Αξιολόγηση της αποδοτικότητας των δημοσίων οδοντιατρικών υπηρεσιών στην Κύπρο
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2011-07-28Συγγραφέας
Ανδρέου Χαραλάμπους, Χρυστάλλα
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η ραγδαία αύξηση των δαπανών στις υπηρεσίες υγείας σε συνδυασμό με τους περιορισμένους πόρους κατέστησε επιτακτική την ανάγκη διεξαγωγής ερευνών αξιολόγησης της αποδοτικότητας. Η αποδοτικότητα εκφράζει το βέλτιστο βαθμό αξιοποίησης των διαθέσιμων ανθρώπινων, υλικοτεχνικών και οικονομικών πόρων στην παραγωγή υπηρεσιών υγείας και για την αξιολόγησή της χρησιμοποιούνται οικονομετρικές μέθοδοι αλλά και μέθοδοι μαθηματικού προγραμματισμού (DEA).
Η παρούσα εργασία στοχεύει στη διαχρονική αποτίμηση από το 2004 έως το 2007 του αριθμού των επισκέψεων καθώς και της προσφερόμενης εργασίας στις Οδοντιατρικές Υπηρεσίες (σε ένα σύνολο 34 κέντρων), όπως επίσης και στην αξιολόγηση της αποδοτικότητας των Οδοντιατρικών Υπηρεσιών με τη μέθοδο DEA κατά το 2006 και της εύρεσης συσχετίσεων μεταξύ της αποδοτικότητας και διαφόρων μεταβλητών με τη βοήθεια του Tobit Model. Για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας εξετάστηκαν δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη ως εισροές συμπεριλήφθηκαν οι μισθοί και οι εργάσιμες ώρες του προσωπικού ενώ ως εκροές η προσφερόμενη περίθαλψη χωρισμένη σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, καθώς και ο αριθμός των επισκέψεων. Στη δεύτερη περίπτωση ως εισροές χρησιμοποιήθηκαν οι εργάσιμες ώρες και το κόστος των υλικών με τις ίδιες με το πρώτο μοντέλο εκροές.
Από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι η πλειοψηφία των ασθενών που επισκέπτονται τις Οδοντιατρικές Υπηρεσίες είναι γυναίκες μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας. Παρατηρήθηκε επίσης αύξηση τόσο του αριθμού των επισκέψεων όσο και της προσφερόμενης περίθαλψης το 2007 σε σύγκριση με το 2004 τόσο στα αστικά κέντρα υγείας όσο και στα νοσοκομεία αλλά μείωσή τους στα αγροτικά κέντρα υγείας. Είναι δε εμφανής ο θεραπευτικός προσανατολισμός των προσφερόμενων εργασιών.
Αναφορικά με την αποδοτικότητα αυτή ανευρέθηκε και στα δύο μοντέλα σε μέτρια επίπεδα (67,8 και 81,2) με τα αστικά κέντρα υγείας να εμφανίζουν ψηλότερες αποδόσεις αναφορικά με την αποδοτικότητα ακολουθούμενα από τα νοσοκομεία και τα αγροτικά κέντρα υγείας. Στατιστικά σημαντικές διαφορές στο επίπεδο της αποδοτικότητας (μοντέλο Mann –Whitney) εντοπίστηκαν και στα δύο μοντέλα όταν συγκρίθηκαν τα κέντρα που βρίσκονται σε αστικές περιοχές (δηλ. νοσοκομεία και αστικά κέντρα μαζί) έναντι των κέντρων που βρίσκονται σε αγροτικές περιοχές (Ρ<0.05). Επισημαίνεται όμως ότι στα πλέον αποδοτικά κέντρα περιλαμβάνονται και αγροτικά κέντρα υγείας τα οποία με διάφορους τρόπους κατάφεραν να περιορίσουν τις εισροές τους.
Μεταβλητές που βρέθηκαν να μπορούν να εξηγούν και κατ’επέκταση να προβλέπουν τις διαφορές στα επίπεδα αποδοτικότητας ήσαν ο χρόνος που αναλογεί σε κάθε ασθενή (αύξησή του οδηγεί σε μείωση της αποδοτικότητας) και η τοποθεσία (τα κέντρα που βρίσκονται σε αγροτικές περιοχές παρουσιάζουν μειωμένη αποδοτικότητα σε σχέση με αυτά που βρίσκονται στις αστικές περιοχές).
Από τα αποτελέσματα προκύπτει η ανάγκη βελτίωσης της αποδοτικότητας των Οδοντιατρικών Υπηρεσιών με τις προσπάθειες να εστιάζονται, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο λειτουργίας των Οδοντιατρικών Υπηρεσιών (σύστημα εξωτερικών ιατρείων χωρίς ραντεβού και κατ’επέκταση χωρίς λίστες αναμονής), σε περιορισμό των εισροών (π.χ. μείωση των εργάσιμων ωρών σε κέντρα με λίγο αριθμό ασθενών) χωρίς όμως να αποκλείονται οποιεσδήποτε προσπάθειες αύξησης των εκροών (αύξησης δηλαδή του αριθμού των ασθενών που επισκέπτονται τις Οδοντιατρικές Υπηρεσίες).