Αντιλήψεις και πρακτικές των Ελληνοκυπρίων εκπαιδευτικών για την καλλιέργεια "προσφυγικής συνείδησης" στο δημοτικό σχολείο
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2015-07-15Συγγραφέας
Αντωνίου, Πετρούλα
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διερευνήσει τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των Ελληνοκύπριων εκπαιδευτικών για την καλλιέργεια της «προσφυγικής συνείδησης» στο Δημοτικό Σχολείο. Στα πλαίσια του ίδιου σκοπού, εξετάστηκε παράλληλα ο ρόλος της προσφυγικής ταυτότητας και του κοινωνικού φύλου των εκπαιδευτικών σε αυτή τη διαδικασία. Το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας περιλάμβανε τη θεωρία της διατομής και τη μεταμοντέρνα κριτική θεωρία.
Συγκεκριμένα, η έρευνα εστίασε σε τέσσερα ερωτήματα. Το πρώτο αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο οι Ελληνοκύπριοι εκπαιδευτικοί και μαθητές δημοτικής εκπαίδευσης αντιλαμβάνονται την έννοια του «πρόσφυγα» στο συγκείμενο της Κύπρου. Με το δεύτερο διερευνήθηκαν οι πρακτικές διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται στη δημοτική εκπαίδευση όσον αφορά στην καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης στους μαθητές και ταυτόχρονα, εξετάστηκαν τυχόν διαφορές στις πρακτικές ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς πρόσφυγες και μη. Το τρίτο ερώτημα, επικεντρώθηκε στο ρόλο που διαδραματίζει το κοινωνικό φύλο των Ελληνοκύπριων εκπαιδευτικών στις διαδικασίες αυτές. Τέλος, εξετάστηκαν οι αντιλήψεις των συμμετεχόντων για τις παιδαγωγικές προσεγγίσεις που μπορούν να αναπτυχθούν, οι οποίες θα σέβονται αφενός την προσφυγική συνείδηση, ενώ αφετέρου θα δημιουργούν ευκαιρίες για υπέρβαση της περιοριστικής υποκειμενικότητας του πρόσφυγα.
Χρησιμοποιήθηκε ποιοτική μεθοδολογία· συγκεκριμένα, ως μέθοδοι συλλογής δεδομένων αξιοποιήθηκαν συνεντεύξεις και μελέτες περίπτωσης. Στην πρώτη φάση, πραγματοποιήθηκαν σαράντα συνεντεύξεις Ελληνοκύπριων εκπαιδευτικών και μαθητών δημοτικής εκπαίδευσης (είκοσι συνεντεύξεις από την κάθε ομάδα). Για την έρευνα επιλέγηκε ο τύπος της ημιδομημένης συνέντευξης με τη μορφή της προφορικής ιστορίας και η επιλογή των ατόμων έγινε με τυχαία δειγματοληψία και δειγματοληψία χιονοστιβάδας. Στη δεύτερη φάση, έγινε επιλογή πέντε εκπαιδευτικών με σκόπιμη δειγματοληψία στους οποίους πραγματοποιήθηκαν από τέσσερις μη συμμετοχικές παρατηρήσεις της διδασκαλίας τους. Οι περιορισμοί της έρευνας σχετίζονται με την επιλογή των συμμετεχόντων, τις μεθόδους συλλογής των δεδομένων και το θέμα το οποίο διερευνήθηκε.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν την οικοδόμηση της έννοιας του πρόσφυγα στο σχολείο και τη σύνδεση της με συναισθήματα πένθους και απώλειας. Στο πλαίσιο αυτό, φάνηκε η συγκειμενοποίηση της έννοιας από τους συμμετέχοντες, με βάση τα χαρακτηριστικά των Ελληνοκύπριων προσφύγων. Παράλληλα, διαπιστώθηκε μεταφορά της προσφυγικής ταυτότητας από την πρώτη στη δεύτερη και τρίτη γενιά. Αν και η παρουσία προσφυγικής συνείδησης στη δεύτερη γενιά εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό, στην τρίτη γενιά εμφανίζεται μειωμένη. Διαπιστώθηκε, δηλαδή, μείωση στη συχνότητα παρουσίας στοιχείων προσφυγικής συνείδησης στην τρίτη γενιά.
