Show simple item record

dc.contributor.advisorΤσιάκκιρος, Ανδρέας
dc.contributor.authorΜουστακά-Τσιολάκκη, Χριστοδούλα
dc.contributor.otherMoustaka-Tsiolakki, Christodoula
dc.coverage.spatialΚύπροςel_GR
dc.date.accessioned2011-08-22
dc.date.accessioned2011-08-22T14:01:36Z
dc.date.available2011-08-22T14:01:36Z
dc.date.copyright2010-06
dc.date.issued2011-08-22
dc.identifier.otherΕΠΑ/2010/00013el_GR
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/11128/162
dc.descriptionΠεριέχει βιβλιογραφικές παραπομπές.el_GR
dc.description.abstractΗ σχολική βελτίωση αποτελεί, μια πρωταρχικής σημασίας στρατηγική επιλογή του εκπαιδευτικού μας συστήματος η οποία περνά μέσα από το αναπτυξιακό σχέδιο βελτίωσης της κάθε σχολικής μονάδας. Πρωταρχικός σκοπός του σχεδιασμού της σχολικής βελτίωσης θεωρείται σύμφωνα με τη σύγχρονη βιβλιογραφία η βελτίωση της ποιότητας της μάθησης των μαθητών. Αντικείμενο της έρευνας αυτής ήταν η διερεύνηση των απόψεων των διευθυντών σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου αναφορικά με το σχεδιασμό της σχολικής βελτίωσης σε επίπεδο σχολικής μονάδας. Ειδικότερα, σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να μελετήσει τις απόψεις των διευθυντών αναφορικά με την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών σχεδιασμού για τη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης στη σχολική τους μονάδα, καθώς και να διερευνήσει το ρόλο των διευθυντικών στελεχών στο σχεδιασμό της βελτίωσης του σχολείου. Για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού πραγματοποιήθηκε έρευνα μικτής μεθοδολογίας, υιοθετώντας το διερευνητικό μοντέλο έρευνας το οποίο αποτελείται από δύο φάσεις, μια ποιοτική και μια ποσοτική. Η πρώτη φάση αποσκοπούσε στη συλλογή ποιοτικών δεδομένων που θα καθοδηγούσαν την ανάπτυξη του ερωτηματολογίου, του ερευνητικού εργαλείου της ποσοτικής φάσης. Σε αυτή τη φάση λήφθηκαν συνεντεύξεις από πέντε διευθυντές σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της, ακολούθησε η δεύτερη φάση που αποσκοπούσε στην άντληση ποσοτικών δεδομένων από τους διευθυντές. Στη δεύτερη φάση, το ποσοστό ανταπόκρισης ανήλθε στο 57%, συμμετείχαν 120 διευθυντές που αποτελούν ποσοστό 41% του συνολικού πληθυσμού. Η ανάλυση των δεδομένων περιλάμβανε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο έγινε ανάλυση περιεχομένου των ποιοτικών δεδομένων που αντλήθηκαν από τις συνεντεύξεις. Στο δεύτερο στάδιο, χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS 16.0, μέσω του οποίου αξιοποιήθηκαν τεχνικές τόσο της περιγραφικής όσο και της επαγωγικής στατιστικής για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων της έρευνας. Τα σημαντικότερα ευρήματα της παρούσας έρευνας ήταν τα εξής: Πρώτο, επιβεβαιώθηκε με βάση τις απόψεις των διευθυντών ότι η πολιτική του σχολείου, η σχολική κουλτούρα, η διδασκαλία και η μάθηση, καθώς και οι συνθήκες και οι πόροι του σχολείου αποτελούν βασικούς παράγοντες που σχετίζονται με τη σχολική βελτίωση. iv Δεύτερο, οι διευθυντές των σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θεωρούν ότι υπάρχει ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών ανάπτυξης σε επίπεδο σχολικής μονάδας για σχεδιασμό της βελτίωσης και θεωρούν απαραίτητη την ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών στα πλαίσια του υφιστάμενου συγκεντρωτικού συστήματος. Τρίτο, οι διευθυντές παρουσιάζονται επιφυλακτικοί αναφορικά με το αν είναι εφικτή μια τέτοια πρωτοβουλία στα πλαίσια του υφιστάμενου συστήματος, αναφέροντας ως ανασταλτικούς παράγοντες, παράγοντες που σχετίζονται με τη δομή των σχολείων. Τέταρτο, οι διευθυντές δηλώνουν ότι η συλλογική δράση όλων των μελών του διδακτικού προσωπικού (βοηθών διευθυντών, εκπαιδευτικών) είναι καθοριστική για την εκπόνηση και υλοποίηση του σχεδίου βελτίωσης. Σημαντική θεωρείται επίσης, η ύπαρξη ατόμων που αναλαμβάνουν υποστηρικτικούς ρόλους (π.χ. επιθεωρητές) και ο ηγετικός ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο διευθυντής. Πρέπει να σημειωθεί ότι παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στις απόψεις των διευθυντών σχετικά με τα πιο πάνω αποτελέσματα ανάλογα με το φύλο, τα έτη υπηρεσίας στη θέση διευθυντή και ανάλογα με τον τύπο και το μέγεθος του σχολείου στο οποίο υπηρετούν. Με βάση τα αποτελέσματα αυτά διαπιστώνεται ότι οι διευθυντές θεωρούν την εσωτερική εκπαιδευτική πολιτική της σχολικής μονάδας σημαντική για τη βελτίωσή της και εμφανίζονται έτοιμοι να εμπλέξουν σε διαδικασίες σχεδιασμού βελτίωσης όχι μόνο τους βοηθούς διευθυντές, αλλά και όλους τους εκπαιδευτικούς. Τέλος, συζητείται η πρακτική σημασία των πιο πάνω αποτελεσμάτων για το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα και γίνονται εισηγήσεις που αφορούν στην εκπαιδευτική πολιτική, την καθημερινή πρακτική στα σχολεία και τις μελλοντικές έρευνες.el_GR
