Οικονομική διαχείριση στο δημοτικό σχολείο του μέλλοντος στην Κύπρο: Αποκέντρωση, προβλήματα και μέτρα στήριξης
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2013-05-29Συγγραφέας
Θεοδώρου, Θεόδωρος
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η εργασία αυτή μελετά σε βάθος την αυτόνομη οικονομική διαχείριση (ΑΟΔ), αφορμώμενη από την παραδοχή ότι η σχολική αυτονομία αποτελεί μια κυρίαρχη τάση διεθνώς, σε μια προσπάθεια των εκπαιδευτικών συστημάτων να ανταποκριθούν καλύτερα στις ραγδαίες αλλαγές που επισυμβαίνουν στην ευρύτερη κοινωνία. Απώτερο σκοπό της έρευνας αποτελεί η αναγνώριση της πιο επιθυμητής εκδοχής της ΑΟΔ για τα σχολεία της Κύπρου και η διευκόλυνση της εφαρμογής αυτής της εκδοχής. Όπως αποκαλύπτεται από τη σχετική βιβλιογραφία, η συγκεκριμένη παράμετρος της σχολικής αυτονομίας αποτελεί μεν απαραίτητη αλλά όχι και επαρκή συνθήκη για την αποτελεσματική λειτουργία των αυτόνομων σχολείων. Ο λόγος για αυτό έγκειται στο ότι μια σειρά από προβλήματα, τα οποία συνδέονται με την ΑΟΔ, συχνά αποτελούν τροχοπέδη στην επιτυχημένη εφαρμογή της. Ως αποτέλεσμα, οι υπεύθυνοι για την εκπαιδευτική πολιτική καταπιάνονται με τη συνεχή αναζήτηση των κατάλληλων εκείνων μέτρων που μπορούν να αντιμετωπίσουν τα εν λόγω προβλήματα και να στηρίξουν το έργο του σχολείου.
Θεωρώντας ως δεδομένο ότι το κυπριακό σχολείο θα καταστεί πιο αυτόνομο σε μερικά χρόνια από σήμερα, η έρευνα αρχικά προχωρεί στην πρόγνωση των αποφάσεων οικονομικής φύσης που θα διαχειρίζεται το σχολείο του μέλλοντος, στην αναγνώριση των προβλημάτων που ενδέχεται να παρουσιαστούν καθώς και στην αναζήτηση των ενδεδειγμένων μέτρων στήριξης. Τα ενδεχόμενα που αφορούν στο μέλλον αξιολογούνται τόσο ως προς το βαθμό πιθανότητας όσο και ως προς το βαθμό επιθυμίας πραγματοποίησης που αυτά συγκεντρώνουν, επιτυγχάνοντας τον εντοπισμό εκείνων των περιπτώσεων όπου καταγράφεται απόκλιση μεταξύ πιθανού και επιθυμητού μέλλοντος. Στη συνέχεια, αναζητούνται οι λόγοι που φαίνεται να προκαλούν τη συγκεκριμένη απόκλιση καθώς και οι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να καταστεί πιο πιθανή η σύγκλιση μεταξύ ευκταίου και εφικτού.
Χαρακτηριστικό της έρευνας είναι ότι συλλέγει και αξιοποιεί τις απόψεις εξεχόντων μελών της κυπριακής κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, διάφοροι εκπρόσωποι της εκπαιδευτικής, επιχειρηματικής, ακαδημαϊκής και κοινωνικής ελίτ του τόπου παραθέτουν τις απόψεις τους, οι οποίες συνδυάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται με τη χρήση της μεθόδου Delphi, επιτυγχάνοντας τη συλλογή του αποστάγματος της συνολικής σοφίας και εμπειρογνωμοσύνης των συμμετεχόντων. Η ποιότητα των ειδικών, οι οποίοι συντελούν στην ολοκλήρωση της έρευνας, αποτελεί εγγύηση για τη συνολική ποιότητα των ερευνητικών ευρημάτων καθώς και των συμπερασμάτων που εξάγονται από αυτά. Βέβαια, την ίδια στιγμή δεν παραγνωρίζονται οι ενέργειες στις οποίες οφείλει να προβαίνει ο ερευνητής για την, όσο το δυνατό μεγαλύτερη, διασφάλιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών μιας έρευνας: της εγκυρότητας, της αξιοπιστίας και της γενικευσιμότητας.
