dc.contributor.advisor | Πασιαρδής, Πέτρος | |
dc.contributor.author | Κουάλη, Γεωργία | |
dc.contributor.other | Kouali, Georgia | |
dc.coverage.spatial | Κύπρος | el_GR |
dc.date.accessioned | 2012-06-20 | |
dc.date.accessioned | 2012-06-20T07:32:34Z | |
dc.date.available | 2012-06-20T07:32:34Z | |
dc.date.copyright | 2012-01 | |
dc.date.issued | 2012-06-20 | |
dc.identifier.other | ΔΚ-ΕΕΗΠ/2012/00003 | el_GR |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/11128/281 | |
dc.description | Περιέχει βιβλιογραφικές παραπομπές. | el_GR |
dc.description.abstract | Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη διερεύνηση της διαχείρισης του εργασιακού χρόνου
των διευθυντών δημοτικού σχολείου της Κύπρου, μέσα από τον εντοπισμό και περιγραφή
διαφορετικών τύπων-προφίλ διαχείρισης χρόνου. Επιπλέον, διερευνά τη σχέση της διαχείρισης
χρόνου με την αποτελεσματικότητα των διευθυντών, καθώς και με την εργασιακή ικανοποίηση
των εκπαιδευτικών. Το θέμα του «χρόνου» καθίσταται επίκαιρο και σημαντικό δεδομένων των
συνεχιζόμενων αλλαγών στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα, οι οποίες προϋποθέτουν νέους και
πιο απαιτητικούς ρόλους για τους διευθυντές και δεδομένου ότι οι διευθυντές ήδη νιώθουν
χρονικά πιεσμένοι και περιορισμένοι στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι εκπαιδευτικές
μεταρρυθμίσεις χαρακτηρίζουν γενικότερα τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα και
παρατηρείται μια γενικότερη τάση αύξησης των καθηκόντων των διευθυντών σχολείων,
καθορισμού εθνικών επίπεδων, νέων αναλυτικών προγραμμάτων, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο
βαθμός λογοδότησης των σχολείων έναντι του κράτους. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με
τους γρήγορους ρυθμούς ζωής και παραγωγής, τη σπουδή για αποτελεσματικότητα και ποιότητα
στην εκπαίδευση αλλά και σε όλους τους τομείς της ζωής, καθιστούν το θέμα του χρόνου και της
διαχείρισής του πολύ επίκαιρο και σημαντικό.
Συνεπώς, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με το συνεχές ενδιαφέρον για
διερεύνηση των χαρακτηριστικών των αποτελεσματικών διευθυντών αλλά και για εξεύρεση των
παραγόντων που επηρεάζουν την εργασιακή ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, βασικός σκοπός
της έρευνας ήταν να διαπιστώσει τη σχέση διαχείρισης χρόνου διευθυντή, αποτελεσματικότητας
διευθυντή και εργασιακής ικανοποίησης των εκπαιδευτικών. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η
συνδυασμένη μελέτη των τριών αυτών παραγόντων δεν έχει διερευνηθεί στο παρελθόν, στοιχείο
που ενισχύει σημαντικά την πρωτοτυπία και σημασία διεξαγωγής της παρούσας έρευνας.
Πληθυσμό της έρευνας αποτέλεσαν οι διευθυντές και οι εκπαιδευτικοί των δημόσιων
σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου. Επιλέγηκε αντιπροσωπευτικό και τυχαίο
δείγμα, στρωματοποιημένο ως προς την εκπαιδευτική επαρχία, για την τελική χορήγηση των
ερωτηματολογίων της έρευνας. είγμα της έρευνας αποτέλεσαν 173 διευθυντές πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης, στα σχολεία των οποίων ο αριθμός των τοποθετημένων εκπαιδευτικών ήταν
τουλάχιστον πέντε. Επιπλέον, στην έρευνα συμμετείχαν 504 εκπαιδευτικοί, τρεις από κάθε
σχολείο που συμμετείχε στην έρευνα. Οι δέκα διευθυντές και δέκα εκπαιδευτικοί στους οποίους
δόθηκαν τα ερωτηματολόγια για την πιλοτική εφαρμογή εξαιρέθηκαν από το δείγμα. Το τελικό
ποσοστό συμμετοχής των διευθυντών και των εκπαιδευτικών ήταν αρκετά ικανοποιητικό (65.2 %
iv
και 63.4% αντίστοιχα) δεδομένου ότι η αποστολή και παραλαβή των ερωτηματολογίων ήταν
ταχυδρομική.
Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκαν ποσοτικές και ποιοτικές τεχνικές διαδοχικά,
εφαρμόζοντας τεχνικές μεθοδολογικής τριγωνοποίησης. Μια τέτοια χρήση πολλαπλών μεθόδων
ενισχύει την ποιότητα και την εγκυρότητα της έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα έρευνα
πραγματοποιήθηκε σε επτά φάσεις. Στην πρώτη φάση έγινε η ανάπτυξη των εργαλείων μέτρησης
της διαχείρισης του χρόνου των διευθυντών και της εργασιακής ικανοποίησης των
εκπαιδευτικών. Έγινε επίσης η διαμόρφωση εντύπων για την παρατήρηση και μια πρώτη
απόπειρα διαμόρφωσης της συνέντευξης των διευθυντών που θα τύγχαναν παρατήρησης. Στη
δεύτερη φάση, τα δύο ερωτηματολόγια χορηγήθηκαν πιλοτικά σε δέκα διευθυντές και
εκπαιδευτικούς, έγιναν οι έλεγχοι για την εγκυρότητα των ερωτηματολογίων (όψης και
περιεχομένου) και τα ερωτηματολόγια πήραν την τελική τους μορφή. Στην τρίτη φάση, έγινε η
τελική χορήγηση των ερωτηματολογίων και στην τέταρτη φάση η στατιστική ανάλυση των
ποσοτικών δεδομένων. Με βάση τα αποτελέσματα της τέταρτης φάσης, επιλέγηκαν με σκόπιμη
δειγματοληψία έξι διευθυντές, οι οποίοι αποτέλεσαν μελέτες περίπτωσης κατά την πέμπτη φάση,
όπου χρησιμοποιήθηκαν ποιοτικές τεχνικές (παρατήρηση, συνέντευξη, συλλογή εγγράφων) για
μια εις βάθος μελέτη των ίδιων ερωτημάτων που απασχόλησαν και την ποσοτική φάση. Στην
έκτη φάση έγινε η ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων, με βάση τις αρχές της ποιοτικής
μεθοδολογίας και τέλος, μέσα από αναστοχασμό και σύγκριση ποσοτικών και ποιοτικών
αποτελεσμάτων, δόθηκαν οι τελικές απαντήσεις και ερμηνείες στα ερευνητικά ερωτήματα.
Η ανάλυση των ποσοτικών δεδομένων, τα οποία συλλέχθηκαν με τα ερωτηματολόγια,
έγινε με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS. Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία
περιγραφικής και επαγωγικής στατιστικής, όπως μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, ποσοστά,
συσχετίσεις, παραμετρικά κριτήρια (ANOVA, paired sample t-test), παραγοντική ανάλυση
(factor analysis) και ανάλυση απλής και πολλαπλής παλινδρόμησης (regression analysis). Για τον
εντοπισμό τύπων-ομάδων διαχείρισης χρόνου χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση ομαδοποίησης
(cluster analysis). Η ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων, τα οποία συλλέχθηκαν κατά τις
περιπτωσιακές μελέτες με τις μεθόδους της θεατής μη συμμετοχικής παρατήρησης και της
ημιδομημένης συνέντευξης, περιλάμβανε ανάλυση μεταξύ των περιπτώσεων και
πραγματοποιήθηκε με τις διαδικασίες της φαινομενολογικής ανάλυσης και της συνεχούς
συγκριτικής μεθόδου. Παρόλο που κάθε μέθοδος διέπεται από διαφορετική φιλοσοφία,
μεθοδολογία και τρόπο παρουσίασης των αποτελεσμάτων, εντούτοις τα ποσοτικά και ποιοτικά
v
αποτελέσματα απαντούν στα ίδια ερευνητικά ερωτήματα και διαμορφώθηκαν για κάθε φάση
συγκεντρωτικοί πίνακες και διαγράμματα με τρόπο που τα αποτελέσματα κάθε φάσης να είναι
απολύτως συγκρίσιμα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αναφέρονται:
(α) στις διαφορετικές ομάδες διαχείρισης χρόνου και τα χαρακτηριστικά τους.
(β) στη σχέση διαχείρισης χρόνου και αποτελεσματικότητας των διευθυντών δημοτικού σχολείου
(γ) στην πρόβλεψη εργασιακής ικανοποίησης των εκπαιδευτικών από τη συχνότητα ενασχόλησης
και βαθμό επίτευξης παιδαγωγικών δραστηριοτήτων από μέρους των διευθυντών.
Τα βασικότερα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έρευνα συνοψίζονται
ως ακολούθως. Εντοπίστηκαν τρεις ομάδες διαχείρισης χρόνου:
· Η ομάδα 1, των Συγκεντρωτικών Μονοχρονιστών.
· Η ομάδα 2 των Αναβλητικών ιεκπεραιωτών.
· Η ομάδα 3 των Αποκεντρωτικών Πολυχρονιστών.
