Οι στάσεις, τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια και οι πρακτικές των εκπαιδευτικών δημοτικής εκπαίδευσης έναντι της γλωσσικής ετερότητας (διγλωσσίας) στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα: Προκλήσεις και προοπτικές
Abstract
Η έρευνα αυτή έχει σκοπό να διερευνήσει τις γλωσσικές στάσεις, τα ρεπερτόρια και τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτικοί στην κυπριακή δημοτική εκπαίδευση έναντι της γλωσσικής διαφοροποίησης των δίγλωσσων παιδιών στο σύγχρονο κυπριακό σχολείο. Μεγάλη έμφαση δόθηκε στη διερεύνηση των πρακτικών αξιοποίησης ή μη της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών κατά τη διδασκαλία της κυρίαρχης γλώσσας διδασκαλίας από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, στη διερεύνηση ενδείξεων που προωθούν μια κοινωνικά δίκαιη διδασκαλία έναντι κυριότερα των δίγλωσσων μαθητών τους και τέλος στη διερεύνηση ενδεικτικών πρακτικών που προωθούν την κριτική πολυπολιτισμικότητα.
Για την προσέγγιση των δεδομένων της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν τρεις διαφορετικές εννοιολογικές προσεγγίσεις: (α) η προσέγγιση των στάσεων, (β) τα «ερμηνευτικά ρεπερτόρια» ως προσέγγιση της ανάλυσης λόγου και (γ) η παρατήρηση της εκπαιδευτικής πρακτικής στο επίπεδο της σχολικής τάξης. Συγκεκριμένα η έρευνα διερεύνησε τέσσερα ερωτήματα. Το πρώτο και το δεύτερο αφορούσαν τη στάση και τον εντοπισμό των ερμηνευτικών ρεπερτορίων των Ελληνοκύπριων εκπαιδευτικών δημοτικής εκπαίδευσης έναντι τεσσάρων τομέων: 1) της γλωσσικής ετερότητας (διγλωσσίας), 2) των δίγλωσσων μαθητών και της παρουσίας τους στις σχολικές μονάδες, 3) της αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας για τη διδασκαλία της κυρίαρχης και 4) της πολιτικής που ακολουθείται σήμερα από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Ακολούθως, το τρίτο ερώτημα αφορούσε τον εντοπισμό ενδείξεων μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας κατά τη διδασκαλία τους σε δίγλωσσους μαθητές, των διδακτικών πρακτικών όσον αφορά την αξιοποίηση της μητρικής τους γλώσσας για τη διδασκαλία των ελληνικών και την εφαρμογή πρακτικών που προάγουν την κριτική πολυπολιτισμικότητα. Τέλος, το τελευταίο ερώτημα μελέτησε τη σχέση μεταξύ των στάσεων, των ρεπερτορίων και των διδακτικών πρακτικών των Ελληνοκύπριων εκπαιδευτικών κατά τη διδασκαλία τους σε δίγλωσσους μαθητές. Η εστίαση και των τεσσάρων ερωτημάτων δόθηκε ειδικότερα στον τύπο της σχολικής μονάδας στον οποίο εργάζονταν οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί (και στις δύο φάσεις της έρευνας), κάτι που δεν έχει διερευνηθεί ξανά στο παρελθόν αλλά και ο συνδυασμός της διδασκαλίας για κοινωνική δικαιοσύνη και κριτική πολυπολιτισμικότητα με την αξιοποίηση της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών. Για να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα, η έρευνα διεξήχθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση επιλέγηκαν με σκόπιμη δειγματοληψία 46 εκπαιδευτικοί από όλες τις επαρχίες της ελεύθερης Κύπρου (14 εργάζονταν σε σχολικές
vi
μονάδες με υψηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών (άνω του 50%), 17 εργάζονταν σε σχολικές μονάδες με μέσο ποσοστό (από 20-50%) και 15 οι οποίοι εργάζονταν σε σχολικές μονάδες με χαμηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών (κάτω από 20%) και από τους οποίους λήφθηκαν συνεντεύξεις σε βάθος.
