Οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί στο κυπριακό γίγνεσθαι
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2022-09Συγγραφέας
Βαρνάβα Τέλλο, Άντρη
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Εισαγωγή: Οι έντονες διαμάχες και σκληρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων ομάδων (επιστημόνων, πολιτικών, περιβαλλοντικών οργανώσεων και μη κυβερνητικών οργανώσεων) για την ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών ξεκίνησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο τρείς δεκαετίες πριν, τότε που εισήχθη η πρώτη γενετικά τροποποιημένη σόγια. Έκτοτε οι προβληματισμοί και οι διαφωνίες επεκτάθηκαν σε νομικά, τεχνολογικά, περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα καθώς και σε ζητήματα βιοηθικής, ενώ στην πορεία ενεπλάκηκε και το κοινό, ως ο βασικός καταναλωτής με δικαίωμα λόγου και άποψης. Η πρωτοτυπία της έρευνας έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την πρώτη έρευνα πεδίου στην Κύπρο η οποία διερευνά τις απόψεις και αντιλήψεις των ενδιαφερομένων μερών και του κοινού σχετικά με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ). Η περίπτωση της Κύπρου αποτελεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως χώρα που διατηρεί αρνητική θέση προς τους ΓΤΟ, από την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναμένεται ότι η ανάλυση των δεδομένων θα οδηγήσει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων που θα προσφερθούν στους φορείς χάραξης πολιτικής, προς αξιοποίηση και ειδικότερα για την διαμόρφωση τεκμηριωμένης εθνικής στρατηγικής.
Σκοπός και στόχοι: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση των απόψεων και αντιλήψεων των ενδιαφερομένων μερών και του κοινού για τους ΓΤΟ. Αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα μέρη βασικό ζητούμενο αποτέλεσε η διαμόρφωση της πολιτικής θέσης της Κύπρου, ο βαθμός εμπιστοσύνης προς την επιστημονική αξιολόγηση κινδύνου που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων, η στάση του γενικού πληθυσμού, o βαθμός αποδοχής για χρήσεις των ΓΤΟ σε πεδία άλλα από την γεωργική και οι ιδιομορφίες της Κύπρου, που μπορεί να επικαλεσθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να απαγορεύσει την γενετικά τροποποιημένη καλλιέργεια. Όσον αφορά στο κοινό η μελέτη εστίασε στις αντιλήψεις των πολιτών ως προς τις διάφορες χρήσεις των ΓΤΟ και τους παράγοντες που επηρέασαν στην διαμόρφωση τους, την ικανοποίηση τους από το θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο και τον κρατικό έλεγχο, τις πηγές ενημέρωσης τους και την αξιοπιστία των πηγών αυτών καθώς και στην αυτοεκτίμηση των γνώσεων τους.
Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε μεικτή μεθοδολογική προσέγγιση, γνωστή ως τριγωνοποίηση, με συνδυασμό ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας, για τα ενδιαφερόμενα μέρη και το κοινό αντίστοιχα. Για την ποιοτική έρευνα εφαρμόσθηκε ο τύπος της
ημιδομημένης συνέντευξης και η επιλογή των ατόμων έγινε με την τεχνική της σκόπιμης δειγματοληψία, και την χρήση της στρατηγικής κριτηρίου και χιονοστιβάδας. Για την ποσοτική έρευνα εφαρμόσθηκε η χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, που σχεδιάσθηκε από την ερευνήτρια και διακινήθηκε ηλεκτρονικά με τυχαία δειγματοληψία. Για τη θεματική ανάλυση των ποιoτικών δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό NVivo 12 Plus, ενώ τα αποτελέσματα της ποσοτικής έρευνας έτυχαν στατιστικής επεξεργασίας με το λογισμικό SPSS 21.0 (Statistical Package for Social Sciences).
Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάζονται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη παρατίθενται τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας σε θεματικές ενότητες κατά αντιστοιχία των ερευνητικών ερωτημάτων. Στην δεύτερη παρουσιάζεται η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων του ερωτηματολογίου επίσης κατά αντιστοιχία των ερευνητικών ερωτημάτων. Τα ευρήματα των δύο μεθόδων τριγωνοποιήθηκαν μεταξύ τους και συγκρίθηκαν με ευρήματα άλλων επιστημονικών ερευνών.
