Η συμμετοχή του κοινού στον καθορισμό προτεραιοτήτων και τη διαμόρφωση πολιτικής υγείας σε περιόδους οικονομικής κρίσης
Abstract
Εισαγωγή: Στην αρχαία Αθήνα η συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων σε δημόσια θέματα
αποτελούσε μια μορφή άμεσης δημοκρατίας. Οι πολίτες είχαν δικαίωμα ενεργούς συμμετοχής σε θέματα
δημόσιου ενδιαφέροντος. Παρά την ύπαρξη όμως της έννοιας της συμμετοχής από αρχαιοτάτων χρόνων, η
εφαρμογή της στα σύγχρονα κράτη και τις κοινωνίες αποτελεί διαχρονικό ζητούμενο και μαζί πρόκληση.
Στον ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα της υγείας, η συμμετοχή των πολιτών και του ρόλου που μπορούν ή
πρέπει να έχουν σε σχέση με τον καθορισμό προτεραιοτήτων και τη διαμόρφωση πολιτικής υγείας,
απασχολεί έντονα την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και όσους σχεδιάζουν και διαμορφώνουν την πολιτική
υγείας. Επειδή κατά κανόνα οι υγειονομικές υπηρεσίες δεν γνωρίζουν τις απόψεις και προσδοκίες του
κοινού, οι προτεραιότητες που τίθενται και γενικότερα οι πολιτικές υγείας σε αρκετές χώρες της
Ευρώπης αποκλίνουν σημαντικά των προτιμήσεων των πολιτών.
Η συμμετοχή του κοινού στη διαμόρφωση της πολιτικής υγείας έχει μια ιδιαίτερη σημασία που εδράζεται
σε στέρεες βάσεις. Αφενός, είναι δημοκρατικό δικαίωμα και ως τέτοιο έχει αναγνωριστεί από το
Συμβούλιο της Ευρώπης και το Χάρτη της Λιουμπλιάνας. , επειδή ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Δικαιωμάτων των
Ασθενών και ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Ασθενών υποστηρίζουν και δραστηριοποιούνται για την ενεργό
εμπλοκή των πολιτών και των ασθενών ειδικότερα, στη διαμόρφωση των επιμέρους πολιτικών υγείας.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι πόροι για την υγεία είναι πολύ περιορισμένοι, η κατανομή τους με
βάση συγκεκριμένα κριτήρια και ο καθορισμός επιμέρους προτεραιοτήτων αποτελεί μία επιβεβλημένη
διαδικασία. Αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές και επιτακτικό σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όπως η
σημερινή και σε χώρες όπως η Κύπρος, όπου η ύφεση είναι βαθιά, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις για
το σύστημα υγείας. Τα νέα οικονομικά δεδομένα, οι όλο και δυσμενέστερες οικονομικές συνθήκες που
περιορίζουν δραματικά τις δυνατότητες επαρκούς χρηματοδότησης σε συνδυασμό με τη γήρανση του
πληθυσμού, την ανεξέλεγκτη διείσδυση και χρήση της βιοϊατρικής τεχνολογίας και την αύξηση της
ζήτησης για υπηρεσίες υγείας;;, δημιουργούν ένα πιεστικό περιβάλλον για αλλαγές, προς την
κατεύθυνση ελέγχου του κόστους και βελτίωσης της αποδοτικότητας των πόρων υγείας. Σ’ αυτό το
ασφυκτικό οικονομικά περιβάλλον, η έλλειψη επαρκών πόρων για την υγεία οδηγεί αναπόφευκτα στον
καθορισμό προτεραιοτήτων με περιορισμένες επιλογές και δύσκολες λύσεις, συνήθως μη αποδεκτές από
τους πολίτες αφού κατά κανόνα οδηγούν στη συρρίκνωση της πρόσβασης και του εύρους κάλυψης. Τέτοιου
είδους μέτρα και πολιτικές όμως, αντιμετωπίζονται από τους πολίτες αρνητικά, ιδιαίτερα όταν
εφαρμόζονται ερήμην τους. Από τη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική τεκμηριώνεται η
vi
αναγκαιότητα εμπλοκής του κοινού στη διαδικασία καθορισμού προτεραιοτήτων στην υγεία, αφού οδηγεί
σε ευρύτερη κοινωνική αποδοχή των αλλαγών. Παράλληλα, ικανοποιεί τα κριτήρια της δημοκρατίας και
της δικαιοσύνης, προσδίδοντας νομιμοποίηση στις αποφάσεις και καθιστώντας τους πολίτες κοινωνούς
και συμμέτοχους στη διαμόρφωση των επιμέρους πολιτικών και δράσεων στην υγεία.
