Οι αντιλήψεις και οι απόψεις της διευθυντικής ομάδας σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο για την ανάπτυξη σχεδίου σχολικής βελτίωσης
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2011-08-23Συγγραφέας
Παπανικόλα, Ελένη
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η σχολική βελτίωση αποτελεί μια πρωταρχικής σημασίας στρατηγική επιλογή της επιχειρούμενης Μεταρρύθμισης του Εκπαιδευτικού Συστήματος της Κύπρου για βελτίωση της ποιότητας της μάθησης των μαθητών. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη και η επιτυχής διαχείριση σχεδιασμών σχολικής βελτίωσης εκλαμβάνεται ως ουσιώδης προϋπόθεση για την άσκηση επιτυχημένης εκπαιδευτικής διοίκησης και αποτελεσματικής ηγεσίας. Η αδυναμία της διεύθυνσης-ηγεσίας των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου να προωθήσουν σχεδιασμούς βελτίωσης στη σχολική μονάδα, παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις της Κυπριακής Πολιτείας, οδήγησε στην αναγκαιότητα διεξαγωγής της παρούσας έρευνας, ώστε να συμβάλει στην άμβλυνση του ελλείμματος στον τομέα αυτό.
Ειδικότερα, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να περιγράψει τις αντιλήψεις και τις απόψεις των διευθυντών και των βοηθών διευθυντών σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου για την ανάπτυξη σχεδίου βελτίωσης στη σχολική μονάδα. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού η έρευνα πραγματοποιήθηκε με βάση τη στρατηγική σχεδιασμού της επισκόπησης (περιγραφική έρευνα), στα πλαίσια χρήσης της μικτής μεθοδολογίας του διερευνητικού μοντέλου των δύο φάσεων, της ποιοτικής και της ποσοτικής. Κατά την ποιοτική φάση της έρευνας λήφθηκαν ατομικές και ομαδικές συνεντεύξεις από δέκα διευθυντές και δέκα βοηθούς διευθυντές σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα της φάσης αυτής, συνδυασμένα με τους θεματικούς άξονες που ανέδειξε η βιβλιογραφική ανασκόπηση οδήγησαν στην ανάπτυξη του ερωτηματολογίου, ως το ερευνητικό εργαλείο της ποσοτικής φάσης που ακολούθησε. Τον πληθυσμό της έρευνας αποτέλεσαν όλοι οι διευθυντές και βοηθοί διευθυντές δημοτικών σχολείων της Κύπρου, που κατείχαν οργανική θέση αντίστοιχα διευθυντή και βοηθού διευθυντή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου κατά το σχολικό έτος 2010-2011. Ο πληθυσμός του δείγματος κατέληξε να είναι 472 μέλη της Διευθυντικής Ομάδας και το ποσοστό ανταπόκρισής τους ανήλθε στο 76,4%. Η ανάλυση των δεδομένων περιλάμβανε δύο στάδια, την ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων των συνεντεύξεων και την ανάλυση των ποσοτικών δεδομένων του ερωτηματολογίου με τεχνικές περιγραφικής και επαγωγικής στατιστικής με βάση το στατιστικό πακέτο SPSS 18.0.
Τα κυριότερα αποτελέσματα της έρευνας είναι τα εξής: Πρώτο, η Διευθυντική Ομάδα σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θεωρεί την «επιμόρφωση προσωπικού», τις «στρατηγικές», τα «μορφολογικά χαρακτηριστικά του σχολείου», τους «πόρους», την «κουλτούρα και το κλίμα», την «αυτονομία», τη «μονιμότητα προσωπικού» και την «πολιτική του σχολείου» ως βασικούς παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη σχεδίου σχολικής βελτίωσης. Δεύτερο, η Διευθυντική Ομάδα θεωρεί ότι η σχολική βελτίωση συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην αποτελεσματικότερη λειτουργία του σχολείου, είναι σε μεγάλο βαθμό αναγκαία, αλλά εφικτή σε χαμηλό βαθμό σήμερα στα δημοτικά σχολεία της Κύπρου, στα πλαίσια του υφιστάμενου εκπαιδευτικού συστήματος. Τρίτο, η Διευθυντική Ομάδα δηλώνει ως πιο κατάλληλα άτομα να ηγηθούν του σχεδιασμού σχολικής βελτίωσης αρχικά το διευθυντή του σχολείου και ακολούθως το βοηθό διευθυντή του σχολείου ή έναν ειδικό σε θέματα σχολικής βελτίωσης. Τέταρτο, με βάση τις απόψεις τω μελών της Διευθυντικής Ομάδας αναδείχθηκαν τρεις παράγοντες χαρακτηριστικών του ηγέτη, τα «Χαρακτηριστικά Ηγετικής Προσωπικότητας», «Χαρακτηριστικά Ανάπτυξης Ανθρωπίνων Σχέσεων» και «Χαρακτηριστικά Στρατηγικής Προσωπικότητας», τα οποία συμβάλλουν στην επιτυχή άσκηση ηγεσίας σχολικής βελτίωσης. Πέμπτο, τα μέλη της Διευθυντικής Ομάδας αναγνωρίζουν ότι υπάρχει σημαντικό έλλειμμα ανάμεσα στο βαθμό που σήμερα διατελεί τόσο ο διευθυντής όσο και ο βοηθός διευθυντής δημοτικών σχολείων αντίστοιχα κάποιους σημαντικούς ρόλους στην ανάπτυξη σχεδίων σχολικής βελτίωσης και στο βαθμό που πιστεύουν ότι οι ρόλοι αυτοί θα έπρεπε να ισχύουν. Καταλήγουν, επίσης, ότι οι ρόλοι του διευθυντή στην ανάπτυξη σχεδίου σχολικής βελτίωσης διαμορφώνουν τον παράγοντα «Ρόλοι Στρατηγικής Βελτίωσης» και οι ρόλοι του βοηθού διευθυντή διαμορφώνουν τους παράγοντες που αφορούν ρόλους «Υποστηρικτή» και «Αναπληρωτή» στη διαδικασία ανάπτυξης σχεδίου σχολικής βελτίωσης. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στις απόψεις των μελών της Διευθυντικής Ομάδας αναφορικά με τα πιο πάνω αποτελέσματα κυρίως ανάλογα με το φύλο και τη θέση που κατέχουν στην υπηρεσία και το επίπεδο μόρφωσης. Τέλος, με βάση τα πιο πάνω αποτελέσματα γίνονται εισηγήσεις που αφορούν στην εκπαιδευτική πολιτική τόσο στο μακροεπίπεδο του Κυπριακού Εκπαιδευτικού Συστήματος όσο και στο μικροεπίπεδο της σχολικής μονάδας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επιπλέον, κατατίθενται προτάσεις για πιθανές μελλοντικές έρευνες στο πεδίο της σχολικής βελτίωσης, που να διερευνούν βαθύτερα σημαντικές πτυχές του θέματος.