Show simple item record

dc.contributor.advisorΖορπάς, Αντώνης
dc.contributor.authorΒαρνάβα Τέλλο, Άντρη
dc.contributor.otherVarnava Tello, Antri
dc.coverage.spatialΚύπροςel_GR
dc.date.accessioned2023-07-03T10:33:49Z
dc.date.available2023-07-03T10:33:49Z
dc.date.copyright2023-07-03
dc.date.issued2022-09
dc.identifier.isbn978-9963-695-79-9
dc.identifier.otherΔΚ-ΔΠΠ/2022/00003el_GR
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/11128/5531
dc.descriptionΠεριέχει βιβλιογραφικές παραπομπές.el_GR
dc.description.abstractΕισαγωγή: Οι έντονες διαμάχες και σκληρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων ομάδων (επιστημόνων, πολιτικών, περιβαλλοντικών οργανώσεων και μη κυβερνητικών οργανώσεων) για την ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών ξεκίνησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο τρείς δεκαετίες πριν, τότε που εισήχθη η πρώτη γενετικά τροποποιημένη σόγια. Έκτοτε οι προβληματισμοί και οι διαφωνίες επεκτάθηκαν σε νομικά, τεχνολογικά, περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα καθώς και σε ζητήματα βιοηθικής, ενώ στην πορεία ενεπλάκηκε και το κοινό, ως ο βασικός καταναλωτής με δικαίωμα λόγου και άποψης. Η πρωτοτυπία της έρευνας έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την πρώτη έρευνα πεδίου στην Κύπρο η οποία διερευνά τις απόψεις και αντιλήψεις των ενδιαφερομένων μερών και του κοινού σχετικά με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ). Η περίπτωση της Κύπρου αποτελεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως χώρα που διατηρεί αρνητική θέση προς τους ΓΤΟ, από την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναμένεται ότι η ανάλυση των δεδομένων θα οδηγήσει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων που θα προσφερθούν στους φορείς χάραξης πολιτικής, προς αξιοποίηση και ειδικότερα για την διαμόρφωση τεκμηριωμένης εθνικής στρατηγικής. Σκοπός και στόχοι: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση των απόψεων και αντιλήψεων των ενδιαφερομένων μερών και του κοινού για τους ΓΤΟ. Αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα μέρη βασικό ζητούμενο αποτέλεσε η διαμόρφωση της πολιτικής θέσης της Κύπρου, ο βαθμός εμπιστοσύνης προς την επιστημονική αξιολόγηση κινδύνου που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων, η στάση του γενικού πληθυσμού, o βαθμός αποδοχής για χρήσεις των ΓΤΟ σε πεδία άλλα από την γεωργική και οι ιδιομορφίες της Κύπρου, που μπορεί να επικαλεσθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να απαγορεύσει την γενετικά τροποποιημένη καλλιέργεια. Όσον αφορά στο κοινό η μελέτη εστίασε στις αντιλήψεις των πολιτών ως προς τις διάφορες χρήσεις των ΓΤΟ και τους παράγοντες που επηρέασαν στην διαμόρφωση τους, την ικανοποίηση τους από το θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο και τον κρατικό έλεγχο, τις πηγές ενημέρωσης τους και την αξιοπιστία των πηγών αυτών καθώς και στην αυτοεκτίμηση των γνώσεων τους. Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε μεικτή μεθοδολογική προσέγγιση, γνωστή ως τριγωνοποίηση, με συνδυασμό ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας, για τα ενδιαφερόμενα μέρη και το κοινό αντίστοιχα. Για την ποιοτική έρευνα εφαρμόσθηκε ο τύπος της ημιδομημένης συνέντευξης και η επιλογή των ατόμων έγινε με την τεχνική της σκόπιμης δειγματοληψία, και την χρήση της στρατηγικής κριτηρίου και χιονοστιβάδας. Για την ποσοτική έρευνα εφαρμόσθηκε η χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, που σχεδιάσθηκε από την ερευνήτρια και διακινήθηκε ηλεκτρονικά με τυχαία δειγματοληψία. Για τη θεματική ανάλυση των ποιoτικών δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό NVivo 12 Plus, ενώ τα αποτελέσματα της ποσοτικής έρευνας έτυχαν στατιστικής επεξεργασίας με το λογισμικό SPSS 21.0 (Statistical Package for Social Sciences). Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάζονται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη παρατίθενται τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας σε θεματικές ενότητες κατά αντιστοιχία των ερευνητικών ερωτημάτων. Στην δεύτερη παρουσιάζεται η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων του ερωτηματολογίου επίσης κατά αντιστοιχία των ερευνητικών ερωτημάτων. Τα ευρήματα των δύο μεθόδων τριγωνοποιήθηκαν μεταξύ τους και συγκρίθηκαν με ευρήματα άλλων επιστημονικών ερευνών. Συμπεράσματα: Τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας ανέδειξαν την ισχυρή επιρροή των περιβαλλοντικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, καθώς και κάποιων πολιτικών κομμάτων στην διαμόρφωση μιας αρνητικής κοινής γνώμης έναντι στους ΓΤΟ. Ενώ για τις περιβαλλοντικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις τα βασικά κίνητρα είναι ο φόβος για τις πιθανές μελλοντικές συνέπειες, για τα πολιτικά κόμματα καθοριστικά φαίνεται να λειτούργησαν αφενός ο ιδεολογικός προσανατολισμός που συσχετίστηκε με τη στάση απέναντι στα μονοπωλιακά συμφέροντα των βιοτεχνολογικών εταιρειών και αφετέρου η ανησυχία για το πολιτικό κόστος. Στην ενίσχυση της αρνητικής θέσης συνέβαλαν σημαντικά τα ΜΜΕ, που δεν στάθηκαν αρωγοί μιας ορθής και αντικειμενικής ενημέρωσης λόγω της απουσίας εξειδικευμένων δημοσιογράφων στην Κύπρο, ή της εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αυτή την αρνητική κοινή γνώμη επικαλέστηκε η Κύπρος για να στηρίξει την αρνητική πολιτική της θέση. Το γεγονός ότι η κοινή γνώμη είναι υπολογίσιμη για τη χάραξη κυβερνητικής πολιτικής αποδεικνύει την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός ορθά ενημερωμένου κοινού και κατά συνέπεια την αναγκαιότητα για επιμόρφωση όχι μόνο με ατομική ευθύνη αλλά κυρίως με κρατική μέσω συμπερίληψης σχετικού μαθήματος στα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων, κίνητρα για εξειδίκευση των δημοσιογράφων, εκπομπές στα κρατικά κανάλια, επιμόρφωση ενηλίκων στα επιμορφωτικά μαθήματα. Οι εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανώσεων και ΜΚΟ παρουσιάστηκαν αρνητικοί στην οποιαδήποτε χρήση των ΓΤΟ ακόμα και ιατρική ή φαρμακευτική. Διαφοροποιημένοι και πιο θετικοί, ιδιαίτερα για τη θεραπευτική χρήση, εμφανίζονται οι συμμετέχοντες επιστήμονες από συναφείς κλάδους. Οι ίδιες ομάδες, εξέφρασαν έντονη δυσπιστία προς την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων. Επικαλούμενοι οικονομικά συμφέροντα και χωρίς στοιχεία αναφέρθηκαν σε μία μη αμερόληπτη Αρχή. Οι επιστήμονες επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν σχετικά με την αξιοπιστία της Αρχής καθώς δεν είναι άμεσα διαθέσιμα τα επιστημονικά δεδομένα, βάσει των οποίων λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις. Οι ανησυχίες αυτές ενδέχεται να μειωθούν με την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1381, ο οποίος διασφαλίζει ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις μελέτες και πληροφορίες τόσο στο κοινό όσο και στα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Κύπρος παρουσιάζει ιδιομορφίες οι οποίες εγείρουν προβληματισμούς σχετικά με την προώθηση της γενετικά τροποποιημένης καλλιέργειας. Πιο συγκεκριμένα, η διατάραξη του φυσικού πλούτου της χώρας, το μικρό της μέγεθος, οι μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ο πολυτεμαχισμός της γης και ο μεγάλος αριθμός διάσπαρτων και πολλές φορές νομαδικού τύπου μελισσιών αυξάνουν τη δυνατότητα επιμόλυνσης και δεν επιτρέπουν την γεωγραφική απομόνωση που συστήνεται, μέσω των μέτρων συνύπαρξης. Επιπρόσθετα η κρατική γεωργική πολιτική για προώθηση των βιολογικών καλλιεργειών και των παραδοσιακών ποικιλιών δεν ευνοούν την γενετικά τροποποιημένη καλλιέργεια. Βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας (Οδηγία (ΕΕ) 412/2015), οι ιδιομορφίες αυτές αρκούν για την «κατά περίπτωση» εξαίρεσή της από το πεδίο των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας η ανησυχία του κοινού αναφορικά με την ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, ως προς την υγεία παρόλο που παραμένει σε ψηλά επίπεδα, παρουσιάζει αισθητή μείωση, συγκρινόμενη με το ευρωβαρόμετρο 2010. Η σχετική αυτή μείωση δεν επηρέασε το ενδεχόμενο κατανάλωσής τους, το οποίο παραμένει απομακρυσμένο, αφού τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα κρίνονται ως προϊόν ανθρώπινης παρέμβασης, παράγοντας κρίσιμος για την αποδοχή τους. Ο φόβος για την υγεία αναδείχθηκε ως ο κύριος