Η συμμετοχή του κοινού στα τεκταινόμενα στο υγειονομικό πεδίο αποτελεί μέγα θέμα με πολλές πτυχές
και διαφορετικές διαστάσεις και όπως είναι αναμενόμενο δεν είναι εύκολη η όποια συμφωνία μεταξύ
επαγγελματιών υγείας, πολιτών και πολιτικών για τον τρόπο και το βαθμό συμμετοχής του. Στη μια άκρη
υπάρχουν εκείνοι που αγνοούν πλήρως, παραγνωρίζουν ή ακόμα και απαξιώνουν την όποια συνεισφορά της
συμμετοχής του κοινού, ενώ στον αντίποδα υπάρχουν εκείνοι που τη θεωρούν ως τη «μαγική πινελιά» που
συμπληρώνει και «νομιμοποιεί» τις όποιες αποφάσεις, οδηγώντας στη βελτίωση της υγείας.
Αναμφίβολα, η εμπλοκή του κοινού στη διαμόρφωση της πολιτικής υγείας και στον καθορισμό
προτεραιοτήτων στην υγεία δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση. Επί του θέματος έχουν εκφραστεί πολλές και
διαφορετικές απόψεις, οι οποίες είναι σε κάποιες περιπτώσεις αλληλοσυγκρουόμενες και γεννούν
ερωτήματα, όπως: αν θα πρέπει το κοινό να συμμετάσχει στη διαδικασία καθορισμού προτεραιοτήτων, αν
θέλει να συμμετάσχει, σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο θα συμμετάσχει και ποιος θα πρέπει να
λαμβάνει αυτές τις αποφάσεις. Πέραν αυτών, αναδεικνύονται έντονες και ενδιαφέρουσες αλλά σε κάποιες
περιπτώσεις και αντίθετες απόψεις για τον καθορισμό προτεραιοτήτων. Αυτές επικεντρώνονται κυρίως
στο είδος των προγραμμάτων και υπηρεσιών υγείας που προσφέρονται, στο ποιες ομάδες του
πληθυσμού/ασθενών θα έχουν προτεραιότητα, στο ποια κριτήρια προτεραιότητας είναι αποδεκτά και ποιες
αξίες λαμβάνει υπόψη το κοινό όταν αποφασίζει σχετικά. Με βάση τα προαναφερθέντα, είναι σημαντικό
να γνωρίζουμε τις απόψεις και προτιμήσεις του κοινού και πώς αυτές συνυπολογίζονται και
ενσωματώνονται στους σχεδιασμούς της όποιας πολιτικής υγείας σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό
επίπεδο.
