Η διαχείριση του χρόνου των διευθυντών δημοτικού σχολείου και η σχέση της με την αποτελεσματικότητα των διευθυντών και με την ικανοποίηση των εκπαιδευτικών απο την εργασία τους
Abstract
Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη διερεύνηση της διαχείρισης του εργασιακού χρόνου
των διευθυντών δημοτικού σχολείου της Κύπρου, μέσα από τον εντοπισμό και περιγραφή
διαφορετικών τύπων-προφίλ διαχείρισης χρόνου. Επιπλέον, διερευνά τη σχέση της διαχείρισης
χρόνου με την αποτελεσματικότητα των διευθυντών, καθώς και με την εργασιακή ικανοποίηση
των εκπαιδευτικών. Το θέμα του «χρόνου» καθίσταται επίκαιρο και σημαντικό δεδομένων των
συνεχιζόμενων αλλαγών στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα, οι οποίες προϋποθέτουν νέους και
πιο απαιτητικούς ρόλους για τους διευθυντές και δεδομένου ότι οι διευθυντές ήδη νιώθουν
χρονικά πιεσμένοι και περιορισμένοι στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι εκπαιδευτικές
μεταρρυθμίσεις χαρακτηρίζουν γενικότερα τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα και
παρατηρείται μια γενικότερη τάση αύξησης των καθηκόντων των διευθυντών σχολείων,
καθορισμού εθνικών επίπεδων, νέων αναλυτικών προγραμμάτων, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο
βαθμός λογοδότησης των σχολείων έναντι του κράτους. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με
τους γρήγορους ρυθμούς ζωής και παραγωγής, τη σπουδή για αποτελεσματικότητα και ποιότητα
στην εκπαίδευση αλλά και σε όλους τους τομείς της ζωής, καθιστούν το θέμα του χρόνου και της
διαχείρισής του πολύ επίκαιρο και σημαντικό.
Συνεπώς, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με το συνεχές ενδιαφέρον για
διερεύνηση των χαρακτηριστικών των αποτελεσματικών διευθυντών αλλά και για εξεύρεση των
παραγόντων που επηρεάζουν την εργασιακή ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, βασικός σκοπός
της έρευνας ήταν να διαπιστώσει τη σχέση διαχείρισης χρόνου διευθυντή, αποτελεσματικότητας
διευθυντή και εργασιακής ικανοποίησης των εκπαιδευτικών. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η
συνδυασμένη μελέτη των τριών αυτών παραγόντων δεν έχει διερευνηθεί στο παρελθόν, στοιχείο
που ενισχύει σημαντικά την πρωτοτυπία και σημασία διεξαγωγής της παρούσας έρευνας.
Πληθυσμό της έρευνας αποτέλεσαν οι διευθυντές και οι εκπαιδευτικοί των δημόσιων
σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου. Επιλέγηκε αντιπροσωπευτικό και τυχαίο
δείγμα, στρωματοποιημένο ως προς την εκπαιδευτική επαρχία, για την τελική χορήγηση των
ερωτηματολογίων της έρευνας. είγμα της έρευνας αποτέλεσαν 173 διευθυντές πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης, στα σχολεία των οποίων ο αριθμός των τοποθετημένων εκπαιδευτικών ήταν
τουλάχιστον πέντε. Επιπλέον, στην έρευνα συμμετείχαν 504 εκπαιδευτικοί, τρεις από κάθε
σχολείο που συμμετείχε στην έρευνα. Οι δέκα διευθυντές και δέκα εκπαιδευτικοί στους οποίους
δόθηκαν τα ερωτηματολόγια για την πιλοτική εφαρμογή εξαιρέθηκαν από το δείγμα. Το τελικό
ποσοστό συμμετοχής των διευθυντών και των εκπαιδευτικών ήταν αρκετά ικανοποιητικό (65.2 %
iv
και 63.4% αντίστοιχα) δεδομένου ότι η αποστολή και παραλαβή των ερωτηματολογίων ήταν
ταχυδρομική.
Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκαν ποσοτικές και ποιοτικές τεχνικές διαδοχικά,
εφαρμόζοντας τεχνικές μεθοδολογικής τριγωνοποίησης. Μια τέτοια χρήση πολλαπλών μεθόδων
ενισχύει την ποιότητα και την εγκυρότητα της έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα έρευνα
πραγματοποιήθηκε σε επτά φάσεις. Στην πρώτη φάση έγινε η ανάπτυξη των εργαλείων μέτρησης
της διαχείρισης του χρόνου των διευθυντών και της εργασιακής ικανοποίησης των
εκπαιδευτικών. Έγινε επίσης η διαμόρφωση εντύπων για την παρατήρηση και μια πρώτη
απόπειρα διαμόρφωσης της συνέντευξης των διευθυντών που θα τύγχαναν παρατήρησης. Στη
δεύτερη φάση, τα δύο ερωτηματολόγια χορηγήθηκαν πιλοτικά σε δέκα διευθυντές και
εκπαιδευτικούς, έγιναν οι έλεγχοι για την εγκυρότητα των ερωτηματολογίων (όψης και
περιεχομένου) και τα ερωτηματολόγια πήραν την τελική τους μορφή. Στην τρίτη φάση, έγινε η
τελική χορήγηση των ερωτηματολογίων και στην τέταρτη φάση η στατιστική ανάλυση των
ποσοτικών δεδομένων. Με βάση τα αποτελέσματα της τέταρτης φάσης, επιλέγηκαν με σκόπιμη
δειγματοληψία έξι διευθυντές, οι οποίοι αποτέλεσαν μελέτες περίπτωσης κατά την πέμπτη φάση,
όπου χρησιμοποιήθηκαν ποιοτικές τεχνικές (παρατήρηση, συνέντευξη, συλλογή εγγράφων) για
μια εις βάθος μελέτη των ίδιων ερωτημάτων που απασχόλησαν και την ποσοτική φάση. Στην
έκτη φάση έγινε η ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων, με βάση τις αρχές της ποιοτικής
μεθοδολογίας και τέλος, μέσα από αναστοχασμό και σύγκριση ποσοτικών και ποιοτικών
αποτελεσμάτων, δόθηκαν οι τελικές απαντήσεις και ερμηνείες στα ερευνητικά ερωτήματα.
Η ανάλυση των ποσοτικών δεδομένων, τα οποία συλλέχθηκαν με τα ερωτηματολόγια,
έγινε με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS. Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία
περιγραφικής και επαγωγικής στατιστικής, όπως μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, ποσοστά,
συσχετίσεις, παραμετρικά κριτήρια (ANOVA, paired sample t-test), παραγοντική ανάλυση
(factor analysis) και ανάλυση απλής και πολλαπλής παλινδρόμησης (regression analysis). Για τον
εντοπισμό τύπων-ομάδων διαχείρισης χρόνου χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση ομαδοποίησης
(cluster analysis). Η ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων, τα οποία συλλέχθηκαν κατά τις
περιπτωσιακές μελέτες με τις μεθόδους της θεατής μη συμμετοχικής παρατήρησης και της
ημιδομημένης συνέντευξης, περιλάμβανε ανάλυση μεταξύ των περιπτώσεων και
πραγματοποιήθηκε με τις διαδικασίες της φαινομενολογικής ανάλυσης και της συνεχούς
συγκριτικής μεθόδου. Παρόλο που κάθε μέθοδος διέπεται από διαφορετική φιλοσοφία,
μεθοδολογία και τρόπο παρουσίασης των αποτελεσμάτων, εντούτοις τα ποσοτικά και ποιοτικά
v
αποτελέσματα απαντούν στα ίδια ερευνητικά ερωτήματα και διαμορφώθηκαν για κάθε φάση
συγκεντρωτικοί πίνακες και διαγράμματα με τρόπο που τα αποτελέσματα κάθε φάσης να είναι
απολύτως συγκρίσιμα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αναφέρονται:
(α) στις διαφορετικές ομάδες διαχείρισης χρόνου και τα χαρακτηριστικά τους.
(β) στη σχέση διαχείρισης χρόνου και αποτελεσματικότητας των διευθυντών δημοτικού σχολείου
(γ) στην πρόβλεψη εργασιακής ικανοποίησης των εκπαιδευτικών από τη συχνότητα ενασχόλησης
και βαθμό επίτευξης παιδαγωγικών δραστηριοτήτων από μέρους των διευθυντών.
