Σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής κωφών και βαρήκοων ανηλίκων και ζητήματα χρήσης και πρόσβασης αυτών στις υπηρεσίες υγείας
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2016-07-15Συγγραφέας
Τσιμπίδα, Διαλεχτή
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Σκοπός: Η διερεύνηση των ζητημάτων χρήσης των υπηρεσιών υγείας και πρόσβασης σε αυτές, των κωφών και βαρήκοων ενηλίκων στην Ελλάδα και η εκτίμηση της σχετιζόμενης με την υγεία ποιότητας ζωής τους.
Υλικό και μέθοδος: Διενεργήθηκε συγχρονική μελέτη, από την 1η Απριλίου έως την 31η Ιουνίου 2015, με μελετώμενο πληθυσμό 237 συμμετέχοντες ηλικίας 18-65 ετών που διαμένουν στην Αττική, εκ των οποίων 86 κωφοί, 54 βαρήκοοι και 97 ακούοντες. Η επιλογή του δείγματος πραγματοποιήθηκε με δειγματοληψία ευκολίας. Για την εκτίμηση των χαρακτηριστικών των κωφών και βαρήκοων, αναφορικά με τη χρήση και πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αναπτύχθηκε ερωτηματολόγιο με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, ενώ η εκτίμηση της ποιότητας ζωής όλων των συμμετεχόντων, πραγματοποιήθηκε με την ελληνική έκδοση του SF-36v2. Χρησιμοποιήθηκαν οι στατιστικοί έλεγχοι x2, x2 για τάση, t, Mann-Whitney, ανάλυση διασποράς, Kruskal-Wallis, συντελεστής συσχέτισης του Pearson, συντελεστής συσχέτισης του Spearman και πολυμεταβλητή γραμμική παλινδρόμηση.
Αποτελέσματα: Μεταξύ των 86 κωφών, οι 79 (91,9%) ήταν χρήστες νοηματικής γλώσσας, ενώ οι 7 (8,1%) όχι. Μεταξύ των 54 βαρήκοων, οι 11 (20,4%) επικοινωνούσαν μέσω προφορικού λόγου, οι 27 (50%) μέσω χειλεανάγνωσης και οι 16 (29,6%) μέσω νοηματικής γλώσσας. Οι κωφοί, σε μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με τους βαρήκοους και τους ακούοντες, ήταν άγαμοι (p=0,006), δεν διέμεναν με κάποιον ακούοντα (p=0,002), είχαν κατώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο (p<0,001), ήταν άνεργοι (p<0,001), είχαν μικρότερο διάμεσο ετήσιο οικογενειακό εισόδημα (p<0,001) και ήταν υπέρβαροι και παχύσαρκοι (p=0,004). Σε σχέση με τους ακούοντες, οι κωφοί και οι βαρήκοοι είχαν μεγαλύτερη διάμεσο ημερήσιου αριθμού τσιγάρων (p<0,001), αριθμού ετών καπνιστικής συνήθειας (p=0,01) και αριθμού ποτηριών αλκοόλ/εβδομάδα, ενώ είχαν μικρότερη διάμεσο αριθμού ωρών γυμναστικής/ εβδομάδα (p<0,001). Ως προς τη χρήση υπηρεσιών υγείας, οι κωφοί, νόσησαν τους τελευταίους 12 μήνες σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τους βαρήκοους (p=0,02) και για να το αντιμετωπίσουν επισκέφτηκαν ΤΕΠ δημόσιου νοσοκομείου (p=0,002). Παρόλο που το μεγάλο οικονομικό κόστος επίσκεψης (p=0,01) ήταν παράπονό τους από τη χρήση υπηρεσιών υγείας, ο μεγάλος χρόνος αναμονής για ραντεβού (p=0,003) και η μικρή διαθεσιμότητα διερμηνέα την ημέρα του ραντεβού (p=0,001), τους ώθησε να επισκεφθούν ιδιώτη ιατρό/ιδιωτική κλινική. Επίσης, θεώρησαν ως σημαντικότερη την ύπαρξη συνοδού για τη βοήθεια στην επικοινωνία με ιατρό/νοσοκομείο (p<0,001) και προτιμούσαν έναν διερμηνέα ΕΝΓ για τη συνοδεία τους (p<0,001), εξέφρασαν παράπονα λόγω μικρού αριθμού διερμηνέων, έλλειψης διαθεσιμότητάς τους και απουσίας μόνιμων διερμηνέων στα νοσοκομεία (p<0,001). Επιπλέον, είχαν παράπονα από την έλλειψη: εξοπλισμού για κωφούς (p=0,01), 24ωρου κέντρου επειγόντων περιστατικών για επικοινωνία με SMS (p<0,001), ασθενοφόρων με προσωπικό που γνωρίζει την ΕΝΓ (p<0,001) και ατόμων