Στυλ ηγεσίας και κοινωνική δικαιοσύνη: Σχέσεις και προσεγγίσεις σε πολυπολιτισμικά σχολεία
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2014-02-04Συγγραφέας
Ιάσονος, Σωτηρούλα
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Ο σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν να διερευνήσει τη φιλοσοφική προσέγγιση πολυπολιτισμικότητας (συντηρητική, φιλελεύθερη, πλουραλιστική ή κριτική) των Κύπριων διευθυντών πολυπολιτισμικών σχολείων και τα στυλ ηγεσίας εκείνων των διευθυντών που ενστερνίζονται την κριτική προσέγγιση και ταυτόχρονα παρέχουν ενδείξεις ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη. Στα πλαίσια του ίδιου σκοπού, αναζητήθηκαν τα χαρακτηριστικά των ηγετών που παρέχουν αυτές τις ενδείξεις στο κοινωνικοπολιτικό συγκείμενο της Κύπρου.
Για το λόγο αυτό, η έρευνα εστίασε σε τρία ερωτήματα. Το πρώτο αφορούσε στη διερεύνηση της προσέγγισης πολυπολιτισμικότητας που ενστερνίζονται οι Κύπριοι διευθυντές πολυπολιτισμικών σχολείων. Με το δεύτερο διερευνήθηκαν τα στυλ ηγεσίας των διευθυντών που ενστερνίζονται την κριτική προσέγγιση και ταυτόχρονα παρέχουν ενδείξεις ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη, μέσα από τη σύζευξη των πέντε στυλ (παιδαγωγικό, επιχειρηματικό, δομικό, συμμετοχικό, ανάπτυξης προσωπικού) του Ολιστικού Μοντέλου Ηγεσίας των Pashiardis και Brauckmann (2008) και της βιβλιογραφίας της ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη. Στο πλαίσιο αυτό, διαφάνηκε και ο τρόπος που αντιμετωπίζονται διάφορες προκλήσεις και αντιστάσεις. Το τρίτο ερώτημα επικεντρώθηκε στα χαρακτηριστικά αυτών των ηγετών, όπως εκδηλώνονται στο ιδιαίτερο κοινωνικοπολιτικό συγκείμενο της Κύπρου. Η εστίαση ήταν ειδικότερα στο πώς ο συνδυασμός της πολιτικής κατάστασης της ημικατεχόμενης Κύπρου και της αυξανόμενης πολυπολιτισμικότητας επιδρά στα χαρακτηριστικά τους και ενδεχομένως να τους διαφοροποιεί από ηγέτες πολυπολιτισμικών σχολείων άλλων χωρών που δε βιώνουν την πολιτική κατάσταση της Κύπρου και τις συνέπειές της.
Για να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα, η έρευνα διεξήχθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση επιλέγηκαν με σκόπιμη δειγματοληψία 23 διευθυντές από 114 διευθυντές δημοτικών σχολείων της Κύπρου, οι οποίοι ηγούνταν σχολείων με ποσοστό ετερόγλωσσων μαθητών ίσο ή μεγαλύτερο από τον παγκύπριο μέσο όρο (14.88%) για τη σχολική χρονιά 2011-2012. Από τους διευθυντές αυτούς λήφθηκαν συνεντεύξεις σε βάθος με σκοπό τη διερεύνηση της προσέγγισης πολυπολιτισμικότητας που ενστερνίζονται και των ενδείξεων ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη. Τα αποτελέσματα της πρώτης φάσης ανέδειξαν την κριτική προσέγγιση, τη συντηρητική και τη φιλελεύθερη, ενώ δεν υπήρξαν επαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν τη σύνδεση κάποιου διευθυντή με την πλουραλιστική. Κάποιοι από τους διευθυντές υιοθετούσαν συνδυασμό δύο προσεγγίσεων, με τη φιλελεύθερη να αποτελεί το ένα από τα δύο μέρη.
vi
Οι βασικές αντιλήψεις των διευθυντών συντηρητικής προσέγγισης σχετίζονταν με τα προβλήματα και τους κινδύνους που δημιουργεί η πολυπολιτισμικότητα σε επίπεδο σχολείου και κοινωνίας, την προτίμηση προς μια πολιτική αφομοίωσης και τις ανισότητες που πλήττουν κυρίως τους Κύπριους μαθητές και ενήλικες. Όσον αφορά στη φιλελεύθερη προσέγγιση, έντονη ήταν η έμφαση στις ομοιότητες, στην κοινή ανθρωπιά και ισότητα, στην προσφορά ίσων ευκαιριών μάθησης, την προτίμηση προς μια πολιτική ενσωμάτωσης και τις ανισότητες που πλήττουν κυρίως τους ετερόγλωσσους μαθητές. Γενικότερα, δε δόθηκαν ιδιαίτερα δείγματα κοινωνικής πλαισίωσης του λόγου. Οι διευθυντές που ενστερνίζονταν την κριτική προσέγγιση εξέφραζαν τις απόψεις τους κυρίως μέσα από τη σύνδεση των επιπέδων σχολείου – κοινωνίας και παρουσίασαν έναν κοινωνικά πλαισιωμένο λόγο. Αντιμετώπιζαν θετικά τη διαφορά, αναφέρονταν σε στάσεις και πεποιθήσεις που διαμορφώνει η κυρίαρχη προοπτική και σε ανισότητες που πλήττουν κυρίως τους ετερόγλωσσους μαθητές και ενήλικες, ασκούσαν κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα και παρουσίασαν ενσυναίσθηση.