Συμπεράσματα: Τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας ανέδειξαν την ισχυρή επιρροή των περιβαλλοντικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, καθώς και κάποιων πολιτικών κομμάτων στην διαμόρφωση μιας αρνητικής κοινής γνώμης έναντι στους ΓΤΟ. Ενώ για τις περιβαλλοντικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις τα βασικά κίνητρα είναι ο φόβος για τις πιθανές μελλοντικές συνέπειες, για τα πολιτικά κόμματα καθοριστικά φαίνεται να λειτούργησαν αφενός ο ιδεολογικός προσανατολισμός που συσχετίστηκε με τη στάση απέναντι στα μονοπωλιακά συμφέροντα των βιοτεχνολογικών εταιρειών και αφετέρου η ανησυχία για το πολιτικό κόστος. Στην ενίσχυση της αρνητικής θέσης συνέβαλαν σημαντικά τα ΜΜΕ, που δεν στάθηκαν αρωγοί μιας ορθής και αντικειμενικής ενημέρωσης λόγω της απουσίας εξειδικευμένων δημοσιογράφων στην Κύπρο, ή της εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αυτή την αρνητική κοινή γνώμη επικαλέστηκε η Κύπρος για να στηρίξει την αρνητική πολιτική της θέση. Το γεγονός ότι η κοινή γνώμη είναι υπολογίσιμη για τη χάραξη κυβερνητικής πολιτικής αποδεικνύει την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός ορθά ενημερωμένου κοινού και κατά συνέπεια την αναγκαιότητα για επιμόρφωση όχι μόνο με ατομική ευθύνη αλλά κυρίως με κρατική μέσω συμπερίληψης σχετικού μαθήματος στα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων, κίνητρα για εξειδίκευση των δημοσιογράφων, εκπομπές στα κρατικά κανάλια, επιμόρφωση ενηλίκων στα επιμορφωτικά μαθήματα.
Οι εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανώσεων και ΜΚΟ παρουσιάστηκαν αρνητικοί στην οποιαδήποτε χρήση των ΓΤΟ ακόμα και ιατρική ή φαρμακευτική. Διαφοροποιημένοι και πιο θετικοί, ιδιαίτερα για τη θεραπευτική χρήση, εμφανίζονται οι συμμετέχοντες επιστήμονες από συναφείς κλάδους. Οι ίδιες ομάδες, εξέφρασαν έντονη δυσπιστία προς την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων. Επικαλούμενοι οικονομικά συμφέροντα και χωρίς στοιχεία αναφέρθηκαν σε μία μη αμερόληπτη Αρχή. Οι επιστήμονες επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν σχετικά με την αξιοπιστία της Αρχής καθώς δεν είναι άμεσα διαθέσιμα τα επιστημονικά δεδομένα, βάσει των οποίων λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις. Οι ανησυχίες αυτές ενδέχεται να μειωθούν με την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1381, ο οποίος διασφαλίζει ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις μελέτες και πληροφορίες τόσο στο κοινό όσο και στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η Κύπρος παρουσιάζει ιδιομορφίες οι οποίες εγείρουν προβληματισμούς σχετικά με την προώθηση της γενετικά τροποποιημένης καλλιέργειας. Πιο συγκεκριμένα, η διατάραξη του φυσικού πλούτου της χώρας, το μικρό της μέγεθος, οι μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ο πολυτεμαχισμός της γης και ο μεγάλος αριθμός διάσπαρτων και πολλές φορές νομαδικού τύπου μελισσιών αυξάνουν τη δυνατότητα επιμόλυνσης και δεν επιτρέπουν την γεωγραφική απομόνωση που συστήνεται, μέσω των μέτρων συνύπαρξης. Επιπρόσθετα η κρατική γεωργική πολιτική για προώθηση των βιολογικών καλλιεργειών και των παραδοσιακών ποικιλιών δεν ευνοούν την γενετικά τροποποιημένη καλλιέργεια. Βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας (Οδηγία (ΕΕ) 412/2015), οι ιδιομορφίες αυτές αρκούν για την «κατά περίπτωση» εξαίρεσή της από το πεδίο των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας η ανησυχία του κοινού αναφορικά με την ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, ως προς την υγεία παρόλο που παραμένει σε ψηλά επίπεδα, παρουσιάζει αισθητή μείωση, συγκρινόμενη με το ευρωβαρόμετρο 2010. Η σχετική αυτή μείωση δεν επηρέασε το ενδεχόμενο κατανάλωσής τους, το οποίο παραμένει απομακρυσμένο, αφού τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα κρίνονται ως προϊόν ανθρώπινης παρέμβασης, παράγοντας κρίσιμος για την αποδοχή τους. Ο φόβος για την υγεία αναδείχθηκε ως ο κύριος παράγοντας αυτής της ανησυχίας. Επιπλέον οι διατροφικές συνήθειες σε συνδυασμό με το βιοτικό επίπεδο, επηρεάζουν τις επιλογές τροφίμων των Κυπρίων πολιτών. Παρόλα όμως αυτά στη βάση της άγνοιας του και ενάντια στα θέλω του, καταναλώνει ζώα φάρμας τα οποία εκτρέφονται εξ ολοκλήρου με γενετικά τροποποιημένες ζωοτροφές. Αρνητισμός παρατηρείται και στο ενδεχόμενο ανάπτυξης
γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών στην Κύπρο, με σημαντικότερο λόγο το φόβος για τις συνέπειες στο περιβάλλον. Μοναδική επιφύλαξη αποτελεί το ενδεχόμενο καλλιέργειας φυτών ανθεκτικών στην ξηρασία, λόγω του έντονου προβλήματος που αντιμετωπίζει η Κύπρος. Σύμφωνα με τις στατιστικά σημαντικές σχέσεις της έρευνας, περισσότερο θετικοί ως προς τους ΓΤΟ παρουσιάσθηκαν οι γυναίκες, τα νεαρότερα άτομα, τα άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τα άτομα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον των οποίων υπάρχουν μέλη σχετιζόμενα με βιολογικές ή περιβαλλοντικές επιστήμες σε αντίθεση με αυτούς που παρουσίασαν αυξημένη αυτοεκτίμηση γνώσεων. Η αυξημένη αυτοεκτίμηση γνώσεων ερμηνεύεται στη βάση της «υποκειμενικής γνώσης» και παρουσιάζει στατιστικά σημαντική σχέση αφενός με τη μείωση της ικανοποίησης από το θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο και αφετέρου με τη μείωση των θετικών στάσεων, αλλά και με την ταυτόχρονη αύξηση του φόβου για την υγεία και το περιβάλλον. Ως προς τον κρατικό έλεγχο των τροφίμων οι πολίτες παρουσιάζονται δύσπιστοι προς τις αρμόδιες υπηρεσίες. Σε ό,τι αφορά στη σήμανση των τροφίμων, φάνηκε ότι αποτελεί βασική απαίτηση του κοινού, αφού οι πλειοψηφία των πολιτών ελέγχει τις ετικέτες και δεν θα αγόραζε σχεδόν ποτέ προϊόντα που φέρουν σήμανση για την ύπαρξη ΓΤΟ.
Αναφορικά με τα κριτήρια έγκρισης μια γενετικής τροποποίησης οι πολίτες θεωρούν ότι δεν θα πρέπει να καθορίζονται βάση της κοινής γνώμης αλλά βάση πορισμάτων επιστημονικών ερευνών και μελετών αξιολόγησης κινδύνου από φορείς που δεν σχετίζονται με πολυεθνικές εταιρείες, αλλά λειτουργούν είτε ανεξάρτητα, είτε υπό τον κρατικό έλεγχο.
Συνηθέστερες πηγές πληροφόρησης του κοινού είναι τα ΜΜΕ, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως η πλέον αξιόπιστη πηγή κρίθηκαν οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, στα ΜΜΕ αποδόθηκε χαμηλή αξιοπιστία ενώ σχετικά με τις πληροφορίες που προέρχονται από περιβαλλοντικές οργανώσεις αυτές κρίθηκαν αρκετά αξιόπιστες επιβεβαιώνοντας εν μέρει την θέση των εκπροσώπων τους για την συμβολή τους στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης.