Ενδογλωσσική μετάφραση: Το παράδειγμα της τραγωδίας Πέρσαι του Αισχύλου
Abstract
Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή εντάσσεται στις περιγραφικές μεταφραστικές σπουδές.
Αντικείμενό της ήταν η ενδογλωσσική μετάφραση και είχε ως στόχο να διαπιστώσει τις δυ-
σκολίες που αντιμετώπισαν πέντε μεταφραστές της τραγωδίας του Αισχύλου Πέρσαι
(Γρυπάρης, Βουρνάς, Τοπούζης, Ρούσσος και Μουλλάς), τους περιορισμούς στο έργο τους
από το ιδεολογικό και πολιτιστικό περιβάλλον, τις επιλογές τους σε ζητήματα μορφή και
περιεχομένου, τη θέση που πήραν σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα και να τα αξιολογήσει.
Για την ανάλυση των μεταφρασμάτων χρησιμοποιήθηκαν οι θεωρίες και τα εργαλεία της
διαγλωσσικής μετάφρασης. Συγκεκριμένα, η αρχή της ισοδυναμίας και οι μεταφραστικές
μεταβολές χρησιμοποιήθηκαν για την ανάλυση στο επίπεδο του μικροκειμένου. Οι
μεταβολές αυτές αξιολογήθηκαν με βάση τις θεωρίες του σκοπού ως προς την
αποτελεσματικότητά τους στην απόδοση περιεχομένου και μορφής ενός κειμένου
πολυσύνθετου, όπως το αρχαίο ελληνικό δράμα. Επίσης, σύμφωνα με τις συστημικές
θεωρίες και εφαρμόζοντας το μοντέλο του Toury, ερευνήθηκαν οι απόψεις εκδοτών και
μεταφραστών σχετικά με τον ρόλο και τις δυσκολίες της ενδογλωσσικής μετάφρασης. Ως
προς το ιδεολογικό πλαίσιο, εξετάστηκε η πιθανότητα ξενοποίησης σύμφωνα με την άποψη
του Venuti για μια πιο ηθική στάση απέναντι στον πολιτισμό-πηγή και το κείμενο που τον
εκπροσωπεί. Από την ανάλυση διαπιστώθηκε ότι η διαγλωσσική μετάφραση διαθέτει ήδη
μια πλειάδα εργαλείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στον χώρο της
ενδογλωσσικής. Η ποικιλία των μεταφραστικών μεταβολών που παρατηρήθηκαν δεν
επιτρέπουν τη συναγωγή ρυθμιστικών κανόνων για την ενδογλωσσική μετάφραση.
Διαπιστώθηκε, όμως, ότι κοινή επιλογή όλων των μεταφραστών ήταν η οικειοποίηση. Η
ξενοποίηση που προτείνει ο Venuti φαντάζει αδύνατη στο νεοελληνικό ιδεολογικό πλαίσιο
που βλέπει τον σύγχρονο πολιτισμό ως συνέχεια του αρχαίου ελληνικού και τη συγγένεια
της γλώσσας ως την κυριότερη απόδειξη αυτής της σχέσης. Παρά τον κοινό
προσανατολισμό, παρατηρήθηκε ότι υπήρχε διαφοροποίηση ως προς τις τεχνικές που
χρησιμοποιήθηκαν, με την πλειονότητα των μεταφραστών να σέβονται όσο το δυνατόν το
αρχικό κείμενο δίνοντας μια κυριολεκτική μετάφραση, και τον Τοπούζη να αναπλάθει τον
αρχαίο λόγο σε μία πιο ελεύθερη μετάφραση. Επίσης, παρόλο που σε όλα τα μεταφράσματα
χρησιμοποιήθηκε η δημοτική, ήταν φανερή μια σταδιακή απομάκρυνση από τα διδάγματα
του ακραίου δημοτικισμού, καθώς προχωρά ο αιώνας και η δημοτική σταθεροποιείται ως
γλωσσικό όργανο στη λογοτεχνία, στο σχολείο και στην πολιτεία. Παράλληλα,
παρατηρήθηκε μια στενή συγγένεια μεταξύ των μεταφράσεων του Γρυπάρη, του Βουρνά
και του Ρούσσου με τους δύο τελευταίους να αντλούν πολλά στοιχεία από τον πρώτο.
Ακόμη, στο ζήτημα της έμμετρης απόδοσης διαπιστώθηκε ότι η πλειονότητα
χρησιμοποιήσε την αναλογική τεχνική του Holmes, ενώ ο Τοπούζης μιμήθηκε τις νόρμες
της νεοτερικής ποίησης εφαρμόζοντας την αποκλίνουσα τεχνική. Τέλος, στο ζήτημα της
επιτελεσιμότητας διαπιστώθηκε ότι μόνο η μετάφραση του Βουρνά δεν αποτέλεσε το
κείμενο παράστασης και αυτό οφείλεται πιθανόν στη στατικότητα και το ουδέτερο ύφος
που τη χαρακτηρίζουν, ενώ η μετάφραση του Τοπούζη επιχειρεί να ακολουθήσει τις νόρμες
μιας σύγχρονης θεατρικής παράστασης.