Στη δεύτερη φάση, έγινε επιλογή τριών διευθυντών που σύμφωνα με την ανάλυση που προέκυψε, πληρούσαν τα περισσότερα από τα κριτήρια κριτικής προσέγγισης πολυπολιτισμικότητας (Kincheloe & Steinberg, 1997) και ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη (Theoharis, 2009). Σε αυτό το στάδιο (σχολική χρονιά 2012-2013), ακολουθήθηκε η προσέγγιση της «μελέτης περίπτωσης» (case study) με σκοπό τη διερεύνηση των υπόλοιπων ερευνητικών ερωτημάτων. Κατά τη διάρκεια πέντε εργάσιμων ημερών για τον κάθε διευθυντή, λήφθηκαν πρωτογενή δεδομένα μέσω συνεντεύξεων (με εκπαιδευτικούς, μαθητές, βοηθητικό προσωπικό), παρατήρησης του διευθυντή (θεατής μη συμμετοχικής) και ερωτηματολογίου προς τους εκπαιδευτικούς (στηριζόμενο σε ερωτηματολόγιο των Pashiardis & Brauckmann, 2008), όπως και δευτερογενή δεδομένα (μελέτη σχετικών αρχείων του σχολείου). Η προτεραιότητα κατά τη διάρκεια των σταδίων συλλογής δεδομένων βρισκόταν στην ποιοτική μέθοδο και η κύρια μέθοδος ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκε ήταν η κριτική ανάλυση λόγου. Ειδικότερα, για το δεύτερο στάδιο έγινε «κάθετη» ανάλυση μεταξύ των δεδομένων που συλλέγηκαν στο πλαίσιο της κάθε μελέτης περίπτωσης και «οριζόντια» ανάλυση και σύνθεση όλων των δεδομένων και από τις τρεις μελέτες περίπτωσης. Η ανάλυση των ποσοτικών δεδομένων που συλλέχθηκαν με τα ερωτηματολόγια, έγινε με τη χρήση του στατιστικού πακέτου SPSS και χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία περιγραφικής στατιστικής, όπως ο μέσος όρος και η τυπική απόκλιση.
Η ανάλυση του δεύτερου σταδίου της έρευνας - δηλαδή των τριών case studies - έφερε στην επιφάνεια δεδομένα που συμπληρώνουν την «εικόνα» της ηγεσίας για
vii
κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αναδύεται από τη μέχρι τώρα βιβλιογραφία. Διευκρινίζεται για πρώτη φορά ότι υπάρχουν δυνατότητες σύζευξης μεταξύ των στυλ ηγεσίας Pashiardis και Brauckmann (2008) και της ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη και παράλληλα ότι η κριτική προσέγγιση πολυπολιτισμικότητας μπορεί να μεταφραστεί σε πρακτική μέσα από αυτήν. Την ίδια στιγμή, αναδεικνύεται ότι η ηγεσία στο πλαίσιο ενός πολυπολιτισμικού σχολείου παρέχει αρκετές ευκαιρίες σε έναν ηγέτη για ανάδειξη μιας φιλοσοφίας κοινωνικής δικαιοσύνης.