Τα βασικότερα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη έρευνα συνοψίζονται
ως ακολούθως. Εντοπίστηκαν τρεις ομάδες διαχείρισης χρόνου:
· Η ομάδα 1, των Συγκεντρωτικών Μονοχρονιστών.
· Η ομάδα 2 των Αναβλητικών ιεκπεραιωτών.
· Η ομάδα 3 των Αποκεντρωτικών Πολυχρονιστών.
Η ομάδα των Συγκεντρωτικών Μονοχρονιστών, όπως άλλωστε φανερώνει και το όνομά
της, χαρακτηρίζεται από μια τάση υιοθέτησης ενός πιο μονοχρονιστικού στυλ διαχείρισης
χρόνου, αλλά κιόλας χαρακτηρίζεται και από συγκεντρωτισμό. Λόγω του συγκεντρωτισμού που
τους χαρακτηρίζει τα άτομα αυτά υιοθετούν σε λιγότερο βαθμό τεχνικές διαχείρισης χρόνου,
όπως τεχνικές διαχείρισης γραφειοκρατίας, διακοπών και ανάθεσης δραστηριοτήτων. Γενικότερα
όμως χρησιμοποιούν αρκετές τεχνικές διαχείρισης χρόνου. ίνουν μεγαλύτερη έμφαση και χρόνο
στα διοικητικά τους καθήκοντα, αν και ασχολούνται και υλοποιούν αρκετά από τα παιδαγωγικά
και μικτά τους καθήκοντα. Έχουν λίγο, έως και αρκετό προσωπικό χρόνο. Θα ήθελαν να δίνουν
περισσότερη έμφαση στον παιδαγωγικό-μεντορικό τους ρόλο, τον οποίο όμως αντιλαμβάνονται
και βιώνουν με διαφορετικό τρόπο. Παρόλη την αποτελεσματικότητά τους, που οι ίδιοι την
θεωρούν μεγάλη, οι εκπαιδευτικοί τους φαίνεται να μην τους θεωρούν τόσο αποτελεσματικούς
και δεν φαίνεται να είναι πιο ικανοποιημένοι με την εργασία τους έχοντάς τους ως διευθυντές.
Η ομάδα των Αναβλητικών ιεκπεραιωτών αποτελείται από τους μισούς σχεδόν
διευθυντές του δείγματος και επίσης σε αυτήν εντάσσεται η πλειοψηφία των αντρών διευθυντών.
Η ομάδα αυτή δεν βιώνει την πίεση χρόνου και το άγχος που φαίνεται να χαρακτηρίζει την
πρώτη ομάδα. Αντίθετα οι διευθυντές αυτοί φαίνεται να έχουν αρκετό προσωπικό χρόνο και να
διεκπεραιώνουν με ηρεμία τα καθήκοντά τους. Τα καθήκοντα με τα οποία κυρίως ασχολούνται
είναι τα διοικητικά και αντιλαμβάνονται το ρόλο τους στο σχολείο κυρίως ως οργανωτικό και
συντονιστικό. Επιτυγχάνουν σε πολύ λιγότερο βαθμό παιδαγωγικά και μικτά καθήκοντα, ενώ τα
vi
παιδαγωγικά τους καθήκοντα εξαντλούνται συνήθως στα διδακτικά τους καθήκοντα.
Χρησιμοποιούν σε ένα μέτριο βαθμό τεχνικές διαχείρισης χρόνου και περισσότερο όσες αφορούν
στην καλύτερη διεκπεραίωση των διοικητικών τους καθηκόντων. ίνουν επίσης έμφαση στη
δημιουργία ενός ανοικτού και θερμού σχολικού κλίματος, στοιχείο που φαίνεται να ικανοποιεί
πάρα πολύ τους εκπαιδευτικούς και πιθανότατα να τους ωθεί σε καλύτερες αξιολογήσεις για την
αποτελεσματικότητα των διευθυντών τους.
