Show simple item record

dc.contributor.advisorΑβρααμίδης, Μάριος
dc.contributor.authorShonegger, Laura-Ana
dc.contributor.otherΣόνεγκερ, Λάουρα-Άνα
dc.coverage.spatialΚύπροςel_GR
dc.date.accessioned2022-07-26T09:39:36Z
dc.date.available2022-07-26T09:39:36Z
dc.date.copyright2022-07-26
dc.date.issued2022-06
dc.identifier.otherCOS/2022/00012el_GR
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/11128/5188
dc.descriptionIncludes bibliographical references.el_GR
dc.description.abstractMental imagery is the ability to conjure sensory information in the absence of a corresponding stimulus in the immediate environment. Closely connected to the concept of visual imagination, visual mental imagery (popularly referred to as ‘the mind’s eye’) has been studied from a psychological, neuroscientific, cognitive literary perspective; the ensuing model has been successfully translated to artificial intelligence and machine learning applications. The dissertation at hand follows a multidisciplinary approach in reviewing the existing knowledge surrounding the topic of visual mental imagery, and aims to expand this research in a novel direction. Namely, the dissertation addresses the impact various positive and negative emotions may have on the ease with which mental imagery is conjured while reading fictional text, and the quality of this imagery. As a secondary purpose, this dissertation presents criticism to existing standards of measurements, to the reliance of current testing on the term ‘vividness’, and offers an alternative combination of terms to more accurately measure imagery quality (emotional intensity, detail, saturation, sharpness and latency). How emotion affects visual mental imagery is a question yet to be explored. Therefore, insight must be gained from interactions between emotion and other cognitive functions which are closely related to mental imagery. Perception has much in common with mental imagery from a phenomenological, structural and functional perspective, and thus could be considered a great predictor. Neuroimaging studies show that cortical areas associated with memory, as well as the default mode network, are active in visual mental imagery exercises. From a cognitive literary perspective, some narratological studies examine what traits in a text cause it to evoke potent imagery. All these explorations coalesce into a within-subjects experiment design whereby participants are presented with four texts, equalised for narrative factors, each evoking one of the following emotions: joy, affection (or empathy), sadness and fear. Multiple ANOVA analyses of the resulting data showed higher saturation scores in positive, but not in negative, emotions. Other variables remained below statistical significance. When data resulting from emotive vs. non-emotive reading was compared, emotion was seen to amplify saturation and sharpness, and greatly amplify intensity. However, it did not affect the level of detail or latency.el_GR
dc.format.extentix, 85 σ. ; 30 εκ.el_GR
dc.languageenel_GR
dc.language.isoenel_GR
dc.publisherΑνοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρουel_GR
dc.rightsinfo:eu-repo/semantics/closedAccessel_GR
dc.subjectVisual mental imageryel_GR
dc.titleIntersections between emotion and visual mental imageryel_GR
dc.typeΜεταπτυχιακή Διατριβήel_GR
dc.description.translatedabstractH φανταστική αναπαράσταση είναι η ικανότητα δημιουργίας αισθητηριακής πληροφορίας εν την απουσία του σχετικού ερεθίσματος στο άμεσο περιβάλλον. Συνδεδεμένη στενά με την έννοια της οπτικής φαντασίας, η φανταστική οπτική αναπαράσταση (ευρέως αναφερόμενη ως το “μάτι του μυαλού”) εξετάζεται από την πλευρά της ψυχολογίας, της νευροεπιστήμης και της γνωστικής λογοτεχνικής μελέτης ̇̇ το μοντέλο που προκύπτει με επιτυχία μεταφέρεται στις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθησης. Η παρουσιαζόμενη διατριβή προσεγγίζει διεπιστημονικά την επισκόπηση των υπαρχόντων γνώσεων γύρω από το θέμα της φανταστικής οπτικής αναπαράστασης και στοχεύει να επεκτείνει αυτή την έρευνα προς μια νέα κατεύθυνση. Πιο συγκεκριμένα, η διατριβή εξετάζει την επίδραση που ενδέχεται να έχουν ποικίλα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα πάνω στην ευκολία με την οποία δημιουργείται η φανταστική αναπαράσταση κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ενός μυθοπλαστικού κειμένου, καθώς, επίσης, και την ποιότητα μιας τέτοιας αναπαράστασης. Δευτερευόντως, ο σκοπός της διατριβής είναι να παρουσιάσει μια κριτική των υφιστάμενων προτύπων μέτρησης, καθώς και της εξάρτησης των τρεχουσών δοκιμών από τον όρο “εντονότητα”, και προτείνει έναν εναλλακτικό συνδυασμό όρων με στόχο την πιο ακριβή μέτρηση της ποιότητας μιας αναπαράστασης (η συναισθηματική ένταση, η λεπτομέρεια, ο κορεσμός, η ευκρίνεια και η ταχύτητα δημιουργίας). Το πως επηρεάζει το συναίσθημα μια φανταστική οπτική αναπαράσταση είναι ένα ερώτημα που ακόμη χρίζει διερεύνησης. Επομένως, οι γνώσεις πρέπει να αντληθούν από την διάδραση του συναισθήματος με άλλες γνωστικές λειτουργίες που συνδέονται στενά με την φανταστική αναπαράσταση. Η αντίληψη έχει πολλά κοινά με την φανταστική αναπαράσταση από την φαινομενολογική, την δομική και την λειτουργική άποψη, και, επομένως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας καλός παράγοντας πρόβλεψης. Νευροαπεικονιστικές μελέτες δείχνουν ότι οι περιοχές του φλοιού που σχετίζονται με την μνήμη, καθώς και το δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας συμμετέχουν ενεργά στην εξάσκηση της φανταστικής οπτικής αναπαράστασης. Από την γνωστική λογοτεχνική πλευρά, μερικές αφηγηματολογικές μελέτες ερευνούν ποια στοιχεία ενός κειμένου το κάνουν να προκαλεί μια δυνατή αναπαράσταση. Όλες οι εν λόγω μελέτες ενώνονται σε ένα θεματικό πείραμα κατά τη διάρκεια του οποίου στους συμμετέχοντες δίνονται τέσσερα κείμενα, ισορροπημένα σε σχέση με το αφήγημα, με το καθένα να προκαλεί ένα από τα εξής συναισθήματα: χαρά, τρυφερότητα (ή συμπόνοια), θλίψη και φόβο. Πολυάριθμες αναλύσεις διακύμανσης των δεδομένων του πειράματος έδειξαν υψηλότερο βαθμό κορεσμού στην περίπτωση των θετικών συναισθημάτων σε αντίθεση με την περίπτωση των αρνητικών. Άλλες μεταβλητές παρέμειναν κάτω από την στατιστική σημαντικότητα. Όταν αντιπαραβλήθηκαν τα δεδομένα που προέκυψαν από την συναισθηματικά φορτισμένη και την συναισθηματικά μη φορτισμένη ανάγνωση, διαπιστώθηκε ότι το συναίσθημα ενισχύει τον κορεσμό, την ευκρίνεια και, ιδιαίτερα, την ένταση. Παρ’ όλα αυτά, δεν επηρεάζει το επίπεδο της λεπτομέρειας ή την ταχύτητα δημιουργίας.el_GR
dc.format.typepdfel_GR


Files in this item

Thumbnail

This item appears in the following Collection(s)

Show simple item record