Θεωρία της επικοινωνίας και θεωρία της λογοτεχνίας: Μια διαλεκτική
Abstract
Η συνάφεια της επικοινωνίας με τη λογοτεχνία μοιάζει να είναι μεγάλη: και στις δύο λειτουργεί το σχήμα πομπός – μήνυμα – δέκτης (ή: συγγραφέας – λογοτεχνικό έργο – αναγνώστης), αλλά επίσης και οι δύο εμπλέκουν αφηγήσεις. Ωστόσο υπάρχουν εγγενείς αντιστάσεις, που προκύπτουν από γεγονότα όπως το ότι στην επικοινωνία σκοπός είναι η μεταβίβαση ενός μηνύματος που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, ενώ η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας είναι η μυθοπλασία.
Στην παρούσα εργασία επιχειρείται η εδραίωση μιας διαλεκτικής μεταξύ των δύο πεδίων. Προς τούτο χρησιμοποιείται η μέθοδος της εμπειρικά θεμελιωμένης θεωρίας, η οποία όμως εφαρμόζεται με καινοτόμο τρόπο. Συγκεκριμένα, επιλέγεται ένας αριθμός επικοινωνιακών μοντέλων από τη θεωρία της επικοινωνίας, προκειμένου να εξαχθούν τύποι με βάση αυτά, ενώ η θεωρία της λογοτεχνίας χρησιμοποιείται ως το εμπειρικό υλικό επί του οποίου δοκιμάζεται η διαλεκτική των δύο πεδίων και η δυνατότητα σύγκρισής τους.
Κατόπιν, εφαρμόζεται η μέθοδος της διαρκούς σύγκρισης και διερευνάται η δυνατότητα μετασχηματισμού των τύπων της θεωρίας της επικοινωνίας κατά τρόπο ώστε να αντιστοιχίζονται με ανάλογους, προφανείς ή υπόρρητους, τύπους στη θεωρία της λογοτεχνίας και αντιστρόφως. Ο βαθμός κατά τον οποίο οι τύποι που προκύπτουν από τη θεωρία της επικοινωνίας μπορούν να αντιστοιχιστούν με τύπους από τη θεωρία της λογοτεχνίας καθορίζει και τον βαθμό συνάφειας των δύο πεδίων.
Αναζητούνται απαντήσεις στα ακόλουθα ερευνητικά ερωτήματα:
Ερευνητικό Ερώτημα 1: Ποιος βαθμός συνάφειας υπάρχει ανάμεσα στις θεωρίες οι οποίες καταγράφονται στα δύο επιστημονικά πεδία;
Ερευνητικό Ερώτημα 2: Είναι εφικτή η σύγκριση των δύο επιστημονικών πεδίων με αυτήν τη μεθοδολογία;
Ερευνητικό Ερώτημα 3: Υφίσταται δυνατότητα εμπλουτισμού της λογοτεχνικής θεωρίας και της θεωρίας της επικοινωνίας μέσω της συστηματικής διερεύνησης της διαλεκτικής μεταξύ τους;
Από την έρευνα που διεξάγεται προκύπτει ότι οι δύο θεωρίες έχουν μεγάλο βαθμό συνάφειας και ότι η σύγκρισή τους είναι εφικτή στο πλαίσιο της εμπειρικά θεμελιωμένης θεωρίας. Όσο για τη δυνατότητα εμπλουτισμού των δύο θεωριών, η έρευνα δείχνει ότι ο μεγάλος βαθμός συνάφειάς τους δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια εμπλουτισμού της μίας από την άλλη, επιτρέπει όμως να αναδυθούν ερωτήματα από τις ρωγμές της μίας θεωρίας, για τις οποίες δεν υπάρχει επικάλυψη από την άλλη θεωρία. Το εάν και πώς αυτά θα απαντηθούν, συνιστά αντικείμενο μελλοντικής έρευνας αναφορικά με τα δύο αυτά πεδία.