Ο Κάρολος Κούν και η πρόσληψη του χορού στο αρχαίο δράμα
Abstract
Στόχος της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής είναι να διερευνηθεί η προσέγγιση του αρχαίου δράματος, και ειδικότερα του Χορού, από τον σκηνοθέτη Κάρολο Κουν. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα επικεντρώθηκε στη μελέτη των σημαντικότερων και πιο αντιπροσωπευτικών, κατά τη δευτερογενή βιβλιογραφία, σκηνοθεσιών του στην αρχαία κωμωδία και τραγωδία δηλαδή στις παραστάσεις: Αριστοφάνη Πλούτος (1957), Όρνιθες (1959), αλλά και Αισχύλου Πέρσες (1965) και Ορέστεια (1980), αντιστοίχως. Βασικό ερώτημα που απασχόλησε τη διατριβή αποτέλεσε ο διαφορετικός τρόπος πρόσληψης του Χορού από τον σκηνοθέτη, σε σχέση με άλλους Έλληνες σκηνοθέτες της εποχής. Για τον λόγο αυτό εξετάστηκαν επίσης συνοδευτικές παράμετροι, όπως αυτές της ενδυματολογίας, της σκηνογραφίας και των προσωπείων στις προαναφερθείσες παραστάσεις αλλά και οι γενικότερες απόψεις του Καρόλου Κουν γύρω από τη σκηνοθεσία του αρχαίου δράματος. Η οριοθέτηση της εργασίας πραγματοποιήθηκε με βάση πέντε διαφορετικούς άξονες, οι οποίοι αφορούν: Α. τον ίδιο τον σκηνοθέτη και το σύνολο της εργοβιογραφίας του, Β. τις σκηνοθεσίες αρχαίου δράματος, εν γένει, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, Γ. τις συγκεκριμένες παραστάσεις και την πρόσληψή τους από το κοινό και την κριτική της εποχής, Δ. την λειτουργία, τον ρόλο και τη σκηνική υλοποίηση του Χορού από τον Κουν στις εν λόγω παραστάσεις και Ε. την κριτική υποδοχή του ρόλου του Χορού στις σκηνοθεσίες του-στον βαθμό που έχει καταγραφεί-, και, τέλος, στοιχεία γύρω από τη συνέχεια του έργου του. Με βάση τους παραπάνω άξονες, επιχειρείται η ένταξη του Κουν στο τοπίο της αναβίωσης του αρχαίου δράματος, με έμφαση στην πρόσληψη του Χορού, καθώς και στη χρήση κοστουμιών και προσωπείων με βάση το φωτογραφικό και βιντεοσκοπημένο υλικό, καθώς και την δευτερεύουσα βιβλιογραφία. Εν συνεχεία, παρουσιάζονται διεξοδικότερα οι εξεταζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες με ιδιαίτερες αναφορές στον Χορό, όπως προκύπτουν από την αποδελτίωση του περιοδικού και καθημερινού Τύπου της εποχής, αλλά και τη μελέτη της δευτερογενούς βιβλιογραφίας, ποικίλης θεματολογίας, η οποία διασταυρώνεται με το θέμα της εργασίας. Επιπλέον, διαπιστώνονται οι διαφορές, οι οποίες υπάρχουν μεταξύ του Εθνικού θεάτρου και των σκηνοθετών του σε σχέση με όσα ο Κουν πρέσβευε σχετικά με το αρχαίο δράμα. Τέλος, ακροθιγώς, η διατριβή αναφέρεται στους άμεσους διαδόχους του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, τους σκηνοθέτες Γιώργο Λαζάνη και Μίμη Κουγιουμτζή, οι οποίοι επηρεάστηκαν σημαντικά από τον Κουν και θεωρήθηκαν ως συνεχιστές του έργου του.
Από την παρούσα έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο Κάρολος Κουν ξεπερνά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα και τις ξένες επιρροές, στηρίζεται, αφενός, στον λαϊκό εξπρεσιονισμό, τον οποίο απέδωσε μέσα από την εξιδανίκευση στοιχείων της λαϊκής παράδοσης, και, αφετέρου, στον εσωτερικό ρεαλισμό του Στανισλάφσκι, όπου οι ηθοποιοί καλούνταν να κατανοήσουν εις βάθος τον ψυχολογικό κόσμο των υποδυόμενων ηρώων και να τον αποδώσουν μέσα από τη σωματική τους έκφραση. Ταυτόχρονα όμως, διαπιστώθηκαν και καταδείχθηκαν οι επιρροές του Καρόλου Κουν ως προς την πρόσληψη του Χορού από τον Μπέρτολντ Μπρεχτ, σε σχέση με τον ιδιαίτερο τρόπο χρήσης της μουσικής, της εκφραστικής κίνησης αλλά και τον τρόπο επικοινωνίας με το κοινό.