Ρόλοι και ταυτότητες του πατέρα στην Ελληνική Χριστιανική λογοτεχνία της Ύστερης Αρχαιότητας
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2012-08-09Συγγραφέας
Βασιλείου, Φώτης
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η οικογένεια ήταν ένας ιδιαίτερα σημαντικός θεσμός για τις μεσογειακές κοινωνίες της αρχαιότητας, καθώς αποτελούσε το βασικό κύτταρο αναπαραγωγής και τον πρωταρχικό πυρήνα κοινωνικής οργάνωσης. Έτσι οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι, παρά τις άλλες διαφορές τους, είχαν κοινές απόψεις για τον γάμο και την οικογένεια. Σύμφωνα με αυτές, ο γάμος δεν ήταν απλώς μια δυνατότητα ή ένα ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά καθήκον του πολίτη απέναντι στην πατρίδα του. Ο άνθρωπος της Ύστερης Αρχαιότητας όφειλε να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, ειδάλλως θα είχε να αντιμετωπίσει την περιφρόνηση του περίγυρου και τα εμπόδια που ορθώνονταν από το οικογενειακό δίκαιο που θέσπισε ο Αύγουστος.
Η πατρική εξουσία αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο της αρχαίας οικογένειας. Ο πατέρας δικαιούνταν να επιβάλλει την άποψή του για τα τρέχοντα θέματα στα άλλα μέλη και είχε την δυνατότητα να διαμορφώσει το μέλλον των τέκνων του φροντίζοντας για την εκπαίδευσή τους, προετοιμάζοντας το έδαφος για έναν καλό γάμο κ.λ.π. Επιπλέον, σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Δίκαιο ο paterfamilias ασκούσε απόλυτη εξουσία πάνω στα τέκνα του ανεξαρτήτως της ηλικίας τους. Θεωρητικά η patria potestas του έδινε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω σε αυτά, αλλά κάτι τέτοιο κατά την Ύστερη Αρχαιότητα φαίνεται να αφορούσε κυρίως σε περιουσιακά ζητήματα. Επειδή όμως τα ενήλικα τέκνα δεν είχαν πρόσβαση στα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειάς τους χωρίς την άδεια του paterfamilias, μπορούσαν να δημιουργηθούν εντάσεις και να προκληθεί μεγάλη δυσφορία. Ο νόμος παρείχε βεβαίως κάποιες δικλείδες ασφαλείας, όπως το peculium, ένα περιουσιακό στοιχείο ή ένα ποσό που ο πατέρας παραχωρούσε στα τέκνα για να το διαχειρίζονται όπως επιθυμούν ή η emancipatio, νομική διαδικασία χειραφέτησης που καθιστούσε τα τέκνα sui iuris, δηλαδή ανεξάρτητα. Ωστόσο και αυτές βρίσκονταν στην διακριτική ευχέρεια του paterfamilias.
Η Εκκλησία κόμισε μια διαφορετική οπτική για τον γάμο και την οικογένεια, καθώς εξαρχής τοποθέτησε στο επίκεντρο την σχέση των δύο συζύγων και όχι τον πατέρα και τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα μέλη του νοικοκυριού. Στην Καινή Διαθήκη δεν θεωρείται ως σκοπός του γάμου η αναπαραγωγή, αλλά η συμβίωση αυτή καθεαυτή, καθώς βοηθούσε τους δυο συζύγους να τιθασεύσουν τις σαρκικές τους ανάγκες.
Επιπλέον, ο γάμος θεωρήθηκε ιερό μυστήριο, θεσμός ευλογημένος από τον Θεό, μια ένωση η οποία γίνεται για να διαρκέσει αιώνια και όχι απλώς μια νομική διαδικασία ή μια συμφωνία ανάμεσα σε δυο οικογένειες. Τέλος, το Χριστιανικό αρχέτυπο του Καλού Πατέρα, ο οποίος δεν επιβάλλει την εξουσία του, αλλά δίνει χώρο και ευκαιρία στα άλλα μέλη της οικογένειας να επιλέξουν τον δικό τους δρόμο, σε συνδυασμό με τον σημαντικό ρόλο που αναγνωρίζονταν στην μητέρα αλλά και τις γυναίκες γενικότερα στην Καινή Διαθήκη, οδήγησαν στη δημιουργία ενός νέου προτύπου οικογένειας, όπου η εξουσία του πατέρα ήταν σημαντικά μειωμένη και αντίστοιχα της μητέρας διευρυμένη.