Τα αποτελέσματα, επίσης, έδειξαν το ρόλο των εκπαιδευτικών στην καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό πως πολλές από τις πρακτικές διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται από τους συμμετέχοντες αποτελούν μια λογοτεχνίζουσα προσέγγιση, η οποία επιτυγχάνει περισσότερο συναισθηματοποίηση παρά ενσυναίσθηση στους μαθητές. Η πρακτική «ανθρώπινες μαρτυρίες», αν και δεν χρησιμοποιείται συχνά από τους συμμετέχοντες εκπαιδευτικούς, εντούτοις ξεχώρισε ως η καταλληλότερη πρακτική που θα επέλεγαν για καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης. Επιπρόσθετα, μέσα από την ανάλυση των δεδομένων της έρευνας, διαπιστώθηκε, πως δε γίνεται ικανοποιητική προσπάθεια από τους συμμετέχοντες για σύνδεση της περίπτωσης των Ελληνοκύπριων προσφύγων με άλλα προσφυγικά ζητήματα. Αποτέλεσμα είναι η προβολή της διήγησης των Ελληνοκύπριων προσφύγων από τους εκπαιδευτικούς ως μια αντικειμενική και μοναδική ιστορία.
Παράλληλα, διαπιστώθηκε ο ρόλος της προσφυγικής ταυτότητας των εκπαιδευτικών στις διαδικασίες διδασκαλίας του «Δεν Ξεχνώ» για καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης. Η διάθεση των εκπαιδευτικών αυτών, η διήγηση των προσωπικών τους βιωμάτων και η εξωτερίκευση των συναισθημάτων τους είναι στοιχεία τα οποία φαίνεται πως κατασκευάζουν συγκεκριμένο πλαίσιο μάθησης για τα θέματα αυτά. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε η διαφοροποίηση στις πρακτικές διδασκαλίας από τις γυναίκες εκπαιδευτικούς σε σύγκριση με τους άντρες εκπαιδευτικούς. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε διαφοροποίηση ως προς τρεις παραμέτρους, όσον αφορά στο ύφος της προσέγγισης, στην επιλογή της μεθοδολογίας και στην επιλογή θεματολογίας. Η επιρροή του ρόλου της «μητέρας» συζητήθηκε ως επιπρόσθετο επιμέρους χαρακτηριστικό που είναι δυνατόν να επηρεάσει τη διδασκαλία.
Η συνεισφορά της έρευνας προσδιορίζεται σε θεωρητικό και ταυτόχρονα εμπειρικό επίπεδο. Η θεωρητική συνεισφορά συνοψίζεται στην επέκταση της θεωρίας όσον αφορά στην προσφυγική συνείδηση. Ουσιαστικά, η έρευνα αυτή παρουσιάζει για πρώτη φορά συγκεντρωτικά αποτελέσματα για την καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης των Ελληνοκυπρίων από τους εκπαιδευτικούς στη δημοτικό σχολείο. Επίσης, η έρευνα αυτή συνέβαλε στην αποκάλυψη του ρόλου του φύλου και της προσφυγικής ταυτότητας των εκπαιδευτικών στις πρακτικές καλλιέργειας της προσφυγικής συνείδησης. Στη μέχρι τώρα διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει κάποια έρευνα που να επιδιώκει αυτή την επέκταση.
Όσον αφορά στην εμπειρική συνεισφορά, τα αποτελέσματα της έρευνας αναμένεται ότι θα βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούς στην καθημερινή τους πρακτική σε θέματα διαχείρισης της προσφυγικής συνείδησης. Τα αποτελέσματα αποτελούν μια ευκαιρία γνωριμίας των εκπαιδευτικών με τις διαστάσεις και διαδικασίες καλλιέργειας της προσφυγικής συνείδησης στο σχολικό χώρο. Μέσα από αυτά, αναδεικνύεται η ανάγκη οι εκπαιδευτικοί να είναι περισσότερο (ανα)στοχαστικοί όσον αφορά στις πρακτικές διδασκαλίας που χρησιμοποιούν στα πλαίσια του «Δεν Ξεχνώ» και στις παιδαγωγικές συνέπειες των επιλογών τους για την καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης. Επιπλέον, η έρευνα αυτή αποτελεί σημαντική ανατροφοδότηση για όσους φορείς ενδιαφέρονται για τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό και την εκπαιδευτική πολιτική. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας παρέχουν, τέλος, ενδείξεις για την ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας σε σχέση με την καλλιέργεια της προσφυγικής συνείδησης και τις επιπτώσεις για τα αναλυτικά προγράμματα και τη διδασκαλία.