Η ομάδα των Συγκεντρωτικών Μονοχρονιστών, όπως άλλωστε φανερώνει και το όνομά
της, χαρακτηρίζεται από μια τάση υιοθέτησης ενός πιο μονοχρονιστικού στυλ διαχείρισης
χρόνου, αλλά κιόλας χαρακτηρίζεται και από συγκεντρωτισμό. Λόγω του συγκεντρωτισμού που
τους χαρακτηρίζει τα άτομα αυτά υιοθετούν σε λιγότερο βαθμό τεχνικές διαχείρισης χρόνου,
όπως τεχνικές διαχείρισης γραφειοκρατίας, διακοπών και ανάθεσης δραστηριοτήτων. Γενικότερα
όμως χρησιμοποιούν αρκετές τεχνικές διαχείρισης χρόνου. ίνουν μεγαλύτερη έμφαση και χρόνο
στα διοικητικά τους καθήκοντα, αν και ασχολούνται και υλοποιούν αρκετά από τα παιδαγωγικά
και μικτά τους καθήκοντα. Έχουν λίγο, έως και αρκετό προσωπικό χρόνο. Θα ήθελαν να δίνουν
περισσότερη έμφαση στον παιδαγωγικό-μεντορικό τους ρόλο, τον οποίο όμως αντιλαμβάνονται
και βιώνουν με διαφορετικό τρόπο. Παρόλη την αποτελεσματικότητά τους, που οι ίδιοι την
θεωρούν μεγάλη, οι εκπαιδευτικοί τους φαίνεται να μην τους θεωρούν τόσο αποτελεσματικούς
και δεν φαίνεται να είναι πιο ικανοποιημένοι με την εργασία τους έχοντάς τους ως διευθυντές.
Η ομάδα των Αναβλητικών ιεκπεραιωτών αποτελείται από τους μισούς σχεδόν
διευθυντές του δείγματος και επίσης σε αυτήν εντάσσεται η πλειοψηφία των αντρών διευθυντών.
Η ομάδα αυτή δεν βιώνει την πίεση χρόνου και το άγχος που φαίνεται να χαρακτηρίζει την
πρώτη ομάδα. Αντίθετα οι διευθυντές αυτοί φαίνεται να έχουν αρκετό προσωπικό χρόνο και να
διεκπεραιώνουν με ηρεμία τα καθήκοντά τους. Τα καθήκοντα με τα οποία κυρίως ασχολούνται
είναι τα διοικητικά και αντιλαμβάνονται το ρόλο τους στο σχολείο κυρίως ως οργανωτικό και
συντονιστικό. Επιτυγχάνουν σε πολύ λιγότερο βαθμό παιδαγωγικά και μικτά καθήκοντα, ενώ τα
vi
παιδαγωγικά τους καθήκοντα εξαντλούνται συνήθως στα διδακτικά τους καθήκοντα.
Χρησιμοποιούν σε ένα μέτριο βαθμό τεχνικές διαχείρισης χρόνου και περισσότερο όσες αφορούν
στην καλύτερη διεκπεραίωση των διοικητικών τους καθηκόντων. ίνουν επίσης έμφαση στη
δημιουργία ενός ανοικτού και θερμού σχολικού κλίματος, στοιχείο που φαίνεται να ικανοποιεί
πάρα πολύ τους εκπαιδευτικούς και πιθανότατα να τους ωθεί σε καλύτερες αξιολογήσεις για την
αποτελεσματικότητα των διευθυντών τους.
Η ομάδα των Αποκεντρωτικών Πολυχρονιστών, η μικρότερη σε μέγεθος, αποτελεί την
καλύτερη ομάδα διαχείρισης χρόνου. Επιτυγχάνει μεν περισσότερα διοικητικά καθήκοντα,
ωστόσο, επιτυγχάνει περισσότερα παιδαγωγικά και μικτά έργα από τις υπόλοιπες ομάδες. Και
πάλι φαίνεται να υπάρχει ποικιλία στον τρόπο άσκησης του παιδαγωγικού ρόλου του διευθυντή,
ωστόσο, η ομάδα αυτή φαίνεται να προσπαθεί να είναι συνειδητά κοντά σε εκπαιδευτικούς και
μαθητές, αφιερώνοντας αρκετό από το χρόνο τους σε αυτούς. Έχοντας ένα πιο πολυχρονιστικό
στυλ διαχείρισης χρόνου και χρησιμοποιώντας σε ένα μεγάλο βαθμό όλες τις τεχνικές
διαχείρισης χρόνου φαίνεται ότι βρίσκουν τον τρόπο να ισορροπούν καλύτερα στην ενασχόληση
και επίτευξη των καθηκόντων τους, χωρίς μάλιστα να εξαντλούνται στην προσπάθειά τους αυτή.