Η ανά χείρας διατριβή εξετάζει τον ρόλο του πατέρα, την εξουσία και την επιρροή του πάνω στα άλλα μέλη της οικογένειάς του, καθώς και την αντίληψη που υπήρχε για την πατρότητα στη Χριστιανική λογοτεχνία της Ύστερης Αρχαιότητας. Για να επιτευχθεί αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα ευρύτατο φάσμα πηγών (Μαρτύρια, Βίους αγίων, Συλλογές Θαυμάτων, επιστολές, ποιήματα, κτλ), όχι μόνο προκειμένου να σχηματίσουμε το ιστορικό πρόσωπο του πατέρα, αλλά για να κατανοήσουμε πώς αυτός παρουσιάζεται σε αυτά τα κείμενα. Επιδίωξή μας είναι να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι συγγραφείς μετατρέπουν την πραγματικότητά τους, την κοινή εμπειρία της εποχής τους, σε λογοτεχνικό έργο το οποίο ταυτοχρόνως λειτουργεί και ως πρότυπο για τους αναγνώστες του.
Το πρώτο κεφάλαιο εξετάζει τους πατεράδες που εμφανίζονται στα Μαρτύρια. Σε αυτά τα κείμενα, τα οποία στέκονται ανάμεσα στην Καινή Διαθήκη και τους Βίους των αγίων, είναι ιδιαίτερα ισχυρή η αμφισβήτηση του θεσμού της οικογένειας. Ο γάμος και η ερωτική επαφή τοποθετούνται στον αντίποδα της Χριστιανικής ζωής. Γενικά μπορούμε να διακρίνουμε δύο τύπους πατέρα σε αυτά: τον ευσεβή Χριστιανό, όπως ο Πλακίδας/Ευστάθιος, ο οποίος προσηλύτισε την σύζυγο και τα τέκνα του στον Χριστιανισμό και στο τέλος εκτελέστηκε μαζί τους στο αμφιθέατρο σε ένα χαρακτηριστικό Χριστιανικό ευτυχές τέλος. Η κύρια αγωνία εκείνου του πατέρα είναι η σωτηρία της ψυχής των μελών της οικογένειάς του, όχι κάποιο ενδιαφέρον για την ευτυχία ή την επιτυχία τους μέσα στον κόσμο. Στην αντίπερα όχθη στέκεται ο ασεβής, εθνικός πατέρας, ο οποίος καταλήγει να γίνεται ο διώκτης του ίδιου του τέκνου που είχε ασπαστεί τον Χριστιανισμό, όπως έγινε ο Πολέμιος για τον Χρύσανθο στο πρώτο μέρος του Μαρτυρίου που είναι αφιερωμένο στον τελευταίο. Οι συγκεκριμένοι πατεράδες θέλουν να ελέγχουν ακόμα και την συνείδηση των απογόνων τους.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα Μαρτύρια που αναφέρονται στη σύγκρουση του εθνικού πατέρα με την χριστιανή κόρη του, δεδομένης της πολύ στενής σχέσης τους. Αν ο εθνικός πατέρας σταματούσε να καταπιέζει τον χριστιανό γιο του μόλις εκείνος ανεξαρτητοποιούνταν, η εξουσία πάνω στην κόρη σταματούσε μόνο με τον θάνατό της, για τον οποίο μάλιστα έφερε συχνά ο ίδιος έμμεση ή άμεση ευθύνη. Σε αυτές τις ιστορίες μπορούμε να διακρίνουμε και αιμομικτικά υπονοούμενα. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τον σχολιασμό της σχέσης της Περπετούας με τον πατέρα της, όπως αποτυπώνεται στο περίφημο ημερολόγιό της. Εκεί δεν συναντάμε την αγριότητα των άλλων Μαρτυρίων, παρόλα αυτά η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση της νεαρής γυναίκας από την πατρική εξουσία, την φέρνει όλο και πιο κοντά στον θάνατο.