Για τον σκοπό της ανάλυσης αρχικά εντοπίστηκαν οι ‘στάσεις’ (μέσα από πέντε κατηγορίες) και ακολούθως τα γλωσσικά «ερμηνευτικά ρεπερτόρια» των εκπαιδευτικών. Τα αποτελέσματα στο στάδιο αυτό ανέδειξαν δύο κυρίαρχες τάσεις: τις αρνητικές στάσεις αλλά και τις θετικές στάσεις έναντι της διγλωσσίας, των δίγλωσσων μαθητών, της αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας και της διδασκαλίας έναντι αυτών. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών και από τους τρεις τύπους σχολικής μονάδας εκδήλωσε μια θετική στάση έναντι της διγλωσσίας και των θετικών στοιχείων που επιφέρει στην γνωστική ανάπτυξη ενός παιδιού. Οι στάσεις έναντι των δίγλωσσων μαθητών διαφοροποιήθηκαν αρκετά ανάλογα με τον τύπο της σχολικής μονάδας στην οποία βρίσκονταν οι εκπαιδευτικοί. Έτσι, οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι εργάζονταν σε σχολικές μονάδες με υψηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών εκδήλωσαν θετικές ή και πολύ θετικές στάσεις έναντι αυτών των μαθητών, έναντι της μητρικής τους γλώσσας και έναντι της διδασκαλίας τους. Δημιούργησαν ρεπερτόρια όπως αυτά της προσωπικής αποδοχής και επιλογής διδασκαλίας σε «δίγλωσσους» μαθητές, του δικαιώματος διατήρησης αλλά και αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας ενώ ταυτόχρονα φανέρωσαν μέσα από το λόγο τους την προοπτική αξιοποίησης της μητρικής γλώσσας των μαθητών τους προς όφελος της κατάκτησης των ελληνικών. Ταυτόχρονα, εκδήλωσαν συναισθήματα πλεονασμού της σχολικής μονάδας στην οποία εργάζονται. Αντίθετα, οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται σε σχολικές μονάδες με μέσο αριθμό δίγλωσσων μαθητών φάνηκε να εκδηλώνουν στην πλειοψηφία τους αρνητικές στάσεις έναντι των δίγλωσσων μαθητών τους και της αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας εκδηλώνοντας συναισθήματα ‘δυσφορίας, δυσκολίας, προβλήματος, τύψεων και άγχους’ κατά την καθημερινή τους επαφή τονίζοντας μάλιστα τον έντονο και απαιτητικό αγώνα που κάνουν καθημερινά για να ανταπεξέλθουν. Δημιούργησαν ρεπερτόρια αποδοχής των «αλλόγλωσσων» μαθητών ‘με όρους’. Σχεδόν όλοι δε θα επέλεγαν να εργάζονται σε σχολεία με αρκετούς δίγλωσσους μαθητές αν είχαν την ευκαιρία επιλογής ενώ αρκετοί εκδήλωσαν ρεπερτόρια απογοήτευσης και συναισθήματα μειονεξίας σε σχέση με άλλες σχολικές μονάδες που έχουν υψηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών. Τα ρεπερτόρια που εκδηλώθηκαν επιβεβαιώθηκαν και από τις ελάχιστες πρακτικές προβολής του πολιτισμού που κουβαλούν οι δίγλωσσοι μαθητές τους και από τις
vii
σχεδόν ανύπαρκτες πρακτικές αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας. Τέλος, οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται σε σχολικές μονάδες με μικρό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών εκδήλωσαν μια ταλάντευση ανάμεσα στη σχετικά θετική στάση έναντι των δίγλωσσων μαθητών τους και στη σχετικά αρνητική στάση έναντι της αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας και της διδασκαλίας έναντι αυτών (αμφίσημη στάση). Εκδήλωσαν ρεπερτόρια προσωπικής αποδοχής αλλά όχι επιλογής στη διδασκαλίας τους σε δίγλωσσους μαθητές που διαφοροποιούνται γλωσσικά, του δικαιώματος διατήρησης αλλά όχι αξιοποίησης του γλωσσικού και πολιτισμικού κεφαλαίου που κουβαλούν οι δίγλωσσοι μαθητές τους ενώ ταυτόχρονα φανέρωσαν την οικογενειακή ευθύνη που βαραίνει τους γονείς γι’ αυτή την αξιοποίηση.
