραφέων δίνοντας έμφαση ενίοτε στην παρουσία νεωτερικών στοιχείων που συνδέονται κυρίως με την Ευρώπη και τις αυξανόμενες τάσεις εκμοντερνισμού είτε κάνοντας λόγο για βαρυσήμαντες έννοιες που σχετίζονται άμεσα με την ελληνική φυλή όπως Ρωμιοσύνη, Βυζάντιο, παράδοση και Ορθοδοξία. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται το ταξιδιωτικό έργο των Φώτη Κόντογλου και Γιώργου Θεοτοκά με απώτερο σκοπό να ερευνηθεί κατά πόσον και στο συγκεκριμένο είδος οι πολυταξιδεμένοι συγγραφείς – που φανερώνουν έντονα το ενδιαφέρον τους για τόπους μακρινούς βάζοντας τους ήρωές τουςνα εμπλέκονται σε διάφορες περιπέτειες ή ακόμη και αναφερόμενοι σε προσωπικές τους εμπειρίες, – αναζητούν την πνευματικότητα, τη γαλήνη και την ηρεμία που προσδίδει η επαφή με θεάρεστους τόπους και άγιες μορφές. Το τελευταίο κεφάλαιο μελετά την πρόσληψη του Βυζαντίου και την εγκόλπωση της Ορθοδοξίας και σε άλλες μορφές έκφρασης με τις οποίες ασχολήθηκαν οι δύο αυτές προσωπικότητες όπως ήταν για παράδειγμα η ενασχόληση του Κόντογλου με τη βυζαντινή αγιογραφία αφήνοντας το δικό του στίγμα και αντίστοιχα η ενασχόληση του Θεοτοκά με το θέατρο και την έννοια της αλληγορίας. Τα δύο αυτά είδη εμπεριέχουν ποικίλα βυζαντινά στοιχεία παράλληλα με την έντονη παρουσία της Ορθοδοξίας και η αναφορά σ’ αυτά εξυπηρετεί στο να δοθεί μια σφαιρική εικόνα του συνολικού έργου των δύο δυναμικών αυτών εκπροσώπων της λεγόμενης γενιάς του ’30 που εν κατακλείδι προέτρεπαν το αναγνωστικό τους κοινό να «επιστρέψει στις ρίζες του».