Η προσοχή μας στο επόμενο δεύτερο κεφάλαιο στρέφεται στον πατέρα του αγίου. Εξαιτίας ίσως των καθηκόντων του, ο πατέρας στη Χριστιανική λογοτεχνία της Ύστερης Αρχαιότητας, έχει καταστεί σύμβολο της εγκόσμιας ζωής, ενώ αντιθέτως η μητέρα διατηρεί στενότερη σχέση με το μυστικιστικό, θρησκευτικό στοιχείο. Για να μπορέσει λοιπόν κανείς να ξεκινήσει το ασκητικό στάδιο θα πρέπει να απαλλαγεί από τον πατέρα του –να τον «σκοτώσει», για να χρησιμοποιήσουμε την φροϋδική ορολογία– και κατά συνέπεια να προσδεθεί στην μητέρα του. Με βάση τους Βίους των αγίων της περιόδου μελετάμε την σχέση του πατέρα με το τέκνο του από την αρχή, την σύλληψη, μέχρι το τέλος, που είναι είτε ο θάνατος του πατέρα είτε η υιοθέτηση του μοναχισμού από το τέκνο. Στις ιστορίες αυτές η μητέρα διατηρεί κυρίαρχο ρόλο, καθώς συχνά ήταν εκείνη που ωθούσε το τέκνο προς εκείνη την κατεύθυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ έχει γραφτεί Βίος για τη μακαρία Μάρθα, μητέρα του αγ. Συμεών Στυλίτη του Νέου, δεν έχουμε αντίστοιχο κείμενο για τον πατέρα του ίδιου ή κάποιου άλλου αγίου. Οι συγγραφείς για να υπογραμμίσουν τη στενή σχέση ανάμεσα στους αγίους και τις μητέρες τους παρέθεταν ιστορίες της θαυματουργικής τους σύλληψης ή όνειρα και οράματα που προφήτευαν σε εκείνες το μέλλον των τέκνων τους. Οι ιστορίες αυτές αφενός μεν μειώνουν την συμβολή του πατέρα στην ανατροφή ή ακόμα και τη σύλληψη του παιδιού και αφετέρου προετοιμάζουν τον αναγνώστη για την τελική σύγκρουση του πατέρα με το τέκνο του. Εδώ βέβαια δεν αναφέρονται βιαιότητες ανάλογες με εκείνες των Μαρτυρίων, όμως η σχέση πατέρα και τέκνου κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Υπατίου, ο οποίος εγκατέλειψε τα εγκόσμια όταν ο πατέρας του χειροδίκησε εναντίον του. Παρόλα αυτά η συμβολή του πατέρα στην οικογένεια
παρέμενε πολύ σημαντική, όπως δείχνουν οι δραματικές συνέπειες που είχε ο θάνατός του, ειδικά στα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα. Επιπλέον, η πατρική επιρροή μπορεί να ανιχνευτεί ακόμα και σε Βίους που δεν αναφέρουν κάτι για τον πατέρα του αγίου, όπως εκείνος του Πορφυρίου Γάζης ή του Συμεών του Σαλού.
Έπειτα η μελέτη μας κατευθύνεται στον πατέρα του λαϊκού. Τα Θαύματα, το λογοτεχνικό είδος που έχει στο κέντρο της αφήγησης τον απλό άνθρωπο, μας βοηθά να διερευνήσουμε την patria potestas στην καθημερινότητα. Η μελέτη του τυπικού της ικεσία δείχνει ότι ο πατέρας κατά την περίοδο αυτή εξουσίαζε και το πρόσωπο του τέκνου του. Οι συγγραφείς όμως των συλλογών θαυμάτων επιλέγουν να παρουσιάσουν αυτή την εξουσία ως ευθύνη προς το παιδί και όχι ως έλεγχο ή επιβολή. Έτσι ένας πατέρας έπρεπε να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να θεραπεύσει το τέκνο του που υπόφερε, να ξοδέψει χρόνο και χρήμα, ακόμα και να γονατίσει, να κλάψει και να παρακαλέσει, να ταπεινωθεί παρακαλώντας τον άγιο ή τα λείψανα να βοηθήσουν. Με αυτό τον τρόπο η μορφή του πατέρα κυριαρχεί στα Θαύματα, αλλά η συμπεριφορά του απέχει πολύ από το κλασικό ανδρικό πρότυπο.