παράγοντας αυτής της ανησυχίας. Επιπλέον οι διατροφικές συνήθειες σε συνδυασμό με το βιοτικό επίπεδο, επηρεάζουν τις επιλογές τροφίμων των Κυπρίων πολιτών. Παρόλα όμως αυτά στη βάση της άγνοιας του και ενάντια στα θέλω του, καταναλώνει ζώα φάρμας τα οποία εκτρέφονται εξ ολοκλήρου με γενετικά τροποποιημένες ζωοτροφές. Αρνητισμός παρατηρείται και στο ενδεχόμενο ανάπτυξης γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών στην Κύπρο, με σημαντικότερο λόγο το φόβος για τις συνέπειες στο περιβάλλον. Μοναδική επιφύλαξη αποτελεί το ενδεχόμενο καλλιέργειας φυτών ανθεκτικών στην ξηρασία, λόγω του έντονου προβλήματος που αντιμετωπίζει η Κύπρος. Σύμφωνα με τις στατιστικά σημαντικές σχέσεις της έρευνας, περισσότερο θετικοί ως προς τους ΓΤΟ παρουσιάσθηκαν οι γυναίκες, τα νεαρότερα άτομα, τα άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τα άτομα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον των οποίων υπάρχουν μέλη σχετιζόμενα με βιολογικές ή περιβαλλοντικές επιστήμες σε αντίθεση με αυτούς που παρουσίασαν αυξημένη αυτοεκτίμηση γνώσεων. Η αυξημένη αυτοεκτίμηση γνώσεων ερμηνεύεται στη βάση της «υποκειμενικής γνώσης» και παρουσιάζει στατιστικά σημαντική σχέση αφενός με τη μείωση της ικανοποίησης από το θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο και αφετέρου με τη μείωση των θετικών στάσεων, αλλά και με την ταυτόχρονη αύξηση του φόβου για την υγεία και το περιβάλλον. Ως προς τον κρατικό έλεγχο των τροφίμων οι πολίτες παρουσιάζονται δύσπιστοι προς τις αρμόδιες υπηρεσίες. Σε ό,τι αφορά στη σήμανση των τροφίμων, φάνηκε ότι αποτελεί βασική απαίτηση του κοινού, αφού οι πλειοψηφία των πολιτών ελέγχει τις ετικέτες και δεν θα αγόραζε σχεδόν ποτέ προϊόντα που φέρουν σήμανση για την ύπαρξη ΓΤΟ. Αναφορικά με τα κριτήρια έγκρισης μια γενετικής τροποποίησης οι πολίτες θεωρούν ότι δεν θα πρέπει να καθορίζονται βάση της κοινής γνώμης αλλά βάση πορισμάτων επιστημονικών ερευνών και μελετών αξιολόγησης κινδύνου από φορείς που δεν σχετίζονται με πολυεθνικές εταιρείες, αλλά λειτουργούν είτε ανεξάρτητα, είτε υπό τον κρατικό έλεγχο. Συνηθέστερες πηγές πληροφόρησης του κοινού είναι τα ΜΜΕ, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως η πλέον αξιόπιστη πηγή κρίθηκαν οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, στα ΜΜΕ αποδόθηκε χαμηλή αξιοπιστία ενώ σχετικά με τις πληροφορίες που προέρχονται από περιβαλλοντικές οργανώσεις αυτές κρίθηκαν αρκετά αξιόπιστες επιβεβαιώνοντας εν μέρει την θέση των εκπροσώπων τους για την συμβολή τους στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης.el_GR
dc.format.extentxxvi, 499 σ. ; 30 εκ.el_GR
dc.languagegrel_GR
dc.language.isogrel_GR
dc.publisherΑνοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρουel_GR
dc.rightsinfo:eu-repo/semantics/openAccessel_GR
dc.subjectΓενετικά τροποποιημένοι οργανισμοίel_GR
dc.subjectGenetically modified organismsel_GR
dc.titleΟι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί στο κυπριακό γίγνεσθαιel_GR
dc.typeΔιδακτορική Διατριβήel_GR
dc.contributor.committeememberΑργυρούσης, Χρίστος
dc.contributor.committeememberΣαμαράς, Πέτρος
dc.contributor.committeememberΟμήρου, Μιχάλης
dc.contributor.committeememberΚαλαϊτζής, Παναγιώτης
dc.description.translatedabstractIntroduction: The safety of genetically modified organisms (GMOs) is a controversial issue. Fierce debates between stakeholders (scientists, politicians, environmental and non-governmental organizations) over the safety of genetically modified organisms (GMOs) began in Europe three decades ago, when the first genetically modified soybean was introduced. Since then, the concerns and disagreements have expanded to legal, technological, environmental, economic, and social issues as well as bioethical issues. Ιn this process the public has been involved, as the main consumer with the right to freedom of opinion and expression. The originality of the research lies in the fact that it is the first field research in Cyprus that explores the attitudes and perceptions of stakeholders and the public about genetically modified organisms (GMOs). The case of Cyprus is of particular interest as a country that