Παρόλη την αποτελεσματικότητά τους οι εκπαιδευτικοί τους φαίνεται να μην τους θεωρούν τόσο
αποτελεσματικούς και δεν φαίνεται να είναι πιο ικανοποιημένοι με την εργασία τους έχοντάς
τους ως διευθυντές.
Το συγκείμενο του σχολείου, η σύσταση του μαθητικού πληθυσμού και οι ίδιες οι
αντιλήψεις των διευθυντών σε σχέση με το ρόλο τους, φαίνεται να είναι παράγοντες που επίσης
επηρεάζουν την κατανομή του χρόνου των διευθυντών. Σε σχέση με τον παιδαγωγικό ρόλο του
διευθυντή και τη σχέση του με τη διαχείριση του χρόνου του φάνηκε ότι ναι μεν η καλύτερη
διαχείριση χρόνου σχετίζεται με μεγαλύτερη υλοποίηση έργων, ωστόσο, η ποιότητα των
παιδαγωγικών έργων που υλοποιούνται φαίνεται, εντέλει, να ποικίλει ακόμα και μέσα στις
ομάδες διαχείρισης χρόνου. Ένα συμπέρασμα που προκύπτει από την ερμηνεία όλων των
δεδομένων της έρευνας είναι ότι όποιος κάνει καλή διαχείριση του χρόνου του (μεγάλη
ενασχόληση και υλοποίηση όλων των έργων του, μεγάλη χρήση τεχνικών διαχείρισης χρόνου)
δεν σημαίνει ότι είναι και πιο παιδαγωγός διευθυντής. Γιατί όπως φάνηκε, το να ασκεί κάποιος
λιγότερο τον παιδαγωγικό του ρόλο δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη χρόνου ή έστω στην κακή
διαχείρισή του, αλλά οφείλεται κυρίως στις στάσεις και αντιλήψεις του. Επιπρόσθετα, ένας
οργανωμένος και προγραμματισμένος διευθυντής δεν σημαίνει ότι έχει και υλοποιεί πρωτίστως
παιδαγωγικούς στόχους. Από την άλλη φαίνεται ότι για να είναι κάποιος πιο παιδαγωγός
vii
διευθυντής θα πρέπει να κάνει καλή διαχείριση του χρόνου του. ηλαδή, η καλή διαχείριση
χρόνου δεν εγγυάται ότι κάποιος είναι και πιο παιδαγωγός διευθυντής, ωστόσο, αυτός που θέλει
να είναι τέτοιος θα πρέπει να διαχειρίζεται σωστά το χρόνο του για να καταφέρει να ισορροπήσει
όσο το δυνατόν καλύτερα το διοικητικό με το παιδαγωγικό κομμάτι του ρόλου του.
Επίσης, ένα άλλο αποτέλεσμα που προκύπτει είναι η σχέση διαχείρισης χρόνου και
αποτελεσματικότητας του διευθυντή. Ποσοτικά και ποιοτικά αποτελέσματα συνηγορούν στο ότι
οι πιο αποτελεσματικοί διευθυντές ήταν αυτοί που έκαναν καλύτερη διαχείριση του χρόνου τους,
ενέπιπταν δηλαδή στις ομάδες των Συγκεντρωτικών Μονοχρονιστών και Αποκεντρωτικών
Πολυχρονιστών. Βέβαια, αυτό το αποτέλεσμα για τη σχέση αποτελεσματικότητας και
διαχείρισης χρόνου προέκυψε μόνο μέσα από τις αυτοαξιολογήσεις των διευθυντών (μέσα από το
ερωτηματολόγιο) και όχι και από τους αξιολογήσεις των εκπαιδευτικών για την
αποτελεσματικότητα των διευθυντών τους ή από την εργασιακή ικανοποίηση των εκπαιδευτικών.
Το γεγονός ότι η σχέση αυτή προκύπτει μόνο από την οπτική των διευθυντών είναι περιοριστικό,
ωστόσο, το γεγονός ότι κάτι τέτοιο επιβεβαιώθηκε και μέσα από την παρατήρηση των έξι
διευθυντών, αυξάνει την αξιοπιστία ενός τέτοιου πορίσματος. Μέσα από την παρατήρηση
εξάλλου και τις αρκετές ανεπίσημες επαφές με εκπαιδευτικούς διαφάνηκε πόσο δύσκολη είναι η
καταγραφή των απόψεων των εκπαιδευτικών σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των
διευθυντών τους, σημείο που ίσως εξηγεί γιατί δεν καταγράφηκε η σχέση αυτή και μέσα από το
ερωτηματολόγιο των εκπαιδευτικών.
