Εναλλακτικές προτάσεις αξιοποίησης του λεπτόκοκκου τμήματος των αποβλήτων εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ)
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2020-05Συγγραφέας
Γεωργίου, Γεωργία
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων της Κύπρου είναι θέμα ζωτικής σημασίας καθώς η Κύπρος, όπως και όλα τα νησιά της Μεσογείου, λόγω των ιδιαίτερων γεωμορφολογικών και κλιματικών συνθηκών, ανήκει στις περιοχές που θα πληγούν σε μεγάλο βαθμό από την κλιματική αλλαγή. Η αειφόρος διαχείριση του ορυκτού πλούτου της Κύπρου είναι σημαντική για τον μετριασμό των επιπτώσεων στο περιβάλλον. Πρακτικές, όπως η ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση αποβλήτων εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ), θα βοηθήσουν στη σημαντική μείωση των επιπτώσεων των λατομικών και μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στο περιβάλλον του νησιού.
Τα ΑΕΚΚ χωρίζονται σε δυο τύπους, στα αδρανή (χαλίκια, άμμος, τούβλα και σκυρόδεμα) και στα μη αδρανή (πλαστικό, ξυλεία, μέταλλα και άλλα οργανικά υλικά) και μπορούν εύκολα να ανακυκλωθούν, περίπου κατά 90%. Προκύπτουν από δραστηριότητες όπως η ολική ή μερική κατεδάφιση ή ανακαίνιση κτιρίων, η κατασκευή κτιρίων και δημοσίων υποδομών, κατασκευή και συντήρηση δρόμων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναγνωρίσει τα ΑΕΚΚ ως ένα ρεύμα αποβλήτων με προτεραιότητα διαχείρισης.
Η ανεξέλεγκτη απόρριψή τους, εκτός από τη ρύπανση του εδάφους, της ατμόσφαιρας και των υπογείων υδάτων, έχει σημαντική επίπτωση και στην αισθητική υποβάθμιση της περιοχής απόρριψής τους.
Στο πρώτο κεφάλαιο της μεταπτυχιακής διατριβής γίνεται καταγραφή του στόχου, η σημασία και αναγκαιότητα της μελέτης και ανάλυση του προβλήματος σχετικά με τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων.
Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται ιστορική αναδρομή της εξέλιξη της ανακύκλωσης των ΑΕΚΚ στην Κύπρο, αλλά και σε Ευρωπαϊκή κλίμακα, παρουσιάζονται οι πηγές προέλευσης των ΑΕΚΚ, γίνεται ανάλυση της σύστασής τους, περιγράφονται τα επικίνδυνα συστατικά τους και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την ανεξέλεγκτη απόρριψή τους και ακολουθεί ανάλυση του θεσμικού πλαισίου και συγκεκριμένα του Ευρωπαϊκού και του Κυπριακού. Στη συνέχεια περιγράφονται τα παραγόμενα υλικά από την επεξεργασία των ΑΕΚΚ καθώς και τρόποι επαναχρησιμοποίησης, προσδιορίζονται οι περιοχές που βρίσκονται τα υφιστάμενα λατομεία της Κύπρου, το προσδόκιμο ζωής τους σύμφωνα με την αδειοδοτημένη περιοχή, και σε ποιο βαθμό επηρεάζουν το φυσικό περιβάλλον της περιοχής.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής, ο οποίος είναι η καταγραφή του προβλήματος διάθεσης των ΑΕΚΚ που παράγονται στην Κύπρο και η αναζήτηση εναλλακτικών πρακτικών αξιοποίησης του λεπτόκοκκου κλάσματος αυτών, καθώς και η μεθοδολογία προσέγγισης της έρευνας.
Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση των δεδομένων που συλλέχτηκαν από δυο μεγάλες μονάδες ανακύκλωσης ΑΕΚΚ που υπάρχουν στην Κύπρο, καθώς και τριών περιοχών στις οποίες γίνεται παράνομη εναπόθεση υλικών ΑΕΚΚ. Γίνεται ανάλυση της κοκκομετρικής διαβάθμισης των υλικών, ώστε να υπολογιστεί το ποσοστό των λεπτόκοκκων υλικών που παράγεται από την επεξεργασία των υλικών ΑΕΚΚ. Παρουσιάζονται τα αποτελέσματα χημικής ανάλυσης της περιεκτικότητάς τους σε άζωτο, κάλιο, φώσφορο αλλά και του pH και της ηλεκτρικής αγωγιμότητας, για τον προσδιορισμό των θρεπτικών συστατικών των υλικών αυτών, έτσι ώστε να προσδιορισθούν οι συνθήκες ανάμιξής τους με οργανικά υλικά προκειμένου να βελτιωθεί η θρεπτική τους ικανότητα και να αξιοποιηθούν στην ανάπλαση ή τη δημιουργία χώρων και περιοχών πρασίνου. Τα υλικά αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συστατικά εδαφοβελτιωτικών για τη δημιουργία χώρων πρασίνου, εντός ή εκτός πόλεων, σε χώρους μη προσβάσιμους από το κοινό, όπως είναι η χρήση τους στη δημιουργία περιοχών πρασίνου σε αυτοκινητόδρομους, περίπτωση που εξετάζεται στη μεταπτυχιακή διατριβή.
Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο, γίνονται εισηγήσεις και προτάσεις για τη χρήση του μείγματος λεπτόκοκκου υλικού των ΑΕΚΚ με κόμποστ, έτσι ώστε να γίνεται ορθή και αποτελεσματική εκμετάλλευση του στη δημιουργία χώρων πρασίνου.