Η ομάδα των Αποκεντρωτικών Πολυχρονιστών, η μικρότερη σε μέγεθος, αποτελεί την
καλύτερη ομάδα διαχείρισης χρόνου. Επιτυγχάνει μεν περισσότερα διοικητικά καθήκοντα,
ωστόσο, επιτυγχάνει περισσότερα παιδαγωγικά και μικτά έργα από τις υπόλοιπες ομάδες. Και
πάλι φαίνεται να υπάρχει ποικιλία στον τρόπο άσκησης του παιδαγωγικού ρόλου του διευθυντή,
ωστόσο, η ομάδα αυτή φαίνεται να προσπαθεί να είναι συνειδητά κοντά σε εκπαιδευτικούς και
μαθητές, αφιερώνοντας αρκετό από το χρόνο τους σε αυτούς. Έχοντας ένα πιο πολυχρονιστικό
στυλ διαχείρισης χρόνου και χρησιμοποιώντας σε ένα μεγάλο βαθμό όλες τις τεχνικές
διαχείρισης χρόνου φαίνεται ότι βρίσκουν τον τρόπο να ισορροπούν καλύτερα στην ενασχόληση
και επίτευξη των καθηκόντων τους, χωρίς μάλιστα να εξαντλούνται στην προσπάθειά τους αυτή.
Παρόλη την αποτελεσματικότητά τους οι εκπαιδευτικοί τους φαίνεται να μην τους θεωρούν τόσο
αποτελεσματικούς και δεν φαίνεται να είναι πιο ικανοποιημένοι με την εργασία τους έχοντάς
τους ως διευθυντές.
Το συγκείμενο του σχολείου, η σύσταση του μαθητικού πληθυσμού και οι ίδιες οι
αντιλήψεις των διευθυντών σε σχέση με το ρόλο τους, φαίνεται να είναι παράγοντες που επίσης
επηρεάζουν την κατανομή του χρόνου των διευθυντών. Σε σχέση με τον παιδαγωγικό ρόλο του
διευθυντή και τη σχέση του με τη διαχείριση του χρόνου του φάνηκε ότι ναι μεν η καλύτερη
διαχείριση χρόνου σχετίζεται με μεγαλύτερη υλοποίηση έργων, ωστόσο, η ποιότητα των
παιδαγωγικών έργων που υλοποιούνται φαίνεται, εντέλει, να ποικίλει ακόμα και μέσα στις
ομάδες διαχείρισης χρόνου. Ένα συμπέρασμα που προκύπτει από την ερμηνεία όλων των
δεδομένων της έρευνας είναι ότι όποιος κάνει καλή διαχείριση του χρόνου του (μεγάλη
ενασχόληση και υλοποίηση όλων των έργων του, μεγάλη χρήση τεχνικών διαχείρισης χρόνου)
δεν σημαίνει ότι είναι και πιο παιδαγωγός διευθυντής. Γιατί όπως φάνηκε, το να ασκεί κάποιος
λιγότερο τον παιδαγωγικό του ρόλο δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη χρόνου ή έστω στην κακή
διαχείρισή του, αλλά οφείλεται κυρίως στις στάσεις και αντιλήψεις του. Επιπρόσθετα, ένας
οργανωμένος και προγραμματισμένος διευθυντής δεν σημαίνει ότι έχει και υλοποιεί πρωτίστως
παιδαγωγικούς στόχους. Από την άλλη φαίνεται ότι για να είναι κάποιος πιο παιδαγωγός
vii
διευθυντής θα πρέπει να κάνει καλή διαχείριση του χρόνου του. ηλαδή, η καλή διαχείριση
χρόνου δεν εγγυάται ότι κάποιος είναι και πιο παιδαγωγός διευθυντής, ωστόσο, αυτός που θέλει
να είναι τέτοιος θα πρέπει να διαχειρίζεται σωστά το χρόνο του για να καταφέρει να ισορροπήσει
όσο το δυνατόν καλύτερα το διοικητικό με το παιδαγωγικό κομμάτι του ρόλου του.