Τέλος, ένα άλλο αποτέλεσμα της έρευνας είναι ότι δεν προβλέπεται μεγαλύτερη
ικανοποίηση των εκπαιδευτικών από την εργασία τους όταν οι διευθυντές τους ασχολούνται και
επιτυγχάνουν τα παιδαγωγικού τύπου καθήκοντά τους. Με πιο απλά λόγια οι εκπαιδευτικοί δεν
είναι πιο ικανοποιημένοι όταν εργάζονται με πιο «παιδαγωγούς» διευθυντές. Ένα τέτοιο
αποτέλεσμα είναι μάλλον απρόσμενο, δεδομένης της σύγχρονης βιβλιογραφίας, η οποία φαίνεται
να υποστηρίζει τη σχέση αυτή. Για αυτό το αποτέλεσμα έγινε προσπάθεια να δοθούν πιθανές
εξηγήσεις, κυρίως μέσα από τα πορίσματα της ποιοτικής φάσης της έρευνας. Οι εξηγήσεις που
δόθηκαν αφορούν, καταρχήν, στην διαφορετική αντίληψη και πραγμάτωση του παιδαγωγικού
ρόλου του διευθυντή, έτσι που οι εκπαιδευτικοί να έχουν διαφορετικές εμπειρίες και αντιλήψεις
σε σχέση με αυτόν. Επίσης, οι παράγοντες του φύλου και του τρόπου άσκησης της εξουσίας του
διευθυντή πιθανόν να παρεμβαίνουν στον τρόπο αξιολόγησης του παιδαγωγικού έργου του
διευθυντή από τους εκπαιδευτικούς, αλλά και της συνολικής αξιολόγησης του διευθυντικού
έργου από μέρους των εκπαιδευτικών. Επιπλέον, το συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα της
viii
Κύπρου και η πολύ γενική νομοθεσία σε σχέση με τα καθήκοντα των διευθυντών ευνοεί τη
διατήρηση του παραδοσιακού μοντέλου διευθυντή: του ανθρώπινου, συντονιστή και
διεκπεραιωτή. Τέλος, οι όποιες προσπάθειες για υιοθέτηση μιας πιο παιδαγωγικής θεώρησης και
πραγμάτωσης του διευθυντικού ρόλου, όταν δεν λαμβάνουν υπόψη τις ευαισθησίες των
εκπαιδευτικών σε θέματα διαπροσωπικών σχέσεων, αυτονομίας και σεβασμού της
προσωπικότητάς τους φαίνεται ότι δεν γίνονται αποδεκτές από τους εκπαιδευτικούς.
Τα πιο πάνω αποτελέσματα συζητήθηκαν και ερμηνεύτηκαν βάσει του εκπαιδευτικού
συγκειμένου και της κουλτούρας της Κύπρου και με βάση τα πορίσματα της σύγχρονης
βιβλιογραφίας σε σχέση με τη διαχείριση χρόνου, την αποτελεσματικότητα στην εκπαίδευση και
την εργασιακή ικανοποίηση των εκπαιδευτικών. Η συζήτηση και η αναζήτηση ερμηνειών για τα
αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξε την αναγκαιότητα τόσο για περαιτέρω διερεύνηση των
τριών τύπων διαχείρισης χρόνου και των τριών υπό εξέταση μεταβλητών, όσο και για τη
διαφοροποίηση υφιστάμενων πολιτικών και πρακτικών στο επίπεδο του εκπαιδευτικού
συστήματος και των σχολικών μονάδων. Επισημαίνονται εισηγήσεις για πρακτική αξιοποίηση
των αποτελεσμάτων της έρευνας από τους διευθυντές, τους υπεύθυνους για χάραξη
εκπαιδευτικής πολιτικής, καθώς και εισηγήσεις για περαιτέρω έρευνα στους υπό εξέταση τομείς.
Σημαντική πρωτοτυπία της παρούσας έρευνας είναι ότι συγκεκριμενοποίησε την έννοια της
διαχείρισης του χρόνου στον τομέα της εκπαίδευσης και συστηματοποίησε τα αποτελέσματα με
τη δημιουργία των τριών τύπων διαχείρισης χρόνου. Εφόσον η δημιουργία τύπων διαχείρισης
χρόνου δεν έχει διενεργηθεί στο παρελθόν από κάποιο άλλο ερευνητή, αυτή αποτελεί
συνεισφορά της παρούσας έρευνας στη διεθνή βιβλιογραφία. Ταυτόχρονα, οι τύποι διαχείρισης
χρόνου αποτελούν μια πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια για περιγραφή της διαχείρισης χρόνου στο
πεδίο της εκπαίδευσης, αφού οι περισσότερες έρευνες μέχρι τώρα επικεντρώνονταν σε
μεμονωμένα στοιχεία του θέματος (π.χ. τεχνικές διαχείρισης χρόνου, έργα-συχνότητα).