Σε ότι αφορά στην ερευνητική διαδικασία, διενεργήθηκαν τέσσερις γύροι συλλογής δεδομένων. Με τις αρχικές ατομικές συνεντεύξεις επιχειρήθηκε η ιχνηλάτηση του μέλλοντος και η καταγραφή όλων των ενδεχομένων που είναι δυνατό να αφορούν στην λειτουργία του σχολείου, μέχρι το έτος 2025. Στη συνέχεια, μέσω των δύο ερωτηματολογίων, τα ενδεχόμενα αυτά αξιολογήθηκαν και κατατάχθηκαν ως προς το βαθμό επιθυμίας και ως προς το βαθμό πιθανότητας πραγματοποίησής τους. Τέλος, με τις τελικές συνεντεύξεις, τα αρχικά ευρήματα αξιοποιήθηκαν περαιτέρω, με στόχο τον εντοπισμό των αιτιών που φαίνονται να αποτρέπουν την πραγματοποίηση κάποιων πολύ επιθυμητών ενδεχομένων και την εξεύρεση τρόπων με τους οποίους τα ενδεχόμενα αυτά μπορούν να καταστούν πιο πιθανά. Η ανάλυση των ερευνητικών δεδομένων ήταν τόσο συντρέχουσα όσο και τελική, με τα δεδομένα κάθε γύρου συλλογής δεδομένων να αναλύονται αξιοποιώντας τις κατάλληλες ποιοτικές ή ποσοτικές προσεγγίσεις.
Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι οι συμμετέχοντες ειδικοί επιθυμούν αποκέντρωση της διαχείρισης αρκετών αποφάσεων οικονομικής φύσης, από το κεντρικό στο τοπικό επίπεδο. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν κυρίως (α) στη διεκπεραίωση της καθημερινής διοίκησης και λειτουργίας του σχολείου καθώς και (β) στην ανάπτυξη του προσωπικού και των μαθητών του σχολείου. Συμπληρωματικά, παρουσιάζεται να επιζητείται επίσης κάποια αυτονομία (γ) σε συγκεκριμένες αποφάσεις που αφορούν στην εξεύρεση πρόσθετων πόρων, έτσι που να στηρίζονται οι ενέργειες του σχολείου στους δύο προαναφερθέντες κύριους τομείς. Εξετάζοντας τις αποφάσεις αυτές διαφαίνεται ότι στην περιοχή της ανάπτυξης του προσωπικού και των μαθητών του σχολείου παρατηρείται, σε αρκετές περιπτώσεις, απόκλιση ανάμεσα στο επιθυμητό και στο πιθανό μέλλον. Στοχεύοντας στον περιορισμό της παρατηρούμενης απόκλισης αναζητούνται και εντοπίζονται τρόποι με τους οποίους το επιθυμητό μέλλον θα μπορούσε να καταστεί πιο πιθανό.
Εξάλλου, επιβεβαιώνοντας τη σχετική βιβλιογραφία, εντοπίζεται ότι η εισαγωγή της ΑΟΔ ενδεχομένως να οδηγήσει στην εμφάνιση ενός αριθμού προβλημάτων. Τα σοβαρότερα από αυτά τα προβλήματα κατατάσσονται στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες: (α) την επιβάρυνση των σχολικών ηγετών, (β) την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων καθώς και (γ) την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων. Λόγω του ότι ένας αριθμός σοβαρών προβλημάτων συγκεντρώνει αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης στο σχολείο του μέλλοντος, η έρευνα αναζητεί τρόπους με τους οποίους τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να προληφθούν ή να αντιμετωπιστούν. Επιπλέον, υιοθετώντας τη λογική ότι η εισαγωγή συγκεκριμένων μέτρων στήριξης θα μπορούσε, αφενός, να βοηθήσει τα σχολεία στην αντιμετώπιση των προαναφερθέντων προβλημάτων και, αφετέρου, να υποβοηθήσει τη γενικότερη λειτουργία και αποτελεσματικότητα των σχολείων, στην παρούσα εργασία εντοπίζονται και παρουσιάζονται κατάλληλα σχετικά μέτρα, ομαδοποιημένα σε έξι επιμέρους κατηγορίες. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν: (α) στην εξισορρόπηση μεταξύ αποκέντρωσης και συγκεντρωτισμού, (β) στην αποτελεσματική λογοδοσία των σχολείων, (γ) στη στήριξη των σχολικών ηγετών, (δ) στην επικέντρωση στη μαθησιακή διαδικασία, (ε) στη δικτύωση των σχολείων και, τέλος, (στ) στην εισαγωγή μιας κατάλληλης δομής λήψης και διαχείρισης αποφάσεων. Σε κάθε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες πιθανών μέτρων, εντοπίζονται οι περιπτώσεις όπου το επιθυμητό μέλλον παρουσιάζεται να απέχει από το πιθανό μέλλον και αναζητούνται οι κατάλληλοι τρόποι σύγκλισης των δύο.