Στη δεύτερη φάση της έρευνας, ακολουθήθηκε η προσέγγιση της «μελέτης περίπτωσης» (case study). Επιλέγηκαν έξι εκπαιδευτικοί οι οποίοι παρατηρήθηκαν σε τέσσερις διαφορετικές χρονικές περιόδους, με σκόπιμη δειγματοληψία μετά την προσεκτική ανάλυση των αποτελεσμάτων που παρουσίασαν στις ημιδομημένες συνεντεύξεις συνεντεύξεις. Επιλέγηκαν προς παρατήρηση εκπαιδευτικοί που παρουσίασαν μία πολύ θετική ή μία σχετικά θετική υποστήριξη έναντι της διγλωσσίας, των δίγλωσσων μαθητών τους αλλά και της αξιοποίησης και διατήρησης της μητρικής γλώσσας των μαθητών τους από τρεις διαφορετικούς τύπους σχολικών μονάδων που μελετήθηκαν στην παρούσα έρευνα: δύο από σχολικές μονάδες με υψηλό, δύο με μέσο και δύο με χαμηλό αριθμό δίγλωσσων μαθητών. Από κάθε τύπο σχολικής μονάδας επιλέγηκαν εκπαιδευτικοί που παρουσίασαν μέσα από τις συνεντεύξεις τους στο Α΄ στάδιο της έρευνας ενδείξεις με μεγαλύτερη συχνότητα: α) για εφαρμογή μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας σε δίγλωσσους μαθητές (Chubbuck, 2010), β) που επέδειξαν ενδείξεις αξιοποίησης της μητρικής γλώσσας των μαθητών για τη διδασκαλία της δεύτερης γλώσσας (Cummins, 2005) και γ) που παρουσίασαν ενδείξεις εφαρμογής μιας κριτικά πολυπολιτισμικής προσέγγισης (Kincheloe & Steinberg, 1997). Κατά τη διάρκεια τεσσάρων εργάσιμων ημερών, λήφθηκαν πρωτογενή δεδομένα παρατήρησης του κάθε εκπαιδευτικού (μέσω θεατής μη συμμετοχικής παρατήρησης) και δευτερογενή δεδομένα μέσω συνεντεύξεων (με συναδέλφους εκπαιδευτικούς, βοηθητικό προσωπικό και τον ίδιο τον εκπαιδευτικό μετά το τέλος της κάθε μέρας) και σημειώσεων προσωπικού ημερολογίου της ερευνήτριας μετά το τέλος της κάθε εργάσιμης μέρας. Ακολουθήθηκε ποιοτική μεθοδολογία με κύρια μέθοδο ανάλυσης την ανάλυση λόγου. Εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν τα κρίσιμα περιστατικά και οι διδακτικές πρακτικές που εφάρμοσαν οι έξι εκπαιδευτικοί κατά τη
viii
διδασκαλία τους σε δίγλωσσους μαθητές μέσω λεπτομερής περιγραφή της κάθε περίπτωσης, ακολουθούμενη από μία θεματική ανάλυση διά μέσου των περιπτώσεων δηλαδή μια ‘ανάλυση ανάμεσα στις περιπτώσεις’ (cross case analysis). Για την καταγραφή των προφίλ των εκπαιδευτικών χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της βινιέτας (Vignette) σε συνδυασμό με την καταγραφή των κρισιμότερων περιστατικών.
Οι έξι εκπαιδευτικοί επιβεβαίωσαν όπως φάνηκε από τις παρατηρήσεις τη σύνδεσή τους με τα κριτήρια που τέθηκαν, άλλοι περισσότερο (εκπαιδευτικοί 1,2, 3, 4) και άλλοι λιγότερο (εκπαιδευτικοί 5, 6) ενώ τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων ευθυγραμμίστηκαν μ’ αυτά των στάσεων και των ρεπερτορίων προσφέροντας στην έρευνα βάθος και ‘χειροπιαστές αποδείξεις’. Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα ανέδειξαν μια έντονη ευαισθησία και διάθεση των εκπαιδευτικών (1 και 2) που εργάζονταν σε σχολικές μονάδες με υψηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών για υπεράσπιση και εφαρμογή μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας έναντι των δίγλωσσων μαθητών τους, σημείο το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την αξιοποίηση του πολιτισμικού και γλωσσικού κεφαλαίου που κουβαλούν οι δίγλωσσοι μαθητές. Ο μεγάλος αγώνας και η έντονη εφαρμογή μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας ήταν εμφανής και στις πρακτικές αλλά και τη γενικότερη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών (3 και 4) οι οποίες εργάζονται σε σχολικές μονάδες με μέσο αριθμό δίγλωσσων μαθητών. Παρόλα αυτά, παρουσίασαν βασικές διαφορές ως προς την αξιοποίηση της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών αλλά και των πολιτιστικών στοιχείων που κουβαλούν. Ενώ είχαν τη θετική διάθεση να εντάξουν τη μητρική γλώσσα των μαθητών τους εντούτοις η αντίσταση του μεγάλου αριθμού των Ε/Κ, τα διαφορετικά επίπεδα των δίγλωσσων μαθητών, η έλλειψη χρόνου και το ‘άγχος’ για ολοκλήρωση της σχολικής ύλης, τους οδηγούσε στη μη αξιοποίηση δημιουργώντας στις ίδιες πολλές φορές ένταση κατά τη διδασκαλία. Ολοκληρώνοντας οι εκπαιδευτικοί (5 και 6) οι οποίοι εργάζονται σε σχολικές μονάδες με μικρό αριθμό δίγλωσσων μαθητών παρουσίασαν τις περισσότερες διαφορές με τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς. Ενώ και αυτοί είχαν παρουσιάσει στη διδασκαλία τους ικανοποιητικές ενδείξεις εφαρμογής μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας υπερασπίζοντας τους δίγλωσσους μαθητές τους σε πολλές περιπτώσεις, εντούτοις ο μικρός αριθμός των δίγλωσσων μαθητών στην τάξη, η μεγάλη ομάδα των Ε/Κ, οι ελάχιστες δράσεις του σχολείου, η έλλειψη χρόνου και η ελλιπής επιμόρφωση τους οδηγούσαν στην επιτέλεση μικρού αγώνα για μια πιο ολοκληρωμένη εκπαίδευση σύμφωνα με τις ανάγκες των μαθητών αυτών ενώ οι πιο πάνω λόγοι μείωναν
ix
ταυτόχρονα και το κίνητρό τους για οποιαδήποτε δράση αξιοποίησης του γλωσσικού και πολιτισμικού κεφαλαίου των δίγλωσσων μαθητών τους.
