Κανονιστικό πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ. Ρόλος, θέσπιση, λειτουργικότητα του στον τομέα της κεφαλαιαγοράς και επικείμενη αναθεώρηση
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2018-01Συγγραφέας
Μιχαηλίδου, Πελαγία
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 προκάλεσε ανυπολόγιστες ζημίες οικονομίες και απείλησε με αποσταθεροποίηση το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Για την αντιμετώπιση των συνεπειών αυτής της πρωτόγνωρης κρίσης διεθνείς οργανισμοί, ιδρύματα και αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εργάστηκαν προκειμένου να προσδιοριστούν τα κατάλληλα μέτρα που θα απέτρεπαν την κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και θα το θωράκιζαν έναντι μελλοντικών κρίσεων. Ως απόρροια αυτής της εργασίας η Ευρωπαϊκή Ένωση προέβη το 2013 στη θεσμοθέτηση μέτρων βασισμένων κυρίως στα νέα παγκόσμια κανονιστικά πρότυπα για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών που εξέδωσε η BCBS, γνωστών και ως «Κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ» και έχουν εφαρμογή τόσο στα πιστωτικά ιδρύματα όσο και στις επιχειρήσεις επενδύσεων.
Αν και η νομοθεσία είναι καθαρά τραπεζοκεντρική υπάρχουν διάσπαρτα συγκεκριμένες προβλέψεις που αναφέρονται ειδικά στις επιχειρήσεις επενδύσεων στην προσπάθεια να καλυφθούν οι ιδιαιτερότητες των εταιρειών αυτών. Ο χειρισμός αυτός της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο το 2014, καθιστά δύσκολο τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους επόπτες τον προσδιορισμό, μέσα από ένα ήδη πολύπλοκο νομικό πλαίσιο, του συνόλου των διατάξεων που αφορούν τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών μετά από μακρά περίοδο διαβούλευσης και επεξεργασία επιμέρους απόψεων πολλές φορές αντικρουόμενων πρότεινε την θέσπιση ενός νέου θεσμικού πλαισίου, αποκλειστικά για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
Η εργασία είναι σε εξέλιξη ωστόσο, οι ιδιαιτερότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων αφενός και η πολυπλοκότητα του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου αφετέρου καταδεικνύουν την ανάγκη θεσμοθέτησης ενός θεσμικού πλαισίου, όχι πολύπλοκου, το οποίο θα αναγνωρίζει τις ανάγκες των επιχειρήσεων επενδύσεων, ως ένα τμήμα της προληπτικής εποπτείας που θα τις καθιστά ικανές να αντιμετωπίζουν τους ιδιαίτερους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητά τους.