Από την ανασκόπηση της Ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας δεν εντοπίστηκε καμία έρευνα που να
ασχολείται με την καταγραφή και μελέτη των απόψεων του κυπριακού κοινού επί θεμάτων καθορισμού
προτεραιοτήτων, κατανομής πόρων και διαμόρφωσης της πολιτικής υγείας στην Κύπρο. Η παντελής
έλλειψη στοιχείων για τις απόψεις των πολιτών στην Κύπρο, είναι προφανές ότι δεν διευκολύνει ούτε
τη συζήτηση, ούτε την αναζήτηση αποδεκτών λύσεων στην υγεία, ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα θέματα είναι
μείζονος σημασίας και αφορούν το σχεδιασμό ενός Γενικού Σχεδίου Υγείας (ΓεΣΥ). Η αναζήτηση και
εφαρμογή ενός συστήματος υγείας καθολικής κάλυψης από τη μία και η εξελισσόμενη οικονομική κρίση
από την άλλη είναι τα δύο σημαντικά στοιχεία, που στην περίπτωση της Κύπρου συνθέτουν ένα ιδιαίτερα
ενδιαφέρον επιστημονικά και πολλαπλώς ελκυστικό προς διερεύνηση τοπίο στο συγκεκριμένο θέμα της
συμμετοχής του κοινού
vii
στην πολιτική υγείας και στον καθορισμό προτεραιοτήτων στην υγεία.
Υπό το φως των ανωτέρω, η παρούσα διατριβή αποτελεί την πρώτη προσπάθεια διερεύνησης των απόψεων
του κοινού σε θέματα καθορισμού προτεραιοτήτων στην υγεία αλλά και ευρύτερα στη διαμόρφωση της
πολιτικής υγείας, με τη παρουσία δύο μειζόνων παραγόντων, αυτών της εισαγωγής του ΓεΣΥ και της
οικονομικής κρίσης να είναι δεσπόζοντα και να καθορίζουν το συνολικό πλαίσιο, προσδίδοντας στη
μελέτη πρωτοτυπία και επιστημονικό ενδιαφέρον. Επιπλέον, τα ευρήματά της θα μπορούσαν να φανούν
χρήσιμα στην πολιτεία, στην προσπάθειά της για την εισαγωγή του ΓεΣΥ εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται πολύ συνοπτικά οι σκοποί και στόχοι της διατριβής, η επισκόπηση πεδίου
και βιβλιογραφική ανασκόπηση, η μεθοδολογία και τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν, τα ευρήματα της
μελέτης, η συζήτηση και τα συμπεράσματά της.
Σκοπός & Στόχοι: Ο σκοπός της μελέτης ήταν να εκμαιεύσει και να καταγράψει τις προτιμήσεις και
απόψεις του κοινού σχετικά με τον καθορισμό προτεραιοτήτων και τη διαμόρφωση πολιτικής υγείας σε
περιόδους οικονομικής κρίσης στην Κύπρο. Στο πλαίσιο αυτού του σκοπού τέθηκαν τα κάτωθι ερευνητικά
ερωτήματα:
Θα πρέπει το κράτος να λάβει μέτρα και ποια, για να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες υγείας εν
μέσω οικονομικής κρίσης;
Θέλει το κοινό να έχει ρόλο στην κατανομή πόρων και στον καθορισμό προτεραιοτήτων στον τομέα της
υγείας;
Ποιες ομάδες πρέπει να λαμβάνουν τις αποφάσεις κατανομής πόρων, με ποια κριτήρια και ποιους
τρόπους;
Ποιες ομάδες ατόμων ή ασθενών πρέπει να έχουν προτεραιότητα στις υπηρεσίες υγείας;
Ποια κριτήρια θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό προτεραιοτήτων;
Ποιες ομάδες ατόμων πρέπει να έχουν δωρεάν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας;
Ποιες υπηρεσίες και ποια προγράμματα υγείας πρέπει να έχουν προτεραιότητα στη
χρηματοδότηση;
Ποιες αξίες και ποιες αρχές επηρεάζουν τις απόψεις του κοινού γύρω από τα θέματα πολιτικής υγείας;
Για να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα, χρειάστηκε στην αρχή να γίνει λεπτομερής επισκόπηση
πεδίου για τον εντοπισμό των ορισμών, των αντιλήψεων και των πολλών και διαφορετικών πτυχών και
παραμέτρων της συμμετοχής του κοινού. Ακολούθησε συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση με στόχο τον
εντοπισμό των απόψεων του κοινού για τον καθορισμό
viii
προτεραιοτήτων στον τομέα της υγείας αλλά και των μεθόδων που χρησιμοποιούνται. Επιπλέον, η
ανασκόπηση, μας βοήθησε να εντοπίσουμε ερωτήσεις και ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν σε
προηγούμενες έρευνες με ίδιους ή παρόμοιους σκοπούς και στόχους. Από αυτή την ανασκόπηση δεν
εντοπίστηκε κάποιο ερωτηματολόγιο που να μπορεί να καλύψει πλήρως;; τις ανάγκες της παρούσας
έρευνας, σε ένα περιβάλλον που ορίζεται και ίσως επηρεάζεται από την προσπάθεια εισαγωγής ενός
εθνικού συστήματος υγείας εν μέσω οικονομικής κρίσης. Αυτό μας οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου
ερωτηματολογίου, προσαρμοσμένου στους σκοπούς και στόχους της μελέτης, που αποτέλεσε και μια
επιπλέον προστιθέμενη ερευνητική αξία γι’ αυτή.
