Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.advisorΠασιαρδής, Πέτρος
dc.contributor.authorΘεοδώρου, Θεόδωρος
dc.contributor.otherTheodwrou, Theodwros
dc.coverage.spatialΚύπροςel_GR
dc.date.accessioned2013-05-29
dc.date.accessioned2013-05-29T06:44:28Z
dc.date.available2013-05-29T06:44:28Z
dc.date.copyright2013-05
dc.date.issued2013-05-29
dc.identifier.otherΔΚ-ΕΕΗΠ/2013/00005el_GR
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/11128/1183
dc.descriptionΠεριέχει βιβλιογραφικές παραπομπές.el_GR
dc.description.abstractΗ εργασία αυτή μελετά σε βάθος την αυτόνομη οικονομική διαχείριση (ΑΟΔ), αφορμώμενη από την παραδοχή ότι η σχολική αυτονομία αποτελεί μια κυρίαρχη τάση διεθνώς, σε μια προσπάθεια των εκπαιδευτικών συστημάτων να ανταποκριθούν καλύτερα στις ραγδαίες αλλαγές που επισυμβαίνουν στην ευρύτερη κοινωνία. Απώτερο σκοπό της έρευνας αποτελεί η αναγνώριση της πιο επιθυμητής εκδοχής της ΑΟΔ για τα σχολεία της Κύπρου και η διευκόλυνση της εφαρμογής αυτής της εκδοχής. Όπως αποκαλύπτεται από τη σχετική βιβλιογραφία, η συγκεκριμένη παράμετρος της σχολικής αυτονομίας αποτελεί μεν απαραίτητη αλλά όχι και επαρκή συνθήκη για την αποτελεσματική λειτουργία των αυτόνομων σχολείων. Ο λόγος για αυτό έγκειται στο ότι μια σειρά από προβλήματα, τα οποία συνδέονται με την ΑΟΔ, συχνά αποτελούν τροχοπέδη στην επιτυχημένη εφαρμογή της. Ως αποτέλεσμα, οι υπεύθυνοι για την εκπαιδευτική πολιτική καταπιάνονται με τη συνεχή αναζήτηση των κατάλληλων εκείνων μέτρων που μπορούν να αντιμετωπίσουν τα εν λόγω προβλήματα και να στηρίξουν το έργο του σχολείου. Θεωρώντας ως δεδομένο ότι το κυπριακό σχολείο θα καταστεί πιο αυτόνομο σε μερικά χρόνια από σήμερα, η έρευνα αρχικά προχωρεί στην πρόγνωση των αποφάσεων οικονομικής φύσης που θα διαχειρίζεται το σχολείο του μέλλοντος, στην αναγνώριση των προβλημάτων που ενδέχεται να παρουσιαστούν καθώς και στην αναζήτηση των ενδεδειγμένων μέτρων στήριξης. Τα ενδεχόμενα που αφορούν στο μέλλον αξιολογούνται τόσο ως προς το βαθμό πιθανότητας όσο και ως προς το βαθμό επιθυμίας πραγματοποίησης που αυτά συγκεντρώνουν, επιτυγχάνοντας τον εντοπισμό εκείνων των περιπτώσεων όπου καταγράφεται απόκλιση μεταξύ πιθανού και επιθυμητού μέλλοντος. Στη συνέχεια, αναζητούνται οι λόγοι που φαίνεται να προκαλούν τη συγκεκριμένη απόκλιση καθώς και οι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να καταστεί πιο πιθανή η σύγκλιση μεταξύ ευκταίου και εφικτού. Χαρακτηριστικό της έρευνας είναι ότι συλλέγει και αξιοποιεί τις απόψεις εξεχόντων μελών της κυπριακής κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, διάφοροι εκπρόσωποι της εκπαιδευτικής, επιχειρηματικής, ακαδημαϊκής και κοινωνικής ελίτ του τόπου παραθέτουν τις απόψεις τους, οι οποίες συνδυάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται με τη χρήση της μεθόδου Delphi, επιτυγχάνοντας τη συλλογή του αποστάγματος της συνολικής σοφίας και εμπειρογνωμοσύνης των συμμετεχόντων. Η ποιότητα των ειδικών, οι οποίοι συντελούν στην ολοκλήρωση της έρευνας, αποτελεί εγγύηση για τη συνολική ποιότητα των ερευνητικών ευρημάτων καθώς και των συμπερασμάτων που εξάγονται από αυτά. Βέβαια, την ίδια στιγμή δεν παραγνωρίζονται οι ενέργειες στις οποίες οφείλει να προβαίνει ο ερευνητής για την, όσο το δυνατό μεγαλύτερη, διασφάλιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών μιας έρευνας: της εγκυρότητας, της αξιοπιστίας και της γενικευσιμότητας. Σε ότι αφορά στην ερευνητική διαδικασία, διενεργήθηκαν τέσσερις γύροι συλλογής δεδομένων. Με τις αρχικές ατομικές συνεντεύξεις επιχειρήθηκε η ιχνηλάτηση του μέλλοντος και η καταγραφή όλων των ενδεχομένων που είναι δυνατό να αφορούν στην λειτουργία του σχολείου, μέχρι το έτος 2025. Στη συνέχεια, μέσω των δύο ερωτηματολογίων, τα ενδεχόμενα αυτά αξιολογήθηκαν και κατατάχθηκαν ως προς το βαθμό επιθυμίας και ως προς το βαθμό πιθανότητας πραγματοποίησής τους. Τέλος, με τις τελικές συνεντεύξεις, τα αρχικά ευρήματα αξιοποιήθηκαν περαιτέρω, με στόχο τον εντοπισμό των αιτιών που φαίνονται να αποτρέπουν την πραγματοποίηση κάποιων πολύ επιθυμητών ενδεχομένων και την εξεύρεση τρόπων με τους οποίους τα ενδεχόμενα αυτά μπορούν να καταστούν πιο πιθανά. Η ανάλυση των ερευνητικών δεδομένων ήταν τόσο συντρέχουσα όσο και τελική, με τα δεδομένα κάθε γύρου συλλογής δεδομένων να αναλύονται αξιοποιώντας τις κατάλληλες ποιοτικές ή ποσοτικές προσεγγίσεις. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι οι συμμετέχοντες ειδικοί επιθυμούν αποκέντρωση της διαχείρισης αρκετών αποφάσεων οικονομικής φύσης, από το κεντρικό στο τοπικό επίπεδο. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν κυρίως (α) στη διεκπεραίωση της καθημερινής διοίκησης και λειτουργίας του σχολείου καθώς και (β) στην ανάπτυξη του προσωπικού και των μαθητών του σχολείου. Συμπληρωματικά, παρουσιάζεται να επιζητείται επίσης κάποια αυτονομία (γ) σε συγκεκριμένες αποφάσεις που αφορούν στην εξεύρεση πρόσθετων πόρων, έτσι που να στηρίζονται οι ενέργειες του σχολείου στους δύο προαναφερθέντες κύριους τομείς. Εξετάζοντας τις αποφάσεις αυτές διαφαίνεται ότι στην περιοχή της ανάπτυξης του προσωπικού και των μαθητών του σχολείου παρατηρείται, σε αρκετές περιπτώσεις, απόκλιση ανάμεσα στο επιθυμητό και στο πιθανό μέλλον. Στοχεύοντας στον περιορισμό της παρατηρούμενης απόκλισης αναζητούνται και εντοπίζονται τρόποι με τους οποίους το επιθυμητό μέλλον θα μπορούσε να καταστεί πιο πιθανό. Εξάλλου, επιβεβαιώνοντας τη σχετική βιβλιογραφία, εντοπίζεται ότι η εισαγωγή της ΑΟΔ ενδεχομένως να οδηγήσει στην εμφάνιση ενός αριθμού προβλημάτων. Τα σοβαρότερα από αυτά τα προβλήματα κατατάσσονται στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες: (α) την επιβάρυνση των σχολικών ηγετών, (β) την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων καθώς και (γ) την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων. Λόγω του ότι ένας αριθμός σοβαρών προβλημάτων συγκεντρώνει αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης στο σχολείο του μέλλοντος, η έρευνα αναζητεί τρόπους με τους οποίους τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να προληφθούν ή να αντιμετωπιστούν. Επιπλέον, υιοθετώντας τη λογική ότι η εισαγωγή συγκεκριμένων μέτρων στήριξης θα μπορούσε, αφενός, να βοηθήσει τα σχολεία στην αντιμετώπιση των προαναφερθέντων προβλημάτων και, αφετέρου, να υποβοηθήσει τη γενικότερη λειτουργία και αποτελεσματικότητα των σχολείων, στην παρούσα εργασία εντοπίζονται και παρουσιάζονται κατάλληλα σχετικά μέτρα, ομαδοποιημένα σε έξι επιμέρους κατηγορίες. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν: (α) στην εξισορρόπηση μεταξύ αποκέντρωσης και συγκεντρωτισμού, (β) στην αποτελεσματική λογοδοσία των σχολείων, (γ) στη στήριξη των σχολικών ηγετών, (δ) στην επικέντρωση στη μαθησιακή διαδικασία, (ε) στη δικτύωση των σχολείων και, τέλος, (στ) στην εισαγωγή μιας κατάλληλης δομής λήψης και διαχείρισης αποφάσεων. Σε κάθε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες πιθανών μέτρων, εντοπίζονται οι περιπτώσεις όπου το επιθυμητό μέλλον παρουσιάζεται να απέχει από το πιθανό μέλλον και αναζητούνται οι κατάλληλοι τρόποι σύγκλισης των δύο. Η παρούσα έρευνα συνεισφέρει ποικιλοτρόπως στην ενίσχυση της θεωρίας και της πράξης. Σε διεθνές επίπεδο (α) συντελεί στη συμπλήρωση της θεωρίας σχετικά με τη διαχείριση οικονομικών πόρων, εστιάζοντας στο επίπεδο του σχολείου, ένα πεδίο όπου παρατηρείται μειωμένη ερευνητική κάλυψη. Επιπλέον, η έρευνα (β) ενισχύει θεωρητικά και πρακτικά τόσο τον επιστημονικό κλάδο των Επιστημών του Μέλλοντος, όσο και αυτόν της Εκπαιδευτικής Διοίκησης. Αναλυτικότερα, η διασύνδεση του επιθυμητού μέλλοντος με πρακτικές υποβοήθησης της εφαρμογής του, επιχειρείται και επιτυγχάνεται για πρώτη φορά στη διεθνή βιβλιογραφία και δύναται να αποτελέσει πρότυπο για μια σειρά από έρευνες, σε ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών των Επιστημών του Μέλλοντος. Επιπρόσθετα, ο όλος ερευνητικός σχεδιασμός προσφέρει ένα πρωτότυπο και πρακτικό τρόπο διερεύνησης, οριοθέτησης