Επίσης, ένα άλλο αποτέλεσμα που προκύπτει είναι η σχέση διαχείρισης χρόνου και
αποτελεσματικότητας του διευθυντή. Ποσοτικά και ποιοτικά αποτελέσματα συνηγορούν στο ότι
οι πιο αποτελεσματικοί διευθυντές ήταν αυτοί που έκαναν καλύτερη διαχείριση του χρόνου τους,
ενέπιπταν δηλαδή στις ομάδες των Συγκεντρωτικών Μονοχρονιστών και Αποκεντρωτικών
Πολυχρονιστών. Βέβαια, αυτό το αποτέλεσμα για τη σχέση αποτελεσματικότητας και
διαχείρισης χρόνου προέκυψε μόνο μέσα από τις αυτοαξιολογήσεις των διευθυντών (μέσα από το
ερωτηματολόγιο) και όχι και από τους αξιολογήσεις των εκπαιδευτικών για την
αποτελεσματικότητα των διευθυντών τους ή από την εργασιακή ικανοποίηση των εκπαιδευτικών.
Το γεγονός ότι η σχέση αυτή προκύπτει μόνο από την οπτική των διευθυντών είναι περιοριστικό,
ωστόσο, το γεγονός ότι κάτι τέτοιο επιβεβαιώθηκε και μέσα από την παρατήρηση των έξι
διευθυντών, αυξάνει την αξιοπιστία ενός τέτοιου πορίσματος. Μέσα από την παρατήρηση
εξάλλου και τις αρκετές ανεπίσημες επαφές με εκπαιδευτικούς διαφάνηκε πόσο δύσκολη είναι η
καταγραφή των απόψεων των εκπαιδευτικών σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των
διευθυντών τους, σημείο που ίσως εξηγεί γιατί δεν καταγράφηκε η σχέση αυτή και μέσα από το
ερωτηματολόγιο των εκπαιδευτικών.
Τέλος, ένα άλλο αποτέλεσμα της έρευνας είναι ότι δεν προβλέπεται μεγαλύτερη
ικανοποίηση των εκπαιδευτικών από την εργασία τους όταν οι διευθυντές τους ασχολούνται και
επιτυγχάνουν τα παιδαγωγικού τύπου καθήκοντά τους. Με πιο απλά λόγια οι εκπαιδευτικοί δεν
είναι πιο ικανοποιημένοι όταν εργάζονται με πιο «παιδαγωγούς» διευθυντές. Ένα τέτοιο
αποτέλεσμα είναι μάλλον απρόσμενο, δεδομένης της σύγχρονης βιβλιογραφίας, η οποία φαίνεται
να υποστηρίζει τη σχέση αυτή. Για αυτό το αποτέλεσμα έγινε προσπάθεια να δοθούν πιθανές
εξηγήσεις, κυρίως μέσα από τα πορίσματα της ποιοτικής φάσης της έρευνας. Οι εξηγήσεις που
δόθηκαν αφορούν, καταρχήν, στην διαφορετική αντίληψη και πραγμάτωση του παιδαγωγικού
ρόλου του διευθυντή, έτσι που οι εκπαιδευτικοί να έχουν διαφορετικές εμπειρίες και αντιλήψεις
σε σχέση με αυτόν. Επίσης, οι παράγοντες του φύλου και του τρόπου άσκησης της εξουσίας του
διευθυντή πιθανόν να παρεμβαίνουν στον τρόπο αξιολόγησης του παιδαγωγικού έργου του
διευθυντή από τους εκπαιδευτικούς, αλλά και της συνολικής αξιολόγησης του διευθυντικού
έργου από μέρους των εκπαιδευτικών. Επιπλέον, το συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα της
viii
Κύπρου και η πολύ γενική νομοθεσία σε σχέση με τα καθήκοντα των διευθυντών ευνοεί τη
διατήρηση του παραδοσιακού μοντέλου διευθυντή: του ανθρώπινου, συντονιστή και
διεκπεραιωτή. Τέλος, οι όποιες προσπάθειες για υιοθέτηση μιας πιο παιδαγωγικής θεώρησης και
πραγμάτωσης του διευθυντικού ρόλου, όταν δεν λαμβάνουν υπόψη τις ευαισθησίες των
εκπαιδευτικών σε θέματα διαπροσωπικών σχέσεων, αυτονομίας και σεβασμού της
προσωπικότητάς τους φαίνεται ότι δεν γίνονται αποδεκτές από τους εκπαιδευτικούς.