Μεθοδολογία: Η μελέτη εντάσσεται στις συγχρονικές μελέτες συσχετίσεων και χρησιμοποιήθηκαν
συνδυαστικά τρεις διαφορετικές ερευνητικές προσεγγίσεις. Για τη συλλογή των δεδομένων
χρησιμοποιήθηκε ποσοτική μεθοδολογία με τη χρήση ερωτηματολογίου, με στοιχεία όμως ποιοτικής
προσέγγισης, όπως οι ομάδες εστίασης για τη δημιουργία του ερωτηματολογίου και στοιχεία
πειραματικού σχεδιασμού, όπως η άσκηση επιλογής και η conjoint analysis.
Η χρήση της ποιοτικής μεθοδολογίας μέσω των ομάδων εστίασης αποτελεί την πρώτη φάση της έρευνας για
τη δημιουργία του ερωτηματολογίου. Ακολούθησε σε δεύτερη φάση η χρήση της μεθόδου του πειραματικού
σχεδιασμού με την εφαρμογή της άσκησης επιλογής/πειράματος επιλογής και της conjoint analysis. Η
άσκηση επιλογής έδωσε κάποια πρώτα ευρήματα που θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν ή να διαψευστούν από
τα τελικά ευρήματα της βασικής έρευνας, επιτρέποντας την κατά κάποιο βαθμό τριγωνοποίηση ή όχι των
ευρημάτων, προσφέροντας μια στέρεη βάση για συμπεράσματα και συζήτηση.
Η ποσοτική προσέγγιση με ερωτηματολόγιο αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος της μεθοδολογίας που
χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη, με στόχο να αποτυπωθεί η άποψη των πολιτών αναφορικά με τη συμμετοχή
τους στον καθορισμό προτεραιοτήτων και τη διαμόρφωση πολιτικής υγείας σε περιόδους οικονομικής
κρίσης.
Εργαλεία συλλογής των δεδομένων αποτέλεσαν δύο ερωτηματολόγια, εκείνο που εκπονήθηκε για τις
ανάγκες της μελέτης αυτής και το SF-12v2 Health status για καταγραφή του επιπέδου υγείας των
συμμετεχόντων. Το πρώτο χωρίζεται σε τέσσερις θεματικές ενότητες και αποτελείται συνολικά από 22
ερωτήσεις συν τις ερωτήσεις για τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων. Για τη
δημιουργία του τηρήθηκαν σχολαστικά τα προβλεπόμενα από τη σχετική βιβλιογραφία βήματα, με
ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, ομάδες εστίασης, επανειλημμένες συναντήσεις του υποψήφιου με τα μέλη
της τριμελούς επιτροπής και με ομάδα 15 ειδικών καθώς και πιλοτική εφαρμογή του ερωτηματολογίου με
επαναληπτική χορήγηση (test retest). Η αξιοπιστία του ερωτηματολογίου εξασφαλίστηκε με σειρά από
σχετικές δοκιμασίες, με έλεγχο του συντελεστή εσωτερικής συνέπειας (Cronbach's alpha), με έλεγχο
της εγκυρότητας περιεχομένου από την ομάδα ειδικών και υπολογισμό του CV1. Το δεύτερο
ερωτηματολόγιο για την καταγραφή
ix
του επιπέδου υγείας των συμμετεχόντων, ήταν το πολύ γνωστό και αξιόπιστο ερωτηματολόγιο
«γενική επισκόπηση υγείας» στην πολύ συνοπτική του μορφή των 12 ερωτήσεων (SF-12v2 Health status).