Επιπλέον, οι τύποι διαχείρισης χρόνου παρουσιάζουν, πέρα από τα στοιχεία που στην
αλληλεπίδρασή τους δομούν την έννοια της διαχείρισης του χρόνου (έργα, συχνότητα, βαθμός
υλοποίησης, τεχνικές, στυλ) και στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των διευθυντών αλλά και
την επίδραση της όλης δράσης του διευθυντή στην εργασιακή ικανοποίηση των εκπαιδευτικών.
Ο συνδυασμός των τριών αυτών θεμάτων δεν έχει, επίσης, διερευνηθεί προηγουμένως. Έτσι οι
τρεις τύποι διαχείρισης χρόνου, πέραν της περιγραφής του τι κάνουν οι διευθυντές στα σχολεία
μας προχωρούν ένα βήμα παραπέρα περιγράφοντας πιθανές αιτίες και επιπτώσεις των
καθημερινών πρακτικών των διευθυντών. Με αυτό τον τρόπο οι τρεις τύποι διαχείρισης χρόνου
ix
αναδεικνύονται και ως τρεις τρόποι θέασης αλλά και πραγμάτωσης εκπαιδευτικής διοίκησης-
ηγεσίας. Συνεπώς, τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, πέραν της περιγραφής της
διαχείρισης του χρόνου των διευθυντών δημοτικής εκπαίδευσης, είναι αναπόφευκτο να
παρουσιάζουν και ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για τη διοίκηση, διεύθυνση και ηγεσία στα
κυπριακά, δημοτικά σχολεία. Επιπλέον, στην πρωτοτυπία της έρευνας και στη συνεισφορά της
στην επιστήμη εντάσσεται και η ποικιλία των μεθόδων που έχουν χρησιμοποιηθεί. Μια τέτοια
μικτή, αλλά και «δυναμική» μεθοδολογία στον τομέα της διαχείρισης του χρόνου, έρχεται να
καλύψει υφιστάμενο κενό της βιβλιογραφίας στον τομέα αυτό. | el_GR |
dc.format.extent | xxvii, 471 σ. | el_GR |
dc.language | gr | el_GR |
dc.language.iso | gr | el_GR |
dc.subject | School management and organization | en |
dc.subject | School administrators | en |
dc.subject | Σχολική και οργάνωση και διαχείριση | el_GR |
dc.subject | Διευθυντής σχολείου | el_GR |
dc.title | Η διαχείριση του χρόνου των διευθυντών δημοτικού σχολείου και η σχέση της με την αποτελεσματικότητα των διευθυντών και με την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών απο την εργασία τους | el_GR |
dc.type | Διδακτορική Διατριβή | el_GR |
dc.contributor.committeemember | Ζεμπύλας, Μιχαλίνος | |
dc.contributor.committeemember | Κενδέου, Παναγιώτα | |
dc.contributor.committeemember | Ηλιοφώτου-Μένον, Μαρία | |
dc.contributor.committeemember | Σταύρου-Κωστέα, Ελένη | |
dc.description.translatedabstract | This PhD research explores the time management of primary school principals in Cyprus
through the identification and description of different time management type-profiles. In addition,
the research explores the relationship between time management and the effectiveness of
principals and the relationship of time management and job satisfaction of teachers. The subject
of ‘time’ is currently popular and important, due to the ongoing changes in the educational system
of Cyprus, which involve new and more demanding roles for principals. Its importance is further
enhanced due to the fact that already principals feel the lack of time in completing their duties.
School reforms are, today, a characteristic of modern educational systems. Coupled with these
reforms is a trend of increasing the duties of school principals and the setting of national
standards and new curriculum. At the same time the degree of school accountability towards the
state is also increasing. These facts, together with the fast pace of life and production, the
emphasis on effectiveness and quality in education together with other general aspects of life, are
making the subject of ‘time’ very modern and important.
Having the above in mind, plus the constant interest on the exploration of the
characteristics of effective principals and the interest of finding out the variables which affect
teacher’s job satisfaction, the basic aim of this research was to determine the relationship between
the time management of principals, the effectiveness of principals and teacher’s job satisfaction.
It is important to be clarified from the onset that the specific combination of these three variables
has not been explored in the past, a fact that significantly contributes to the originality and
importance of this research.