Συγκεκριμένα, αναδείχτηκαν μεταξύ άλλων διάφορες κοινές παράμετροι ως προς τα διάφορα στυλ ηγεσίας, με τις περισσότερες να έχουν σύζευξη με την ηγεσία για κοινωνική δικαιοσύνη. Στο επιχειρηματικό στυλ, σημαντική κοινή πτυχή αποτέλεσε η αναγνώριση και κάλυψη των αναγκών των μαθητών μέσα από την αξιοποίηση εξωτερικών δικτύων και πηγών, όπως και η προσέγγιση των περιθωριοποιημένων μαθητών και οικογενειών. Στο δομικό στυλ μπορεί να αναφερθεί η χρήση μιας πετυχημένης προληπτικής και διαδικαστικής προσέγγισης της πειθαρχίας εντός ενός πλαισίου διαμόρφωσης κλίματος «ανήκειν», η ανάληψη ρίσκων κατά το χειρισμό καταστάσεων που σχετίζονται με την ευημερία των μαθητών και η ακολουθία πρακτικών και πολιτικών που προάγουν τις ευκαιρίες όλων των παιδιών. Ως προς το συμμετοχικό στυλ, αναδείχτηκε ιδιαίτερα η ανοικτή επικοινωνία και ευελιξία στις σχέσεις με τα μέλη του προσωπικού, η προσεκτική ακρόαση ιδεών και εισηγήσεων και η επίλυση προβλημάτων με τους εκπαιδευτικούς με συνεργατικό τρόπο. Σε σχέση με το παιδαγωγικό, κοινό ήταν ότι οι διευθυντές παρείχαν αρκετή αυτονομία στους εκπαιδευτικούς για οργάνωση και προγραμματισμό της διδασκαλίας τους και ότι δεν προωθούσαν με συστηματικό και οργανωμένο τρόπο μια δυναμική - πολιτισμικά ευαίσθητη διδασκαλία και μάθηση (πέραν της προφορικής), όπως και ενσωμάτωση της κοινωνικής υπευθυνότητας. Επίσης, φάνηκε ότι στα πλαίσια του στυλ ανάπτυξης προσωπικού, χρησιμοποιούσαν την επιβράβευση και εξέθεταν προφορικά ή/και γραπτά το προσωπικό τους σε ζητήματα ισότητας.
Γενικότερα, το κοινωνικοοικονομικό ευρύτερο πλαίσιο ήταν αυτό ώθησε και τους τρεις διευθυντές στο να δώσουν συνολικά περισσότερη έμφαση στο επιχειρηματικό στυλ ηγεσίας, δείχνοντας έτσι τη σχέση που μπορεί να αναπτύξει το συγκεκριμένο στυλ με την ηγεσία για κοινωνική δικαιοσύνη. Εντούτοις, αυτή η σχέση έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί και με τα υπόλοιπα στυλ, κάτι που επιβεβαιώνει περισσότερο σε σχέση με τους άλλους διευθυντές, η διευθύντρια 3.
Η συγκεκριμένη διευθύντρια ήταν αυτή που επέδειξε πλουσιότερη δράση στο σύνολο των στυλ ηγεσίας. Σε ένα πλαίσιο κατανόησης των λόγων αυτής της πλούσιας δράσης και
viii
συνεπώς της διαφοροποίησής της (σε κάποιο βαθμό) από τους άλλους δύο διευθυντές, εντοπίζεται μεταξύ άλλων η μεθοδική και ερευνητική διαδικασία αναγνώρισης όλων των «προκλήσεων», δυνατοτήτων και περιορισμών του σχολικού της πλαισίου (στην αρχή της σχολικής χρονιάς), η διαμόρφωση οράματος και μακροχρόνιου σχεδίου βελτίωσης του σχολείου, η μετάδοση της φιλοσοφίας της στους εκπαιδευτικούς με διάφορους τρόπους, η συνεχής επαγγελματική της ανάπτυξη και ο διαρκής αναστοχασμός.
Ένα σημαντικό πόρισμα της παρούσας εργασίας αποτελεί και η σύνδεση της σχολικής ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη με το ευρύτερο πλαίσιο ζωής των ηγετών. Αυτό αφορά σε εμπειρίες τους που σχετίζονται με το πολιτικό πλαίσιο της Κύπρου, ειδικότερα τη συνεχιζόμενη κατοχή, την τουρκική εισβολή και την προσφυγιά, όπως και τις προηγούμενες εμπειρίες σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα. Αυτή η σύνδεση φάνηκε για παράδειγμα ότι έχει επίδραση στον τρόπο αντιμετώπισης των ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ των ανθρώπων, στην ευαισθησία που τους διακατέχει για μαθητές και ενήλικες που βιώνουν δύσκολες καταστάσεις και στον τρόπο χειρισμού κάποιων κανονισμών στο σχολείο τους. Επίσης, η έντονη κοινωνική τους δραστηριοποίηση αναδεικνύει πτυχές κοινωνικού ακτιβισμού και φαίνεται να συνδέεται αρμονικά με την ηγεσία για κοινωνική δικαιοσύνη. Με αυτό τον τρόπο, αναδεικνύεται μια «ηγεσία εντός ζωής για κοινωνική δικαιοσύνη» που προσθέτει στην περαιτέρω κατανόηση της δράσης των διευθυντών στο σχολικό πλαίσιο και καθιστά τα δύο πλαίσια (ηγεσία – κοινωνική δραστηριοποίηση/ακτιβισμός) «ομόκεντρους κύκλους» που έχουν στο κέντρο τους την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι σχολικοί ηγέτες που λειτουργούν σε πολυπολιτισμικά σχολικά πλαίσια και ενστερνίζονται την κοινωνική δικαιοσύνη και την προσέγγιση κριτικής πολυπολιτισμικότητας, διακατέχονται από ένα νέο τρόπο σκέψης και ερμηνείας του κόσμου, τότε η διερεύνηση περαιτέρω πτυχών της ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη καθίσταται αναγκαία, κυρίως γιατί αναδεικνύει την αναγκαιότητα για αλλαγή και προσδιορίζει περαιτέρω το πλαίσιό της.
Η συνεισφορά της έρευνας προσδιορίζεται σε θεωρητικό και ταυτόχρονα εμπειρικό επίπεδο. Η θεωρητική συνεισφορά έγκειται στην επέκταση της θεωρίας της ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη προς δύο κατευθύνσεις· τη σύζευξη που έχει με τα στυλ ηγεσίας και τη σχέση που αναπτύσσει με τις προσεγγίσεις πολυπολιτισμικότητας. Στη μέχρι τώρα διεθνή βιβλιογραφία της ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη, δεν υπάρχει κάποια έρευνα που να επιδιώκει αυτή ακριβώς την επέκταση και να τοποθετείται παράλληλα στο πολυπολιτισμικό σχολικό πλαίσιο. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν, μπορούν να
ix
ενταχθούν θεωρητικά στη σύγκλιση της κριτικής θεωρίας και της θεωρίας της ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη (των δύο δηλαδή θεωριών που αποτέλεσαν το θεωρητικό υπόβαθρο) ως αυτές που στηρίζουν θεωρητικά τα δύο μέρη του συνδυασμού. Επιπλέον, η διεξαγωγή της παρούσας έρευνας έχει τη δυνατότητα να συνεισφέρει θεωρητικά στη βιβλιογραφία που σχετίζεται με τη σχολική ηγεσία σε χώρες που υποφέρουν από συγκρούσεις (π.χ. διαφορετικών εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων) ή βιώνουν μια μετα-συγκρουσιακή κατάσταση. Συγκεκριμένα, δεν έχει εντοπιστεί κάποια έρευνα που να διερευνά κατά πόσο και με ποιο τρόπο ο συνδυασμός μιας πολιτικής κατάστασης, όπως αυτή της Κύπρου με το πολυπολιτισμικό, επιδρά στη φιλοσοφία και τις πρακτικές των ηγετών που εκδηλώνουν ευαισθησίες για κοινωνική δικαιοσύνη.
Όσον αφορά στην εμπειρική συνεισφορά, η παρουσία νέων εμπειρικών δεδομένων καθίσταται σημαντική, αφού προσθέτει μια ακόμη πρακτική διάσταση στην κατανόηση της ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη συνεισφέροντας στην υφιστάμενη γνώση γύρω από «χειροπιαστά» μοντέλα ηγεσίας για κοινωνική δικαιοσύνη σε δημόσια σχολεία. Συγκεκριμένα, η παρούσα έρευνα αναμένεται να συμβάλει στην παραγωγή γνώσης ως προς τα στυλ ηγεσίας που χρησιμοποιούνται (περισσότερο ή λιγότερο σε σχέση με άλλα) από τους διευθυντές που ενστερνίζονται την κοινωνική δικαιοσύνη κατά την ηγεσία πολυπολιτισμικών σχολείων.
Αναμένεται, επίσης, ότι τα πορίσματα θα προβληματίσουν τους φορείς εκπαιδευτικής πολιτικής και πρακτικής ως προς την αναγκαιότητα αναδόμησης της ιδέας της εκπαιδευτικής ηγεσίας, στη βάση της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κριτικής προσέγγισης πολυπολιτισμικότητας. Το γεγονός ότι εντοπίστηκαν οι τρεις διευθυντές είναι ελπιδοφόρο για το μέλλον της σχολικής ηγεσίας, αφού μπορεί να αποτελέσει αφορμή για τον εντοπισμό νεοεισερχόμενων ή άλλων διευθυντών που έχουν τις ίδιες ευαισθησίες και οι οποίοι με κατάλληλη επιμόρφωση να στελεχώσουν πολυπολιτισμικά σχολεία ή/και σχολεία στα οποία συναντώνται έντονα αντιστάσεις που σχετίζονται άμεσα με ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η γνώση της καθημερινής πραγματικότητας διευθυντών που πετυχαίνουν την αλλαγή σε διάφορα επίπεδα και που αντιμετωπίζουν αντιστάσεις με διαφορετικό τρόπο και βαθμό επιτυχίας, μπορεί να τεθεί ως βάση για αξιοποίηση σε προγράμματα επαγγελματικής προετοιμασίας και ανάπτυξης των εν δυνάμει και εν ενεργεία σχολικών ηγετών.