Η χρήση του συγκεκριμένου ερωτηματολογίου έγινε ύστερα από εξασφάλιση άδειας χρήσης από τους
δημιουργούς του.
Τον πληθυσμό της έρευνας αποτέλεσαν πολίτες, άνω των δεκαοκτώ ετών, που διέμεναν στην επαρχία
Λευκωσίας. Το δείγμα της βασικής μελέτης (ποσοτικής) αποτέλεσαν 450 άτομα, ενώ το δείγμα της
πειραματικής μελέτης αποτέλεσαν 100 άτομα. Για τη συγκρότηση του δείγματος των 100 ατόμων στην
άσκηση επιλογής χρησιμοποιήθηκε τυχαία στρωματοποιημένη δειγματοληψία με ποσοστώσεις για
στρατολόγηση του κοινού και στη βασική έρευνα, δειγματοληψία ευκολίας, επίσης στρωματοποιημένη με
ποσοστώσεις ως προς το φύλο, την ηλικία και τον τόπο διαμονής των συμμετεχόντων. Το δείγμα αυτό
συγκροτήθηκε από πολίτες που επιλέγηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές από πολλούς και
διαφορετικούς χώρους με στόχο να συμπεριληφθούν αναλογικά πολίτες από όλα τα κοινωνικοοικονομικά
στρώματα, τις επαγγελματικές κατηγορίες και τις ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού, από αστικές και
αγροτικές περιοχές.
Η χορήγηση και συμπλήρωση των δύο ερωτηματολογίων έγινε από τον ίδιο τον ερευνητή και από ομάδα
εκπαιδευμένων βοηθών σε πρόσωπο με πρόσωπο συνεντεύξεις με τους συμμετέχοντες. Η επεξεργασία των
στοιχείων της έρευνας έγινε με το στατιστικό πακέτο IBM SPSS 21.0 και περιελάμβανε μεθόδους
περιγραφικής και επαγωγικής στατιστικής.
Αποτελέσματα: Τα ευρήματα της πειραματικής μελέτης ανέδειξαν ποια κριτήρια καθορισμού
προτεραιότητας ασθενών σε υπηρεσίες υγείας θεωρούν οι πολίτες ως τα πλέον σημαντικά. Κατά
αξιολογική σειρά τα κριτήρια αυτά είναι: (i) η σοβαρότητα της νόσου, (ii) η ηλικία, (iii) το είδος
της νόσου, (iv) ο βαθμός βελτίωση της υγείας, (v) το κόστος θεραπείας και (vi) ο υγιεινός τρόπο
ζωής. Μέσα από αυτή την πολυκριτηριακή προσέγγιση των συμμετεχόντων σκιαγραφούνται τα προφίλ του
υποτιθέμενου ασθενούς με την υψηλότερη και τη χαμηλότερη προτεραιότητα. Την υψηλότερη προτεραιότητα
συγκεντρώνει ένας ασθενής 16 ετών, με μη υγιεινό τρόπο ζωής, με οξεία ασθένεια, η οποία είναι
σοβαρή, που θα έχει μεγάλη βελτίωση μετά τη θεραπεία και το κόστος της οποίας είναι μικρό.
