Προσεγγίζοντας την σκηνοθετική αποτύπωση του θεατρικού έργου, ταξίδι μιας μεγάλης μέρας στη νύχτα, του Ευγένιου Ο'Νηλ, μέσα από τη Φροϋδική ψυχαναλυτική οπτική.
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2019-05Συγγραφέας
Δημητρίου, Φίλιππος-Μιχαήλ
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η παρούσα εργασία στηρίζεται στο θεατρικό έργο Ταξίδι μιας Μεγάλης Μέρας μέσα στη Νύχτα, του Ευγένιου Ο’ Νηλ, το οποίο άσκησε σημαντική επίδραση στο παγκόσμιο Θέατρο. Συγκεκριμένα, η διατριβή αυτή βασίζεται στις θεατρικές παραστάσεις α) του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Ιορδανίδη (2002), β) του Jonathan Miller (1987), η οποία μαγνητοσκοπήθηκε για την τηλεόραση στο θέατρο Broadway, στην Νέα Υόρκη, καθώς και γ) στην παράσταση, υπό την σκηνοθετική επιμέλεια του Anthony Page, η οποία ανέβηκε στο θέατρο Apollo, στο Λονδίνο (2012). Οι τρεις αυτές παραστάσεις επιλέχθηκαν εσκεμμένα. Πιο συγκεκριμένα, η παράσταση του Ιορδανίδη επελέγη επειδή θέλαμε να συμπεριλάβουμε στην μελέτη μας έναν Έλληνα σκηνοθέτη, του Jonathan Miller, λόγω του ότι ο πατέρας του ήταν γνωστός ψυχίατρος, με τεράστια επιρροή από τον ψυχαναλυτικό χώρο, πράγμα που υποπτευόμαστε ότι επηρέασε και τον ίδιο τον σκηνοθέτη, και, τέλος, την παράσταση του Anthony Page, λόγω ιδιαίτερης προτίμησης στην σκηνοθετική του ματιά.
H παρούσα εργασία στοχεύει στο να αναδείξει την σχέση της φροϋδικής σκέψης με το εν λόγω έργο, σε επίπεδο όχι μόνο νοηματικού περιεχομένου, αλλά και σκηνοθεσίας. Διαπιστώνουμε ότι το Ταξίδι, ηθελημένα ή μη, εμφανίζεται αλληλένδετο με την φροϋδική σκέψη, την οποία φέρνουν στην επιφάνεια εξίσου και οι σκηνοθετικές προσεγγίσεις. Επιπρόσθετα, μέσα από αυτήν την εργασία, καταδεικνύεται η διαχρονικότητα των ψυχικών προβληματισμών, εκτονώσεων και αδιεξόδων, εφόσον αυτά διέπονται από πανανθρώπινες, κατά τον Φρόιντ, ψυχικές λειτουργίες, οι οποίες χαρακτηρίζουν τον ανθρώπινο ψυχισμό στο διάβα των χρόνων. Άρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προβληματική που εμποτίζει τις σχέσεις στο έργο δεν είναι καθόλου ξένη από την προβληματική που συναντάμε έως σήμερα σε πλήθος οικογενειακών και άλλων σχέσεων. Κατ’ επέκταση, η φροϋδική ερμηνεία των σχέσεων, όπως αυτή μπορεί να αποτυπώνεται στο έργο αυτό καθαυτό, αλλά και σκηνοθετικά, και η οποία αναλύεται εκτενώς στην παρούσα εργασία, θα μπορούσε κανείς να πει πως προσφέρεται, έστω ανεπίγνωστα, στον θεατή, βοηθώντας τον να συνδεθεί με έναν βαθύτερο τρόπο με το έργο, τέτοιο που να τον οδηγήσει σε δική του ενδοσκόπηση και ανασκόπηση των σχέσεων του. Δηλαδή, επειδή το έργο ακουμπά στην πανανθρώπινη και διαχρονική προβληματική των σχέσεων, είναι δύσκολο να αφήσει ανεπηρέαστο τον θεατή, ακόμη κι αν αυτός είναι ένας σχετικά παθητικός δέκτης. Μπορεί, λοιπόν, να επενεργήσει επάνω του σχεδόν θεραπευτικά, με την έννοια του να τον ωθήσει σε λυτρωτικές συνειδητοποιήσεις. «Η λειτουργία του θεάτρου, όπως την εννόησε και ο Αριστοτέλης, είναι να διακινήσει συναισθήματα λύπης και φόβου, και άρα να επιφέρει ‘κάθαρση’ των συναισθημάτων», αφού λειτουργεί για τον θεατή όπως λειτουργεί το παιχνίδι για τα μικρά παιδιά, δίνοντας, από την μία, διέξοδο στην εκτόνωση των