The population of the research consisted of principals and teachers working in the public
primary education of Cyprus. For the final phase of the research, questionnaires were given to a
random representative sample, stratified for every district. The sample of the research was 173
primary school principals island wide, who were responsible for schools, in which were serving
more than five teachers. Additionally, 504 teachers participated, three from each school. Ten
principals and ten teachers who were given questionnaires during the pilot study were excluded
from the final sample. Furthermore it must be underlined that considering the fact that the
questionnaires were sent and received by post, the percentage of participation in terms of the
response rate, both for principals and teachers, was regarded as satisfactory with 65.2% principals
and 63.4% teachers.
xi
For this research quantitative and qualitative techniques were used respectively, in order to
achieve methodological triangulation. The use of multiple methods of research increased the
quality and validity of the results achieved. Specifically, this research was completed through
seven phases. During the first phase the instruments for measuring the time management of
principals and the job satisfaction of the teachers were developed. The structure of the layout of
the field notes was also developed together with the first draft of the interview protocol of the
principals who were going to be observed (shadowed). In the second phase the two questionnaires
were given to ten principals and teachers for the pilot trial. Checks were made for the validity of
the instruments (face and construct) and finally the questionnaires were corrected and completed.
In the third phase the two questionnaires were sent to schools and in the fourth the statistical
analysis of the received data was completed. Based on the results of the fourth phase, six
principals were chosen (nested sample). These principals served as case studies during the fifth
phase, in which qualitative techniques (shadowing, interview, artifacts) were used in order to
obtain a deeper view of the same research questions that were answered during the quantitative
phase. Furthermore, in the sixth phase the analysis of the qualitative data was done, according to
the principles of qualitative methodology and finally, during the seventh phase, the final answers
were given to the research questions, through reflection and comparison of the quantitative and
qualitative results.
The analysis of the quantitative results, which were collected through the questionnaires,
was done with the use of the statistical package SPSS. Figures of descriptive and inductive
statistics were used, specifically means, standard deviations, percents, correlations, parametric
statistics (ANOVA, paired sample t-test), factor analysis and regression analysis. Cluster analysis
was used for the creation of the time management groups-profiles. The analysis of the qualitative
data, which were selected during the non participative observation and the semi-structured
interview, included analysis between the cases and was done with the use of phenomenological
analysis and the constant comparative method. Even though each method was based on a different
philosophy, methodology and on different way of presenting the results, quantitative and
qualitative results answered the same research questions. Also, tables and diagrams were made
after each phase, in order for the results of the two phases to be absolutely comparable.
The results of the research refer to:
a) the different time management groups and their characteristics,
xii
b) the relationship between time management and effectiveness of primary school
principals, and
c) the prediction of teacher’s job satisfaction from the frequency and level of achievement
of instructional tasks by the principals.
The most important results which derive from the current research are the following. Three
time management groups were discovered:
· Group 1 is the group of the Centralized Monochrons,
· Group 2, is the group of Procrastinative Managers and
· Group 3 is the group of Decentralized Polychrons.
Group 1, the Centralized Monochrons, as its name also reveals, is characterized by a more
monochronic style of managing time, and is also distinguished by centralization. Due to their
centralization characteristics principals within this group adopt fewer time management
techniques, like techniques of managing bureaucracy, interruptions and techniques of delegating
tasks. However, generally members within this group use an array of time management
techniques. They also give more emphasis and time to their administrative tasks, even though
they do give time and accomplish quite a few instructional and mixed (administrativeinstructional)
tasks. Their personal time ranges from little up to quite a lot. Moreover, members
within this group would like to give more emphasis to their instructional-mentoring role, however
they understand and experience this role in a different way. Despite their perceived effectiveness,
the teachers working under their direction do not seem to agree completely with them and they do
not seem to be more satisfied with their work when they are working with this type of principals.
Group 2, the Procrastinative Managers, is the biggest group in size and concentrates the
majority of male principals. This group does not experience the pressure of time or the stress of
the above mentioned Centralized Monochrons group. Conversely, these principals seem to have
quite a lot of personal time and they calmly deal with their duties. Their main tasks are
administrative and in this way they understand their role in the school, as they see themselves as
organizers and coordinators. As they give emphasis to their administrative tasks, they accomplish
much less instructional and mixed tasks. Their instructional tasks mainly consist of their teaching
time. They use time management techniques in a moderate degree and most of the techniques that
they use involve the better completion of their administrative tasks. These principals tend to give
greater emphasis to the creation of an open and warm school climate, something which seems to
xiii
give great satisfaction to their teachers and also seems to encourage them to evaluate higher their
principal’s effectiveness.
Group 3, the Decentralized Polychrons, is the smallest group, but also the one with the best
time management profile. Members within this group accomplish –as with the other principals in
the two aforementioned groups- more administrative tasks, however, they also accomplish more
instructional and mixed tasks than all the others. Again, there seems to exist a variety in the way
principals perceive and enact their instructional role, however, this group seems to be consciously
close to teachers and students, giving them a significant proportion of their time. By having a
more polychronic time management style and by using to a greater degree all time management
techniques, they seem to balance their duties without being exhausted by this effort. Despite their
perceived effectiveness their teachers do not seem to agree completely with them and they do not
seem to be more satisfied with their work, when they are working with this type of principals.