Αντίθετα, τη χαμηλότερη προτεραιότητα συγκεντρώνει ένας 68χρονος ασθενής, με υγιεινό τρόπο ζωής,
που έχει μια χρόνια ασθένεια ελαφριάς μορφής, ο οποίος θα έχει μέτρια βελτίωση μετά την θεραπεία
και με υψηλό οικονομικό κόστος. Η ποσοτική έρευνα που ακολούθησε επιβεβαίωσε τα ευρήματα της
πειραματικής μελέτης, ισχυροποιώντας έτσι τα ευρήματα της παρούσας διατριβής.
Η ποσοτική έρευνα που ακολούθησε αποτυπώνει για πρώτη φορά τις προτιμήσεις, τις απόψεις και τη
στάση του κυπριακού κοινού απέναντι σε πρακτικές καθορισμού προτεραιότητας, κατανομής πόρων
(rationing) και διαμόρφωσης πολιτικής υγείας σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Τα ευρήματα στις
πλείστες των περιπτώσεων συμφωνούν με αυτά της διεθνούς βιβλιογραφίας,
x
διαφοροποιούνται όμως σε κάποιο βαθμό απ’ εκείνα άλλων ευρωπαϊκών μελετών. Aυτό μπορεί να οφείλεται
στις ιδιαιτερότητες του συστήματος υγείας της Κύπρου;;, αλλά και στα ισχύοντα δεδομένα της χρονικής
συγκυρίας στην οποία έγινε η μελέτη μας.
Στα μεγάλα θέματα πολιτικής υγείας όπως είναι η χρηματοδότηση, η συμμετοχή των πολιτών στο κόστος
των παρεχόμενων υπηρεσιών, η κατανομή πόρων και ο καθορισμός προτεραιότητας, η έρευνα έδειξε ότι
περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες (62,9%) δήλωσαν ότι το κράτος σε περιόδους οικονομικής
κρίσης όπως είναι η σημερινή, πρέπει να διαθέτει περισσότερα χρήματα από όσα ξοδεύει σήμερα. Φάνηκε
επίσης η πρόθεση του κοινού να πληρώσει περισσότερα για να βελτιωθεί η παρεχόμενη ιατροφαρμακευτική
περίθαλψη. Πάντως, εμφανής ήταν η προτίμηση των συμμετεχόντων (77,9% και 96,5%) στο να εξευρεθούν
τα επιπλέον χρήματα για χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας είτε ξοδεύοντας λιγότερα σε
άλλους τομείς είτε με καλύτερη διαχείριση των χρημάτων που ήδη υπάρχουν. Επιπλέον οι συμμετέχοντες
ζήτησαν περισσότερες υπηρεσίες, υποστηρίζοντας ισχυρά (89,9%) ότι ένα Δημόσιο Σύστημα Υγείας θα
πρέπει να διαθέτει την πλέον σύγχρονη ιατρική τεχνολογία και να καλύπτει όλες τις νέες ιατρικές
θεραπείες και τα καινούργια φάρμακα. Σε ό,τι αφορά τον καθορισμό προτεραιοτήτων διαφάνηκε μια
σχετικά ασθενής θετική στάση (59,1%) απέναντι στον καθορισμό προτεραιοτήτων με βάση κριτήρια. Έγινε
φανερό από τις απόψεις των συμμετεχόντων πως το κοινό θέλει να συμμετέχει στις αποφάσεις κατανομής
πόρων και καθορισμού προτεραιοτήτων στην υγεία, αλλά δεν κατατάσσεται στις ομάδες υψηλής
προτεραιότητας για συμμετοχή. Οι ομάδες που θεωρήθηκαν απαραίτητες να συμμετέχουν είναι οι ασθενείς
και οι οικογένειές τους, οι ειδικοί επιστήμονες και οι ακαδημαϊκοί από το χώρο της υγείας και οι
επαγγελματίες υγείας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα είναι η απαξιωτική αντιμετώπιση των πολιτών στη
συμμετοχή των πολιτικών στη διαδικασία καθορισμού προτεραιοτήτων, κατατάσσοντάς τους στην τελευταία
θέση της κλίμακας. Ακόμη, οι πολίτες «υπέδειξαν» ότι οι υπηρεσίες που πρέπει να παρέχονται δωρεάν
είναι εκείνες της πρόληψης και όσες μπορούν να έχουν επίπτωση στο σύνολο του πληθυσμού, όπως τα
λοιμώδη νοσήματα και πρέπει να παρέχονται εντελώς δωρεάν όλες οι υπηρεσίες υγείας σε ευάλωτες
ομάδες όπως είναι τα παιδιά, οι άνεργοι, τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα, οι λήπτες δημόσιου
βοηθήματος, οι στρατιώτες, οι εγκλωβισμένοι και οι χρόνιοι ασθενείς, ενώ αντιτίθενται στη δωρεάν
φροντίδα σε Τουρκοκύπριους και μετανάστες.