maintains a negative position toward GMOs, since its accession to the European Union. It is expected that the analysis of the data will lead to the drawing of useful conclusions that will be offered to policymakers, for development and in particular to formulate a documented national strategy. Aim and Objectives: The purpose of this study was to explore the attitudes and perceptions of stakeholders and the public about GMOs. Regarding the stakeholders, the main issue was the formulation of the political position of Cyprus, the degree of confidence in the scientific risk assessment conducted by the European Food Safety Authority, the attitude of the general population, the degree of acceptance for GMO uses in areas other than agricultural and the peculiarities of Cyprus, which can be invoked by the Republic of Cyprus, in order to ban genetically modified cultivation. Regarding the public, the study focused on citizens' perceptions of the various uses of GMOs and the factors that influenced their formation, their satisfaction with the institutional/legislative framework and state control, their sources of information, and the reliability of those sources, as well as the public self-reported knowledge. Methodology: A mixed methodological approach, known as triangulation, was performed, with a combination of qualitative and quantitative research, for stakeholders and the public respectively. For the qualitative research, a semi-structured interview was applied and the selection of the individuals was carried out with the technique of purposive sampling and the use of the criterion and snowball strategy. For the quantitative research, the use of a structured questionnaire was applied, designed by the researcher, and distributed electronically by random sampling. The software NVivo 12 Plus was used for the thematic analysis of the qualitative data, while the results of the quantitative research were statistically processed with the software SPSS 21.0 (Statistical Package for Social Sciences). Results: The results of the study are presented in two sections. The first presents the findings of qualitative research in thematic sections according to the research questions. The second presents the statistical analysis of the results of the questionnaire, also according to the research questions. The findings of the two methods were triangulated with each other and compared with the findings of other scientific research. Conclusions: The findings of the qualitative research highlighted the strong influence of environmental and non-governmental organizations, as well as some political parties in shaping a negative public opinion towards GMOs. While for environmental and non-governmental organizations the key motivation is the fear of possible future consequences, the political parties seem to have worked decisively on the one hand on the ideological orientation associated with the attitude towards the monopolistic interests of biotechnology companies, and on the other hand the concern for political costs. In the strengthening of the negative position, the media who were not assisted by correct and objective information, due to the absence of specialized journalists in Cyprus, or the serving of political expediencies, contributed significantly. Cyprus referred to this negative public opinion to support its negative political position. The fact that public opinion is accountable for government policy-making, proves the necessity of having a well-informed public. Therefore, there is the need for training, not only as an individuals’ responsibility but mainly through the state, by including a relevant subject in school curricula, incentives for journalists to specialize, broadcasts on state channels, adult education courses. Representatives of environmental organizations and NGOs were negative about any use of GMOs, even medical or pharmaceutical. The participating scientists from related fields appear to have more varied and overall, more positive view, especially for therapeutic use of GMOs. The same groups expressed strong distrust of the European Food Safety