στα νοσοκομεία που να γνωρίζουν νοηματική (p<0,001). Οι βαρήκοοι, επισκέφθηκαν περισσότερες φορές ιδιώτη ιατρό/ιδιωτική κλινική τους τελευταίους 12 μήνες (p=0,02), προτιμούσαν έναν ακούοντα από την οικογένειά τους για τη συνοδεία στον ιατρό (p<0,001) και είχαν πρόβλημα να καταλάβουν τις οδηγίες του ιατρού (p=0,002), σε μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με τους κωφούς. Ως προς την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, οι κωφοί, σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τους βαρήκοους δεν ήξεραν που να πάνε (p=0,002), δεν μπορούσαν να κλείσουν ραντεβού γιατί δεν είχαν βοήθεια για να το κάνουν (p<0,001), υπήρχε μεγάλος χρόνος αναμονής για να κλείσουν ραντεβού (p=0,01), υπήρχε έλλειψη διαθέσιμων διερμηνέων (p<0,001) και προτίμησαν να κάνουν οικονομία στις δωρεάν ώρες διερμηνείας που δικαιούνται (p<0,001). Επίσης, είχαν μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας από τους βαρήκοους στο
[x]
να κλείσουν ραντεβού για επίσκεψη σε ιατρό/νοσοκομείο (p<0,001), ενώ δήλωσαν ότι εάν ήταν ευκολότερη η επικοινωνία θα επισκέπτονταν συχνότερα υπηρεσία υγείας (p<0,001). Επιπλέον, δεν έλαβαν την αναγκαία φαρμακευτική αγωγή (p<0,001), με σημαντικότερες αιτίες την αδυναμία κάλυψης του κόστους λόγω έλλειψης συνταγής ιατρού και την αυτοεκτίμηση ότι δε το χρειάζονται (p=0,02). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πολυμεταβλητής ανάλυσης, προσδιοριστές της ποιότητας ζωής, ήταν ο βαθμός ακουστικής απώλειας (σχεδόν σε όλες τις βαθμολογίες του SF-36v2, με εξαίρεση τη βαθμολογία γενικής υγείας), ο δείκτης μάζας σώματος (σχεδόν σε όλες τις βαθμολογίες του SF-36v2, με εξαίρεση τη βαθμολογία σωματικού πόνου), το εκπαιδευτικό επίπεδο (στις βαθμολογίες σωματικής λειτουργικότητας, σωματικού ρόλου, σωματικού πόνου, γενικής υγείας, κοινωνικής λειτουργικότητας, συνοπτικής κλίμακας σωματικής υγείας), η αθλητική δραστηριότητα (στις βαθμολογίες σωματικής λειτουργικότητας, γενικής υγείας, συναισθηματικού ρόλου και συνοπτικής κλίμακας σωματικής υγείας), η κατανάλωση αλκοόλ (σχεδόν σε όλες τις βαθμολογίες του SF-36v2, με εξαίρεση τη βαθμολογία κοινωνικής λειτουργικότητας), ενώ και ο αριθμός ατόμων οικογένειας ήταν προσδιοριστής της βαθμολογίας συνοπτικής κλίμακας σωματικής υγείας. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν διμεταβλητές συσχετίσεις, ανάμεσα στις ανεξάρτητες μεταβλητές χρήσης και πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας και τις βαθμολογίες συνοπτικής κλίμακας σωματικής και ψυχικής υγείας των κωφών, για να διερευνηθεί ποιές από αυτές σχετιζόταν με τις χαμηλότερες βαθμολογίες που είχαν στο SF-36v2.
Συμπεράσματα: Στην Ελλάδα, τα άτομα με ακουστική αναπηρία αποτελούν τους πλέον αόρατους πολίτες, που απουσιάζουν συστηματικά από το σχεδιασμό στην πολιτική υγείας, την ώρα που υπάρχει μία αξιοσημείωτη παγκόσμια τάση για προσπάθειες, που στοχεύουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Στο ελληνικό σύστημα υγείας, είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθούν ιδιαίτερες προσπάθειες και να γίνουν σημαντικές βελτιώσεις, ώστε να υπάρξει ένα οργανωμένο δίκτυο παροχής υπηρεσιών υγείας, προσβάσιμων για κωφούς και βαρήκοους και έτσι να εξασφαλιστεί η παροχή της κατάλληλης υγειονομικής φροντίδας, με στόχο τη μακροπρόθεσμη βελτίωση των υγειονομικών εκβάσεων αυτού του πληθυσμού.