Σε σχέση με τα χαρακτηριστικά για τον καθορισμό προτεραιότητας σε υπηρεσίες υγείας, οι
συμμετέχοντες ανέδειξαν κατά σειρά: το ιστορικό και τη σοβαρότητα της κατάστασης του ασθενούς, το
είδος της ασθένειας, το συνολικό χρόνο αναμονής, την ηλικία, την οικονομική κατάσταση, τα
αναμενόμενα αποτελέσματα, τη λειτουργικότητα, την προσδοκώμενη ποιότητα ζωής και γενικά το όφελος
του ασθενούς μετά τη θεραπεία. Στις ομάδες που θα μπορούσαν να έχουν κατά προτεραιότητα δωρεάν
θεραπεία με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ιατρικά κριτήρια την πρώτη θέση καταλαμβάνουν τα
άτομα μικρής ηλικίας (παιδιά και έφηβοι) και οι ασθενείς σε επείγουσα κατάσταση (πολυτραυματίες,
εμφραγματίες κ.ά.).
xi
Σε σχέση με την προτεραιότητα χρηματοδότησης, οι συμμετέχοντες έδειξαν προτίμηση σε υπηρεσίες που
απευθύνονταν σε νέους σε ηλικία ασθενείς και σε παρεμβάσεις που σώζουν ζωές έναντι αυτών που
αυξάνουν την ποιότητα ζωής, ενώ δεν έδωσαν προτεραιότητα για δωρεάν θεραπεία σε ασθενείς με ψυχική
νόσο, κατατάσσοντας τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας και απεξάρτησης από ουσίες στις τελευταίες θέσεις
της κλίμακας.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη φάνηκε ότι αποφασίζουν λαμβάνοντας υπόψη συνδυασμό κριτηρίων, αρχών και
αξιών, όπως είναι η αρχή της ανάγκης αλλά και οι αξίες της ζωής, της δικαιοσύνης και της ισοτιμίας.
Σημαντικές αρχές όπως αυτές της αποδοτικότητας και της αξίας παίζουν μικρότερο ρόλο στην απόφασή
τους για τον καθορισμό προτεραιοτήτων.