Η παρούσα έρευνα συνεισφέρει ποικιλοτρόπως στην ενίσχυση της θεωρίας και της πράξης. Σε διεθνές επίπεδο (α) συντελεί στη συμπλήρωση της θεωρίας σχετικά με τη διαχείριση οικονομικών πόρων, εστιάζοντας στο επίπεδο του σχολείου, ένα πεδίο όπου παρατηρείται μειωμένη ερευνητική κάλυψη. Επιπλέον, η έρευνα (β) ενισχύει θεωρητικά και πρακτικά τόσο τον επιστημονικό κλάδο των Επιστημών του Μέλλοντος, όσο και αυτόν της Εκπαιδευτικής Διοίκησης. Αναλυτικότερα, η διασύνδεση του επιθυμητού μέλλοντος με πρακτικές υποβοήθησης της εφαρμογής του, επιχειρείται και επιτυγχάνεται για πρώτη φορά στη διεθνή βιβλιογραφία και δύναται να αποτελέσει πρότυπο για μια σειρά από έρευνες, σε ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών των Επιστημών του Μέλλοντος. Επιπρόσθετα, ο όλος ερευνητικός σχεδιασμός προσφέρει ένα πρωτότυπο και πρακτικό τρόπο διερεύνησης, οριοθέτησης και στοχευμένης υλοποίησης εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, αποτελώντας ένα χρήσιμο εργαλείο στο χώρο της Εκπαιδευτικής Διοίκησης.
Σε τοπικό επίπεδο, η έρευνα (α) συνεισφέρει στη διαμόρφωση του επιθυμητού μέλλοντος για το αυτόνομο σχολείο της Κύπρου και (β) προσφέρει χρήσιμες και πρακτικές πληροφορίες και εισηγήσεις, σε μια περίοδο που λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Επιπλέον, η έρευνα (γ) συνδέει την αυτόνομη οικονομική διαχείριση με την αγορά εργασίας, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή των εργοδοτών στη διαμόρφωση του πλαισίου προετοιμασίας του μελλοντικού ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, (δ) συμβάλλει στην καλύτερη προετοιμασία και επιμόρφωση των σχολικών ηγετών, (ε) εξετάζει και προτείνει τρόπους αντιμετώπισης πιθανών προβλημάτων των αυτόνομων σχολείων, και τέλος, (στ) ενθαρρύνει την επίτευξη συναίνεσης μεταξύ των εμπλεκομένων στη σχολική λειτουργία, συντείνοντας στην επιτυχημένη εφαρμογή της σχολικής αυτονομίας.
Εξάλλου, σε ότι αφορά σε μελλοντικές έρευνες, η εργασία αυτή (α) αποτελεί οδηγό για αξιοποίηση των αρχικών ευρημάτων, με σκοπό την αμεσότερη διασύνδεση θεωρίας και πράξης. Επιπλέον, παράδειγμα για επόμενες έρευνες αποτελεί και η πρακτική διεύρυνσης της προοπτικής εξέτασης του ερευνητικού θέματος, αφού η παρούσα έρευνα (β) επιδεικνύει ότι η υιοθέτηση πολλαπλών φακών εστίασης και προοπτικών εξέτασης μπορεί να οδηγήσει σε πιο σφαιρική και εκτεταμένη κατανόηση των διαφορετικών πτυχών που συνθέτουν ένα ερευνητικό θέμα, να εμπλουτίσει την τράπεζα παραγόμενων ιδεών και να οδηγήσει σε προσεγγίσεις που εναρμονίζουν την εκπαίδευση με τα ευρύτερα κοινωνικά δεδομένα. Επιπρόσθετα, η παρούσα έρευνα (γ) ανοίγει το δρόμο σε μια σειρά από έρευνες που θα μπορούσαν να προεκτείνουν τα ερευνητικά ευρήματα εξετάζοντας: (i) εάν οι απόψεις των ειδικών μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου και υπό την επίδραση των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων, (ii) το κόστος των διάφορων ενδεχομένων που σχετίζονται με το επιθυμητό μέλλον, ούτως ώστε να διαφανεί η πραγματική δυνατότητα αποκέντρωσης συγκεκριμένων αποφάσεων ή λήψης συγκεκριμένων μέτρων, (iii) το βαθμό στον οποίο τα ευρήματα της έρευνας είναι αντιπροσωπευτικά των απόψεων του συνόλου των πληθυσμών που εκπροσωπούν οι συμμετέχοντες ειδικοί, (iv) το βαθμό στον οποίο το προτεινόμενο μοντέλο αυτόνομης οικονομικής διαχείρισης μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματικό και κατάλληλο, μέσα από μια πιλοτική εφαρμογή του σε αριθμό σχολείων, καθώς και (v) εάν υπάρχει το περιθώριο αναγνώρισης και υποβοήθησης της πραγματοποίησης ενός διεθνώς επιθυμητού σχολικού μέλλοντος, μέσω της διενέργειας ανάλογων ερευνών σε χώρες του εξωτερικού.