dc.format.extentxv, 181 σ. πιν. 30 εκ.el_GR
dc.languagegrel_GR
dc.language.isogrel_GR
dc.subjectΔημοτική εκπαίδευσηel_GR
dc.subjectΔιευθυντικά στελέχηel_GR
dc.titleΟ ρόλος των διευθυντικών στελεχών δημοτικής εκπαίδευσης στο σχεδιασμό της σχολικής βελτίωσηςel_GR
dc.typeΜεταπτυχιακή Διατριβήel_GR
dc.contributor.committeememberΠασιαρδής, Πέτρος
dc.contributor.committeememberΠετρίδου, Αλεξάνδρα
dc.description.translatedabstractSchool improvement seems to be of primary importance and a strategic choice of our educational system that passes through the school improvement planning of each school. The main purpose of school improvement planning according to contemporary literature is to improve the quality of student learning. The current research study was a preliminary investigation of the views of Cypriot primary school principals regarding the planning of school improvement at the school level. Specifically this study aimed, to examine the views of Cypriot primary school principals concerning the necessity and feasibility for undertaking initiatives for school improvement and also to examine their views regarding the role of the leadership team and of the teachers in such an endeavour. For the aforementioned purposes, this research study employed a mixed method design. Particularly the design of this study involved two clearly distinct phases, a qualitative and a quantitative one. This design is referred in the literature as a sequential mixed method design. The first phase was a qualitative study and had as a purpose to use the qualitative findings for the development of a quantitative survey instrument and involved interviews with five principals. In the second phase, data were collected through questionnaires with a response rate 57% of the total sample, a total of 120 principals, i.e. a 41% of the total population. Content analysis was employed in order to analyze interview data. For the analysis of quantitative data both descriptive and inductive statistics were used with the help of the statistical package SPSS 16.0. This study led to the following main findings: Firstly, it was confirmed through the views of the principals that, school policy, school culture, teaching and learning, including the conditions and resources of the school are important dimensions related to school improvement. Secondly, the principals of primary school education acknowledge that there is a need for school improvement initiatives, even within the current existing centralized system. Thirdly, the principals appeared to be uncertain whether it is feasible to undertake such an endeavour within the existing system, as factors related to school structure are believed to hinder the implementation of school improvement planning. Fourthly, the collective action of the leadership team and of the teachers is decisive for the development and implementation of the school improvement plan. The principal and the inspectors have also important roles in school improvement planning and implementation according to principals’ views. It should be noted that significant differences were noted regarding the aforementioned views according to personal (such as gender, total years of vi experience as a principal) and school characteristics (such as location and size of the school). Based on this study’s findings, it can be inferred that principals consider the internal education policy of the school as an important factor for its improvement and appear to be ready to get all members of the teaching staff (assistant principals and teachers) involved in the development and implementation of such a plan. Finally, the implications of the findings for the educational policy of the Cypriot educational system and daily practice in schools are discussed and suggestions are made for further research.el_GR
dc.format.typepdfel_GR


Files in this item

Thumbnail

This item appears in the following Collection(s)

Show simple item record