Τέλος, από τη στατιστική ανάλυση βρέθηκε ότι η ηλικία των συμμετεχόντων, η εκπαίδευση και το
εισόδημά τους είναι παράγοντες που επηρεάζουν την άποψή τους για κατανομή πόρων και καθορισμό
προτεραιοτήτων στην υγεία. Συγκεκριμένα βρέθηκε ότι: (i) τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα δίνουν
προτεραιότητα σε άτομα-ασθενείς που βρίσκονται σε εργασιακή ηλικία με τη διαφορά να είναι
στατιστικά σημαντική (t=2.4) & (p=0.015), (ii) άτομα μικρότερης ηλικίας δίνουν προτεραιότητα σε
ασθενείς μικρότερης ηλικίας, (p=0.004), (iii) το υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο συνδεόταν θετικά με την
αύξηση συμφωνίας για δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας σε άτομο με μεταμόσχευση ήπατος εξαρτημένο από
αλκοόλ που αρνείται απεξάρτηση, (συντελεστής συσχέτισης spearman 0.2 & p=0.001), (iv) το υψηλό
εκπαιδευτικό επίπεδο συνδεόταν θετικά με την αύξηση συμφωνίας για δωρεάν εγχείρηση καρδιάς σε
ασθενή που συνεχίζει να καπνίζει (συντελεστής συσχέτισης spearman 0.16 & p=0.001) και (v) το υψηλό
εκπαιδευτικό επίπεδο συνδεόταν θετικά με συχνότητα επιλογής προτεραιότητας για υπηρεσίες αγωγής και
προαγωγής της υγείας και προληπτικές δράσεις, (p=0.013)
Συμπεράσματα: Το κοινό απαίτησε στην πλειονότητά του περισσότερα από το κράτος για τον τομέα της
υγείας, έστω και αν η οικονομία βρίσκεται σε κρίση και τα δημόσια οικονομικά σε μεγάλες δυσκολίες.
Ζήτησε αύξηση της χρηματοδότησης, περισσότερες υπηρεσίες και ουσιαστικά περισσότερη δωρεάν υγεία.
Παρόλα αυτά, το κοινό είναι έτοιμο να συμμετέχει στο επιπλέον κόστος χρηματοδότησης του συστήματος
υπό την προϋπόθεση ότι θα βελτιωθεί η παρεχόμενη φροντίδα. Επιπρόσθετα, το κοινό ζητά να έχει
συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, με μεθόδους που προϋποθέτουν συμμετοχική διαδικασία, όπως οι κοινές
επιτροπές και η διαβούλευση.
Το κοινό θέλει να παρέχονται δωρεάν εκείνες οι υπηρεσίες που πρωτίστως αφορούν ή μπορούν να
επηρεάσουν όλο τον πληθυσμό. Σε σχέση με τη δωρεάν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, τα αποτελέσματα
δείχνουν την ευαισθησία του κοινού έναντι των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Η ιεράρχηση κριτηρίων
προτεραιότητας και καθορισμού προτεραιότητας χρηματοδότησης υπηρεσιών υγείας αποκαλύπτει ότι οι
συμμετέχοντες για να λάβουν τις αποφάσεις τους στην έρευνα στηρίχτηκαν περισσότερο στην «αρχή
της ανάγκης» και λιγότερο στην «αρχή της
xii
αποδοτικότητας».
Ιδιαίτερη προσοχή αξίζει να δοθεί στα ευρήματα των συσχετίσεων, όπου η ηλικία των συμμετεχόντων, η
εκπαίδευση και το εισόδημά τους είναι παράγοντες που επηρεάζουν την άποψή τους σε σχέση με την
κατανομή πόρων και τον καθορισμό προτεραιοτήτων στην υγεία. Αυτό το εύρημα μας υποδεικνύει ότι κατά
την επιλογή ατόμων που θα συμμετάσχουν σε ομάδες διαβούλευσης ή λήψης αποφάσεων οι παράγοντες αυτοί
θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
Τέλος, θεωρούμε ότι τα αποτελέσματα της έρευνας θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση μιας
διαδικασίας για να αναζητηθούν οι πλέον κατάλληλοι και αποτελεσματικοί τρόποι συμμετοχής σου κοινού
στη διαμόρφωση της πολιτικής υγείας στην Κύπρο και στον καθορισμό προτεραιοτήτων στην υγεία. Σε μια
τέτοια περίπτωση, οι οποιεσδήποτε αλλαγές θα είχαν μεγαλύτερη νομιμοποίηση, πιθανόν καλύτερο
περιεχόμενο και οι όποιες κοινωνικές αντιδράσεις ενδεχομένως να ήταν ηπιότερες, εάν προβλεπόταν
θεσμικός ρόλος και ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στο σχεδιασμό των μέτρων και στον καθορισμό
προτεραιοτήτων στο πλαίσιο της πολιτικής υγείας σε
εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.