Authority. Citing financial interests and without evidence, they referred to a non-discriminatory Authority. The scientists were reluctant to comment on the Authority's credibility, as the scientific data on which the relevant decisions are based, is not immediately available. These concerns may be alleviated by the implementation of Regulation (EU) 2019/1381, which ensures free access to all studies and information to both the public and stakeholders. Cyprus has peculiarities that raise concerns about the promotion of genetically modified cultivation. More specifically, the disturbance of the country's natural wealth, its small size, small arable land, fragmentation of the land, and a large number of scattered and often nomadic types of apiary increase the possibility of contamination and do not allow the recommended geographical isolation, through coexistence measures. In addition, the state agricultural policy for the promotion of organic crops and traditional varieties does not favor genetically modified crops. According to the existing legislation (Directive (EU) 412/2015), these peculiarities are sufficient for its “case-by-case” exclusion from the field of genetically modified crops. According to the findings of the quantitative research, the public concern regarding the safety of genetically modified food, in terms of health, although it remains at high levels, shows a significant decrease, compared to the Eurobarometer 2010. This relative reduction did not affect the possible consumption which remains remote, as genetically modified foods are judged as a product of human intervention, a factor critical to their acceptance. Fear for health has emerged as the main factor of this concern. In addition, eating habits in combination with living standards, influence the food choices of Cypriot citizens. However, based on ignorance and hence against their will, Cypriots consume farm animals that are bred entirely with genetically modified feed. Negativity is also observed when considering the possibility of developing genetically modified crops in Cyprus, with the most important reason being the fear of the consequences on the environment. The only reservation is the possibility of cultivating drought-resistant plants, due to the intense problem Cyprus faces. According to the statistically significant relationship of the research, women, younger people, highly educated people, and close family members to people related to biological or environmental sciences were more positive about GMOs than those who presented increased self-reported knowledge. Increased self-reported knowledge is interpreted on the basis of “subjective knowledge” and has a statistically significant relationship on the one hand with the reduction of satisfaction with the institutional/legislative framework and on the other hand with the reduction of positive attitudes, but also with the simultaneous increase of fear for the health and the environment. Regarding the state control of foodstuff, the citizens are sceptical of the competent authorities. When it comes to food labelling, it seems to be a fundamental expectation of the public, as the majority of citizens check the labels and would almost never buy products labelled as GMOs. Regarding the criteria for approving a genetic modification, citizens believe that they should not be determined based on public opinion but based on scientific research and risk assessment studies by bodies not affiliated with multinational companies, but operating either independently or under state control. The most common sources of public information are the media, scientific publications, the internet, and social media. Scientific publications were considered the most reliable source, the media was given low credibility, while the information from environmental organizations was considered quite reliable, partially confirming the position of their representatives for their contribution in shaping public opinion.el_GR
dc.format.typepdfel_GR


Files in this item

Thumbnail

This item appears in the following Collection(s)

Show simple item record