Τα πιο πάνω αποτελέσματα συζητήθηκαν και ερμηνεύτηκαν βάσει του εκπαιδευτικού
συγκειμένου και της κουλτούρας της Κύπρου και με βάση τα πορίσματα της σύγχρονης
βιβλιογραφίας σε σχέση με τη διαχείριση χρόνου, την αποτελεσματικότητα στην εκπαίδευση και
την εργασιακή ικανοποίηση των εκπαιδευτικών. Η συζήτηση και η αναζήτηση ερμηνειών για τα
αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξε την αναγκαιότητα τόσο για περαιτέρω διερεύνηση των
τριών τύπων διαχείρισης χρόνου και των τριών υπό εξέταση μεταβλητών, όσο και για τη
διαφοροποίηση υφιστάμενων πολιτικών και πρακτικών στο επίπεδο του εκπαιδευτικού
συστήματος και των σχολικών μονάδων. Επισημαίνονται εισηγήσεις για πρακτική αξιοποίηση
των αποτελεσμάτων της έρευνας από τους διευθυντές, τους υπεύθυνους για χάραξη
εκπαιδευτικής πολιτικής, καθώς και εισηγήσεις για περαιτέρω έρευνα στους υπό εξέταση τομείς.
Σημαντική πρωτοτυπία της παρούσας έρευνας είναι ότι συγκεκριμενοποίησε την έννοια της
διαχείρισης του χρόνου στον τομέα της εκπαίδευσης και συστηματοποίησε τα αποτελέσματα με
τη δημιουργία των τριών τύπων διαχείρισης χρόνου. Εφόσον η δημιουργία τύπων διαχείρισης
χρόνου δεν έχει διενεργηθεί στο παρελθόν από κάποιο άλλο ερευνητή, αυτή αποτελεί
συνεισφορά της παρούσας έρευνας στη διεθνή βιβλιογραφία. Ταυτόχρονα, οι τύποι διαχείρισης
χρόνου αποτελούν μια πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια για περιγραφή της διαχείρισης χρόνου στο
πεδίο της εκπαίδευσης, αφού οι περισσότερες έρευνες μέχρι τώρα επικεντρώνονταν σε
μεμονωμένα στοιχεία του θέματος (π.χ. τεχνικές διαχείρισης χρόνου, έργα-συχνότητα).
Επιπλέον, οι τύποι διαχείρισης χρόνου παρουσιάζουν, πέρα από τα στοιχεία που στην
αλληλεπίδρασή τους δομούν την έννοια της διαχείρισης του χρόνου (έργα, συχνότητα, βαθμός
υλοποίησης, τεχνικές, στυλ) και στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των διευθυντών αλλά και
την επίδραση της όλης δράσης του διευθυντή στην εργασιακή ικανοποίηση των εκπαιδευτικών.
Ο συνδυασμός των τριών αυτών θεμάτων δεν έχει, επίσης, διερευνηθεί προηγουμένως. Έτσι οι
τρεις τύποι διαχείρισης χρόνου, πέραν της περιγραφής του τι κάνουν οι διευθυντές στα σχολεία
μας προχωρούν ένα βήμα παραπέρα περιγράφοντας πιθανές αιτίες και επιπτώσεις των
καθημερινών πρακτικών των διευθυντών. Με αυτό τον τρόπο οι τρεις τύποι διαχείρισης χρόνου
ix
αναδεικνύονται και ως τρεις τρόποι θέασης αλλά και πραγμάτωσης εκπαιδευτικής διοίκησης-
ηγεσίας. Συνεπώς, τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, πέραν της περιγραφής της
διαχείρισης του χρόνου των διευθυντών δημοτικής εκπαίδευσης, είναι αναπόφευκτο να
παρουσιάζουν και ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για τη διοίκηση, διεύθυνση και ηγεσία στα
κυπριακά, δημοτικά σχολεία. Επιπλέον, στην πρωτοτυπία της έρευνας και στη συνεισφορά της
στην επιστήμη εντάσσεται και η ποικιλία των μεθόδων που έχουν χρησιμοποιηθεί. Μια τέτοια
μικτή, αλλά και «δυναμική» μεθοδολογία στον τομέα της διαχείρισης του χρόνου, έρχεται να
καλύψει υφιστάμενο κενό της βιβλιογραφίας στον τομέα αυτό.