και στοχευμένης υλοποίησης εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, αποτελώντας ένα χρήσιμο εργαλείο στο χώρο της Εκπαιδευτικής Διοίκησης. Σε τοπικό επίπεδο, η έρευνα (α) συνεισφέρει στη διαμόρφωση του επιθυμητού μέλλοντος για το αυτόνομο σχολείο της Κύπρου και (β) προσφέρει χρήσιμες και πρακτικές πληροφορίες και εισηγήσεις, σε μια περίοδο που λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Επιπλέον, η έρευνα (γ) συνδέει την αυτόνομη οικονομική διαχείριση με την αγορά εργασίας, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή των εργοδοτών στη διαμόρφωση του πλαισίου προετοιμασίας του μελλοντικού ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, (δ) συμβάλλει στην καλύτερη προετοιμασία και επιμόρφωση των σχολικών ηγετών, (ε) εξετάζει και προτείνει τρόπους αντιμετώπισης πιθανών προβλημάτων των αυτόνομων σχολείων, και τέλος, (στ) ενθαρρύνει την επίτευξη συναίνεσης μεταξύ των εμπλεκομένων στη σχολική λειτουργία, συντείνοντας στην επιτυχημένη εφαρμογή της σχολικής αυτονομίας. Εξάλλου, σε ότι αφορά σε μελλοντικές έρευνες, η εργασία αυτή (α) αποτελεί οδηγό για αξιοποίηση των αρχικών ευρημάτων, με σκοπό την αμεσότερη διασύνδεση θεωρίας και πράξης. Επιπλέον, παράδειγμα για επόμενες έρευνες αποτελεί και η πρακτική διεύρυνσης της προοπτικής εξέτασης του ερευνητικού θέματος, αφού η παρούσα έρευνα (β) επιδεικνύει ότι η υιοθέτηση πολλαπλών φακών εστίασης και προοπτικών εξέτασης μπορεί να οδηγήσει σε πιο σφαιρική και εκτεταμένη κατανόηση των διαφορετικών πτυχών που συνθέτουν ένα ερευνητικό θέμα, να εμπλουτίσει την τράπεζα παραγόμενων ιδεών και να οδηγήσει σε προσεγγίσεις που εναρμονίζουν την εκπαίδευση με τα ευρύτερα κοινωνικά δεδομένα. Επιπρόσθετα, η παρούσα έρευνα (γ) ανοίγει το δρόμο σε μια σειρά από έρευνες που θα μπορούσαν να προεκτείνουν τα ερευνητικά ευρήματα εξετάζοντας: (i) εάν οι απόψεις των ειδικών μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου και υπό την επίδραση των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων, (ii) το κόστος των διάφορων ενδεχομένων που σχετίζονται με το επιθυμητό μέλλον, ούτως ώστε να διαφανεί η πραγματική δυνατότητα αποκέντρωσης συγκεκριμένων αποφάσεων ή λήψης συγκεκριμένων μέτρων, (iii) το βαθμό στον οποίο τα ευρήματα της έρευνας είναι αντιπροσωπευτικά των απόψεων του συνόλου των πληθυσμών που εκπροσωπούν οι συμμετέχοντες ειδικοί, (iv) το βαθμό στον οποίο το προτεινόμενο μοντέλο αυτόνομης οικονομικής διαχείρισης μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικό και κατάλληλο, μέσα από μια πιλοτική εφαρμογή του σε αριθμό σχολείων, καθώς και (v) εάν υπάρχει το περιθώριο αναγνώρισης και υποβοήθησης της πραγματοποίησης ενός διεθνώς επιθυμητού σχολικού μέλλοντος, μέσω της διενέργειας ανάλογων ερευνών σε χώρες του εξωτερικού.el_GR
dc.format.extentxx, 405 σ. πιν., 30 εκ.el_GR
dc.languagegrel_GR
dc.language.isogrel_GR
dc.subjectΑυτόνομη Οικονομική Διαχείριση -- Δημοτικό Σχολείοel_GR
dc.subjectAutonomous Financial Management -- Primary Schoolel_GR
dc.titleΟικονομική διαχείριση στο δημοτικό σχολείο του μέλλοντος στην Κύπρο: Αποκέντρωση, προβλήματα και μέτρα στήριξηςel_GR
dc.typeΔιδακτορική Διατριβήel_GR
dc.contributor.committeememberΖεμπύλας, Μιχαλίνος
dc.description.translatedabstractThis dissertation examines autonomous financial management (AFM) for Cypriot primary schools with the ultimate objective of identifying the most desired version for its implementation. As the relevant bibliography shows, AFM is a necessary precondition for the effective operation of autonomous schools but it is far from being sufficient for school success. This is attributed to a number of negative effects that usually come along with financial autonomy and threaten its successful implementation. As a result, educational policy makers are continuously seeking for appropriate support measures that can address these negative effects and support autonomous schools in achieving their goals. Taking into consideration that