συναισθημάτων του, και, από την άλλη, προσφέροντας μια περαιτέρω διέγερση στις αισθήσεις (Freud & Bunker, 1960: 144). Ο Rothenberg (2017) επεξηγεί πώς, παρόλο που ο τρόπος που προσλαμβάνουν οι θεατές το έργο είναι αρκετά περίπλοκος, τους βοηθά να ακουμπήσουν σε εσωτερικές τους συγκρούσεις και διλήμματα με έναν τρόπο που μπορεί να αποβαίνει θεραπευτικός. Σαφώς, αυτές από μόνες τους δεν συνιστούν ψυχοθεραπεία και είναι απαραίτητο εδώ να κάνουμε αυτήν την διευκρίνιση, ότι, δηλαδή, μεν το έργο και η σκηνοθεσία μπορεί να έχουν, κατά σημεία και για κάποιους θεατές, ένα στοιχείο λυτρωτικό, επανορθωτικό και άρα θεραπευτικό, διαφέρουν δε από την ίδια την θεραπευτική διαδικασία σε πολλά σημεία. Οι συγκρούσεις των πρωταγωνιστών, εσωτερικής φύσης ή και οι μεταξύ του συγκρούσεις, μιλούν πολυεπίπεδα στον ψυχισμό του θεατή και δύνανται να τον φέρουν σε επαφή με το δικό του ψυχικό υλικό, δίχως όμως ο θεατής να χρειάζεται να το αναλάβει άμεσα, διατηρώντας έτσι την χαρά της εκτόνωσης ταυτόχρονα με την ανακούφιση από το γεγονός ότι, όσο κι αν ταυτίζεται με το υλικό, δεν χρειάζεται πάραυτα να το κάνει δικό του, με ό,τι δυσκολίες αυτό συνεπάγεται (Freud & Bunker, 1960). Αρωγός σε αυτήν την ενδοσκόπηση για τον θεατή είναι και ο εκάστοτε σκηνοθέτης, ο οποίος, μέσω των αποδόσεών του, βοηθά περαιτέρω τον θεατή να συνδεθεί με το βαθύτερο, ασυνείδητο υλικό του έργου και άρα να οδηγηθεί και μέσω αυτής της οδού σε κάποια εσωτερική συνειδητοποίηση ή ακόμη και κάθαρση.
Ο βασικός άξονας μεθοδολογίας που θα χρησιμοποιηθεί στην παρούσα εργασία είναι η αποτύπωση και ανάπτυξη συγκεκριμένων στοιχείων της φροϋδικής σκέψης, όπως η θεωρία της Αρχής της Ευχαρίστησης, η σχέση μεταξύ Εγώ, Υπερεγώ και Αυτό, η θεωρία ότι ο Πολιτισμός μπορεί να αποβεί σε Πηγή Δυστυχίας, καθώς και τμήματα της θεωρίας της Ψυχοπαθολογίας της Καθημερινής Ζωής. Αυτά θα περιγραφούν και στην συνέχεια θα συσχετιστούν με το Ταξίδι και τις τρεις διαφορετικές σκηνοθετικές προσεγγίσεις του. Το έργο του Φρόιντ, Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, θα είναι αρωγός και βασικός καθοδηγητής αυτού του εγχειρήματος, καθώς θα φωτίσει την έρευνα μας, προκειμένου να αποδείξουμε ότι το κυρίαρχο σύμπτωμα των ηρώων, ο εθισμός, συνδέεται με τη φροϋδική Αρχή της Ευχαρίστησης. Το φροϋδικό τρίπτυχο, Εγώ–Υπερεγώ–Αυτό, επισημαίνεται και αναλύεται, επίσης, ώστε να ρίξει φως στις εσωτερικές συγκρούσεις των δραματικών χαρακτήρων του έργου, συγκρούσεις οι οποίες, τελικά, εμποδίζουν, αν όχι και κατακερματίζουν ολοσχερώς, την δυνατότητα διαυγούς επικοινωνίας και ειλικρινούς και ελεύθερης σχέσης μεταξύ των μελών της οικογένειας. «Όταν χρησιμοποιούνται [βαριές ψυχικές] άμυνες μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο, δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στην επικοινωνία» (Rothenberg, 2017), όπως ακριβώς στην οικογένεια Ταϊρόν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στρέβλωση στην επικοινωνία, λόγω των περιορισμών που δημιουργούν οι εσωτερικές συγκρούσεις των προσώπων, οδηγεί σε περαιτέρω αποξένωση μεταξύ τους, ενδυναμώνοντας έναν κλιμακούμενο σε ένταση φαύλο προσωπικής και συλλογικής – για την οικογένεια – κύκλο δυστυχίας και αδιεξόδου.