Η λατινοελληνική γραφή σε Ελλάδα και Κύπρο: συγκριτική μελέτη στάσεων και χρήσεων
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2020-12Συγγραφέας
Αθανασιάδη, Αγάπη
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνηθούν οι στάσεις των χρηστών και μη της λατινοελληνικής γραφής (γνωστής ως greeklish) σε Ελλάδα και Κύπρο. Τα greeklish αποτελούν έναν τρόπο γραφής της ελληνικής γλώσσας σε ρομανικό αλφάβητο, ο οποίος επινοήθηκε αρχικά για να διευκολύνει τις ανάγκες επικοινωνίας μεταξύ των χρηστών των τεχνολογικών μέσων. Στο πρώτο μέρος της εργασίας αυτής δίνονται κάποια εισαγωγικά στοιχεία για τα greeklish, ενώ περιγράφεται η χρήση τους σε ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας στο διαδίκτυο καθώς και η ποικιλομορφία που τα χαρακτηρίζει. Παρουσιάζονται επίσης προγενέστερες έρευνες για τα greeklish, ενώ περιγράφεται η χρήση τους και στο κυπριακό συγκείμενο. Έτσι, κατέστη ιδιαίτερα ενδιαφέρον να μελετηθούν οι στάσεις απέναντι στα greeklish καθώς και οι χρήσεις τους στην Ελλάδα και στην Κύπρο και να συγκριθούν τα αποτελέσματα ανάμεσα στις δύο αυτές χώρες. Για τη διερεύνηση, λοιπόν, αυτού του θέματος, σχεδιάστηκε ερωτηματολόγιο, το οποίο μοιράστηκε σε 200 άτομα και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ηλικιακά οι συμμετέχοντες ήταν 16 ετών και άνω. Κάποιοι συμμετέχοντες ήταν μαθητές, κάποιοι φοιτητές και κάποιοι άλλοι εργαζόμενοι. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όλοι γνώριζαν το φαινόμενο των greeklish, ενώ από τους 200 οι 149 (75%) δήλωσαν ότι τα χρησιμοποιούν κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για λόγους επικοινωνίας. Έτσι, παρατηρείται μία ποικιλομορφία καθώς οι χρήστες αυτού του φαινομένου γράφουν με τον δικό τους τρόπο ο καθένας. Όσον αφορά τους λόγους που ωθούν τους συμμετέχοντες στη χρήση των greeklish, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών (59%) δήλωσε ότι τα χρησιμοποιεί για να αποφευχθούν τυχόν ορθογραφικά λάθη. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες της έρευνας δήλωσαν ότι θεωρούν πως η χρήση των greeklish επηρεάζει αρνητικά την ορθογραφία. Οι περισσότεροι φάνηκε ότι διασυνδέουν τη χρήση των greeklish με τους νέους (97%), ενώ η πλειοψηφία (79%) πιστεύει ότι το φαινόμενο αυτό έχει αυξητικές τάσεις.