Cyprus is along the way to adopting a more decentralized decision making system for its schools, the study initially forecasts the areas of financial decisions that the school of the future might autonomously manage, identifies the obstacles that may appear along the way and seeks support measures that could enhance a school’s efficiency and effectiveness. The research process is based on the Delphi method, which explores various future-related statements that are assessed based on their likelihood and their desirability to prove true. These assessments are then used to identify cases where the probable and the desired future diverge. Moreover, the reasons behind these divergences, as well as ways in which to align the two possible futures, are sought. One of the main characteristics of the study is the fact that it collects and utilizes the views of some of the most prominent members of Cypriot society. More specifically, various representatives from the educational, business, academic and social communities constitute a group of 49 experts whose views are combined and synthesized, in order to distill their collective wisdom and expertise. The group of experts’ quality serves as a guaranty for the quality of the findings and conclusions while, at the same time, the researcher fulfills all the necessary conditions required to strengthen the validity and reliability of the research. The data gathering procedure was held in four rounds. During the initial individual interviews, the future was forecasted and every eventuality that might concern the functioning of the school of the future, by the year 2025, was marked down. Through the following two rounds of questionnaires, these eventualities were assessed and ranked based on their probability and their degree of desirability to become true. Finally, the initial findings were further utilized, during another round of interviews, in an effort to identify the reasons that appear to prevent the realization of a number of much desired eventualities as well as to discover ways that can increase the possibility of these eventualities becoming true. The data analysis is both ongoing and summative, with the data gathered from each round being analyzed using the appropriate qualitative or quantitative approaches. The research findings reveal that the participants desire the decentralization of various financial decisions to the school level. These decisions mostly concern (a) the everyday management and functioning of the school, as well as (b) the professional development of students and teaching personnel. Some autonomy in (c) finding extra resources is also desired, but only in order to support the two main decision areas. A closer examination of the findings shows that, in the area of the students’ and teaching personnel’s professional development, there are many cases in which the probable and desired futures appear to deviate from each other. Aiming at closing the gap between what is desired and what is currently feasible, the study seeks ways to make the desired future more probable. Moreover, verifying the current literature, it is found that AFM is likely to lead to severe negative effects. These effects may be grouped into three main categories: (a) an increase in the school leaders’ work load, (b) an increase in social inequalities and (c) a worsening in stakeholders’ relations. Due to the fact that a number of severe negative effects enjoy an increased probability of appearing in the school of the future, the study seeks ways in which these effects could be timely prevented or dealt with. Furthermore, adopting the belief that the introduction of specific support measures could help schools in dealing with the above mentioned issues as well as improve the school’s operation and effectiveness, the study also identifies and presents some potential support measures. These measures are grouped into six categories which concern: (a) the balancing between centralization and decentralization, (b) the introduction of an appropriate school accountability scheme, (c) the support for school leaders, (d) a focus on the teaching process, (e) the establishment of a school network, and, finally, (f) the introduction of a suitable decision making and management structure. In each of these categories, the cases where the desired future deviates from the probable future are identified and ways of aligning the two futures are sought. The present study contributes to relevant theory and praxis in various ways. At an international level (a) it informs resource management theory, focusing at the school level, an area where literature is not yet thorough and extensive. In addition, (b) the study strengthens the areas of Future Studies and Educational Management, both theoretically and practically. More specifically, the linkage of the desired future with actions that may facilitate its implementation has never been achieved before in international literature and may become a point of reference for a wide spectrum of future related studies that will follow. Furthermore, the research design offers an original and practical method of investigating, defining and carefully implementing educational reforms, providing a useful tool in the area of Educational Management. At the local level the study (a) contributes towards the formation of a desired future state of being for Cypriot schools and (b) offers useful and practical information as well as suggestions, in a period when important decisions are made regarding the ongoing educational reform. Moreover, the study (c) links autonomous financial management with the labor market, by encouraging the participation of employers in the formation of the context within which the future work force will be educated, (d) contributes in designing improved leadership training programs, (e) examines and proposes ways to deal with some negative effects the autonomous schools may encounter, and, finally, (h) encourages the establishment of a consensus between the various stakeholders in the school operation, contributing to the successful implementation of school autonomy. Moreover, as far as future research is concerned, this study may be used as (a) a guide towards further utilizing the initial research findings, in an effort to bridge the gap between theory and praxis. In addition, future studies may also adopt a wider perspective upon examining their research topic, since (b) the present study shows that a broader examination perspective, which is achieved through the inclusion of various subgroups in the group of experts, may lead to a more comprehensive and extensive understanding of the various aspects that compose a research topic, may enrich the research findings and may better align education with the surrounding society. Furthermore, this study (c) sets the way to a number of future studies that could extent the research findings by examining: (i) whether the experts’ views are modified as time goes by and as new socioeconomic developments evolve, (ii) the estimated cost of various eventualities that relate to the desired future, in order to reveal the actual feasibility of them being implemented, (iii) the extent in which the research findings represent the views of broader populations, from which the experts come from, (iv) the degree in which our proposed scheme of autonomous financial management will prove appropriate and effective, through its pilot implementation in a number of schools and, finally, (v) whether it is feasible to identify and support the implementation of an internationally desired future for schools, through similar studies that may be curried out in various countries.  el_GR
dc.format.typepdfel_GR


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Thumbnail

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

Εμφάνιση απλής εγγραφής