School context, the composition of the student population and the notions of principals
regarding their role, seem to be factors which influence the allocation of principal’s time.
Regarding the relationship between the instructional role of principals and their time
management, research results revealed that better time management is related with greater
accomplishment of instructional tasks. However, the quality of those tasks differs between and
within time management groups. One conclusion deriving from the results is that if a principal
manages his/her time well (meaning involvement and accomplishment of a variety of tasks and
great use of time management techniques), this does not mean that he/she is an instructional
leader too. As the results of the research showed, less concentration on the instructional role of
principals is a result of the principal’s beliefs and attitudes, rather than a result of lack of time or
even of poor time management. Moreover, an organized and planned principal does not mean
necessarily that he/she has and accomplishes instructional goals. However, it seems that in order
for someone to be more of an instructional leader, he/she has to manage his/her time well. Thus,
good time management does not guarantee a more instructional principal, however, those who
want to be that way, have to manage their time well, in order to balance the administrative and
instructional part of their role.
Another conclusion of this research involves the relationship of time management and
effectiveness of school principals. Quantitative and qualitative results agree on that the most
effective principals were those who were doing better time management, meaning they were the
members of group 1 (Centralized Monochrons) and 3 (Decentralized Polychrons). However, this
xiv
result is derived from the self-evaluations of the principals (through their questionnaire) and not
from the evaluations made by the teachers or from teacher’s job satisfaction results. The fact that
the relationship of time management and effectiveness derives only from self-evaluations is
restrictive, however the fact that this quantitative result was confirmed through the qualitative
phase (observation) increases its reliability. Furthermore, the observation and the informal
conversations with teachers revealed how difficult it is to register the views of teachers regarding
the effectiveness of their principals, something that may explain why this relationship was not
registered during the quantitative analysis.
Finally, the research drew attention to the fact that higher levels of teacher job satisfaction
are not predicted when principals deal with and accomplish instructional tasks. In other words,
teachers are not more satisfied with their job when they work with more instructional principals.
This result is rather unexpected, considering the trends of modern bibliography regarding this
issue. Having this result in mind an effort for explaining it was made during the qualitative phase.
The explanations given are related to the different experiences and attitudes of teachers regarding
their principal’s instructional role. Furthermore, factors like principal’s sex and the way that
principals use their power seem to intrude in the way teachers evaluate the instructional work
made by the principal and in general affect the whole evaluation of teachers of their principal’s
work. In addition, the centralized educational system of Cyprus and the very general legislation
regarding the duties of school principals favors the persistance of the traditional model of
principal with the characteristics of the humane coordinator, carrying through the administrative
tasks of the position. Finally, is seems that efforts made by principals for the adoption of a more
instructional profile, are not accepted by teachers if principals do not consider the sensitivities of
teachers regarding interpersonal relations, autonomy and respect of their personality.
These results were discussed taking into account the educational context and culture of
Cyprus, and also considering the findings of modern literature on time management, educational
effectiveness and teacher’s job satisfaction. Discussion and interpretation of the results of the
research underline the necessity for further exploration of the three time management profiles and
of the three related domains (time management, effectiveness, teacher’s job satisfaction). Also the
discussion highlighted the need for altering current policies and practices at the level of the school
and invariably the whole system. At the same time, regarding the practical use of the results of the
research, suggestions are made to school principals, to policymakers and researchers.
xv
The originality of the research is based on the fact that it defined the concept of time
management and systematized its results with the creation of the three time management profiles.
Since the creation of time management profiles has not been upheld in the past by any other
researcher, this is a contribution to the international bibliography. Parallel to this, these time
management profiles constitute a more complete effort for describing time management in the
field of education, since most research, up to now, was concentrated on individual aspects of the
theme (e.g. time management techniques, tasks-frequency).
The three profiles present not only the interrelated variables which consist of the concept of
time management (task, frequency, level of accomplishment, style) and data on principal’s
effectiveness, but also present the effects of the whole action of principals on teacher’s job
satisfaction. The specific combination of these three variables has not been explored in the past.
Thus, the three time management types, not only describe the actions of school principals in
schools, but also move a step forward to describe possible causes and results of those actions. In
this way the three time management types emerge also as three ways of viewing and practicing
educational management and leadership. In this way, the results of this research, present the time
management of primary school principals, and also inevitably, they point out interesting
information regarding administration, management and leadership in Cypriot, primary schools.
Furthermore, the variety of research methods used contributes to the originality of this research.
This mixed and ‘dynamic’ methodology in the field of time management comes to cover the
current gap mentioned in the bibliography. | en |
dc.format.type | pdf | el_GR |