Το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στους πατέρες των Καππαδοκών Πατέρων της Εκλκλησίας, τον Βασίλειο τον πρεσβύτερο και τον Γρηγόριο τον πρεσβύτερο. Ο πρώτος πέθανε όταν η πρωτότοκη κόρη του, η Μακρίνα, και οι δυο μεγαλύτεροι γιοι του ήταν έφηβοι. Η Μακρίνα «χρησιμοποίησε» κατά κάποιον τρόπο τον πατέρα της για να μπορέσει να αφοσιωθεί στον ασκητικό τρόπο ζωής που επιθυμούσε, καθώς ισχυρίστηκε ότι επιθυμία του Βασιλείου του πρεσβύτερου ήταν να παντρευτεί τον αρραβωνιαστικό της, ο οποίος στο μεταξύ είχε πεθάνει. Έτσι μπόρεσε να αποκρούσει αποτελεσματικά τις άλλες προτάσεις που της είχαν γίνει. Αντιθέτως, τα αγόρια της οικογένειας, με εξαίρεση τον Πέτρο, ο οποίος γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του, πριν αφιερωθούν στον μοναχικό βίο, ακολούθησαν το παράδειγμά του. Τόσο ο Βασίλειος Καισαρείας, όσο ο Ναυκράτιος και ο Γρηγόριος Νύσσης, εργάστηκαν ως ρήτορες για κάποιο διάστημα. Με άλλα λόγια, ο νεκρός paterafamilias συνέχιζε να ασκεί εξουσία πάνω στους γιους του.
Στον αντίποδα, ο Γρηγόριος ο πρεσβύτερος πέθανε σχεδόν 100 ετών, όταν ο συνονόματος γιος του ήταν ήδη μεσήλικας. Με οδηγό κυρίως τα αυτοβιογραφικά κείμενα του Ναζιανζηνού παρακολουθούμε την μακρά σχέση τους η οποία κάθε άλλο παρά ανέφελη ήταν. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο γέροντας μπορούσε να διαμορφώνει τη
ζωή του γιου του μέχρι το τέλος. Και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο οποίος στα νεανικά του χρόνια επιχειρούσε με κάθε τρόπο να διαφοροποιηθεί από εκείνον, στο τέλος το μόνο που επιθυμούσε ήταν να καταλάβει την θέση του στην τοπική Εκκλησία και τη ζωή της μητέρας του και να μοιραστούν τον ίδιο τάφο, όπως ήδη μοιράζονταν το ίδιο όνομα.
Η διδακτορική αυτή διατριβή δείχνει ότι κατά την Ύστερη Αρχαιότητα οι χριστιανοί συγγραφείς άντλησαν εικόνες και εκφράσεις από παλαιότερα κείμενα για να περιγράψουν τον πατέρα και τις σχέσεις του με τα άλλα μέλη της οικογένειας. Η Αγία Γραφή και κυρίως οι πατεράδες που ζητούσαν από τον Ιησού να θεραπεύσει τα τέκνα τους καθώς και ο Καλός Πατέρας των παραβολών αποτέλεσαν ιδιαίτερα ισχυρή επιρροή. Επιπλέον παρατηρήσαμε ότι η εξουσία τους είναι μειωμένη σε σχέση με τους πατεράδες που απεικονίζονται στην Εθνική λογοτεχνία, καθώς πολλές από τις αρμοδιότητές τους τις έχει αναλάβει η μητέρα. Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στα κείμενα αυτά δεν κυριαρχεί ένας τύπος πατέρα, αλλά συναντάμε πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες που δεν παραπέμπουν σε κλασικά ή βιβλικά πρότυπα, αλλά εκφράζουν την προσωπική εμπειρία και αντίληψη του συγγραφέα.
Η διαδικασία απομείωσης της εξουσίας του πατέρα που ξεκίνησε υπό την επίδραση του Χριστιανισμού, δεν σταμάτησε φυσικά με την λήξη αυτής της περιόδου. Παρόλα αυτά ο ρόλος του πατέρα στη ζωή των παιδιών του, αλλά και γενικότερα στην οικογένεια, παρέμενε σημαντικός και πολυδιάστατος. Σε ειδικές περιστάσεις η μητέρα μπορούσε να αντικαταστήσει τον σύζυγό της, αλλά η συμβολή του στην διαμόρφωση της προσωπικότητας των τέκνων του ήταν πολύ δύσκολο να υποκατασταθεί. Τέλος, αν και οι σχετικές αναφορές δεν είναι πολλές αριθμητικά, διαθέτουν πλούτο και βάθος. Έτσι η Χριστιανική λογοτεχνία της περιόδου αποδεικνύεται μια πολύ πλούσια πηγή τόσο για την μελέτη του ρόλου και της ταυτότητας του πατέρα και της οικογένειας εν γένει, όσο και για την διακρίβωση των τάσεων που διαμορφώνονται στην κοινωνία.