Ρυθμιστική παρέμβαση και εποπτεία στο χρηματοπιστωτικό σύστημα
Abstract
Ο Σκοπός, ο στόχος και η συνεισφορά της παρούσας εργασίας έγκειται στη συστηματική ανάλυση της αναγκαιότητας της ρυθμιστικής παρέμβασης και εποπτείας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα., ενός θέματος που αναδείχθηκε μόλις ξέσπασε η οικονομική κρίση του 2007 και που έκτοτε τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί επιδίδονται σε ρυθμιστικές παρεμβάσεις προκειμένω να θεραπεύσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τις ατέλειες που αυτό παρουσιάζει. Για τον λόγο αυτό προκειμένω να γίνει αντιληπτή θα προσπαθήσουμε στο δεύτερο κεφάλαιο να απαντήσουμε στo ερώτημα για το εάν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος, τυποποιημένος ορισμός για τη ρύθμιση, που να γίνεται αποδεκτός από όλα τα μέλη της Διεθνούς Επιστημονικής Κοινότητος ή όχι. Εν συνεχεία, θα εξετάσουμε διάφορες θεωρίες της ρύθμισης, δίνοντας έμφαση στη θεωρία του δημοσίου συμφέροντος, στην οποία θα βασιστεί και η μεθοδολογία μας, καθώς θεωρούμε, πως η οποιαδήποτε απόφαση που λαμβάνεται από τις εκάστοτε αρχές, για ρυθμιστική παρέμβαση σε έναν κρίσιμο τομέα της οικονομίας, όπως είναι ο χρηματοπιστωτικός, οφείλει να λαμβάνει υπόψη της και τον κοινωνικό παράγοντα. Έπειτα, στο τρίτο κεφάλαιο, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στις δικαιολογητικές βάσεις της ρυθμιστικής παρεμβάσεως στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, προβαίνοντας σε διαχωρισμό και συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στα οικονομικά αναπτυγμένα και στα αναπτυσσόμενα κράτη, καθώς τόσο τα μέτρα που λαμβάνονται σε κάθε μία εκ των ανωτέρω κατηγοριών, όσο όμως και τα μέσα υλοποίησης που έχουν στη διάθεσή τους, διαφέρουν σε πολύ μεγάλο βαθμό, τα οποία και θα αναλύσουμε. Αμέσως μετά στο τέταρτο κεφάλαιο, θα προβούμε σε ανάλυση όσον αφορά τις διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν για τη δομή των εποπτικών συστημάτων, αναφέροντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε μίας προσέγγισης. Στο πέμπτο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας, θα προβούμε σε μία ανασκόπηση και ανάλυση του ρυθμιστικού πλαισίου των τραπεζών, όπως διαμορφώθηκε με τα Σύμφωνα της Βασιλείας Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, τονίζοντας τα καινοτόμα στοιχεία που φέρει το νέο Σύμφωνο της Βασιλείας ΙΙΙ. Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο, θα προβούμε σε μία ανάλυση για δύο Κινεζικές Τράπεζες, την Αγροτική Τράπεζα της Κίνας και την Bank of China, εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι εποπτικές αρχές των Η.Π.Α. γνωστής και ως CAMEL για την αξιολόγηση της φερεγγυότητας των τραπεζικών ιδρυμάτων που εφαρμόζεται από το Νοέμβριο του 1979 από τη Fed η οποία είχε προταθεί από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Ελέγχου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Θα δείξουμε πως και οι δύο τράπεζες διαθέτουν υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, ρευστότητα, αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων τους και το μόνο ίσως «μειονέκτημα» που μπορεί να εντοπίσει σε αυτές αποτελεί το γεγονός πως επειδή θα ορίσουμε ως ένα άριστο επίπεδο για τη διοίκηση το 3% εκεί θα φανεί πως «υστερούν», αλλά αυτό το πράττουμε προκειμένω να μην επαναπαύονται οι εκεί διοικήσεις, όπως είχε συμβεί με τις δυτικές οικονομίες και που οδήγησαν το δυτικό σύστημα σε μία άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση. Το δε σύστημα CAMEL είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο όταν θέλουν οι εποπτικές αρχές να εξετάσουν εκτός της φερεγγυότητας των τραπεζικών ιδρυμάτων και την ίδια τους την αποτελεσματικότητα και για το λόγο αυτό, θεωρούμε πως είναι ένα καλό εργαλείο αξιολόγησης και εσωτερικής και όχι μόνο, εποπτείας.