Η συνεισφορά της παρούσας έρευνας καθορίζεται τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο. Η θεωρητική συνεισφορά προσδιορίζεται στην επέκταση κυριότερα της θεωρίας της αλληλεξάρτησης των γλωσσών σε εκπαιδευτικά συστήματα όπου δεν υπάρχει εφαρμογή διγλωσσικού προγράμματος ούτε επικράτηση δύο κυρίαρχων γλωσσών και η σύνδεσή της με τη θεωρία της κοινωνικής δικαιοσύνης και την προσέγγιση της κριτικής πολυπολιτισμικότητας. Ταυτόχρονα η θεωρητική συνεισφορά έγκειται στη μεθοδολογική επέκταση της θεωρίας των κοινωνικών αναπαραστάσεων σε εκπαιδευτικά πλαίσια με την εφαρμογή δύο εννοιολογικών εργαλείων (στάσεων και ρεπερτορίων) και ακολούθως η σύνδεσή τους με τις διδακτικές πρακτικές. Στη μέχρι τώρα διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει έρευνα που να επιδιώκει τη θεωρητική αυτή σύνδεση ή τη μεθοδολογική αυτή προέκταση και τη σύνδεση με τη γλωσσική διαφορετικότητα. Ακολούθως, η εμπειρική συνεισφορά προσδιορίζεται μέσα από τη συμβολή των αποτελεσμάτων στην παραγωγή νέας γνώσης αφού αποτελεί την πρώτη ερευνητική προσπάθεια προς την πληρέστερη κατανόηση της διδασκαλίας των δίγλωσσων μαθητών σε μονόγλωσσα εκπαιδευτικά συστήματα, με την εις βάθος μελέτη της επίδρασης που έχουν οι στάσεις και τα ρεπερτόρια που εκδηλώνουν οι εκπαιδευτικοί στις εκπαιδευτικές πρακτικές έναντι των μαθητών αυτών, όταν διαφοροποιείται ο τύπος της σχολικής μονάδας στην οποία διδάσκουν. Επίσης, αποτελεί την πρώτη ερευνητική προσπάθεια καταγραφής συγκεκριμένων πρακτικών αξιοποίησης της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών σε σχέση με τον τύπο της σχολικής μονάδας. Η αναγκαιότητα μελέτης για τη διερεύνηση ενός τέτοιου θέματος είναι μεγάλη αφού οι ενδείξεις που παρουσιάζονται αποτελούν την αρχή για παρουσίαση ενός θεωρητικού μοτίβου (pattern) που θα βοηθήσει τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής σε θέματα διγλωσσίας.
Αναμένεται, ότι τα πορίσματα της έρευνας θα προβληματίσουν άμεσα τους φορείς εκπαιδευτικής πολιτικής και πρακτικής ως προς την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης και διδασκαλίας των δίγλωσσων μαθητών στηριζόμενη στις αρχές της κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας, της αξιοποίησης της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών για τη διδασκαλία της κυρίαρχης ελληνικής γλώσσας και σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο της εφαρμογής μιας κριτικής πολυπολιτισμικότητας μέσα από τις πρακτικές των εκπαιδευτικών, λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών, των μαθητών αλλά και του κάθε τύπου σχολικής μονάδας ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές της.