Μέθοδοι δευτερογενούς πρόληψης καρδιαγγειακών νοσημάτων: Ανασκόπηση βιβλιογραφίας
Abstract
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις με κύριο εκπρόσωπό τους στη στεφανιαία νόσο, αποτελούν τη πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως και σημαντικό παράγοντα επιβάρυνσης των συστημάτων υγείας. Η δευτερογενής πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων περιλαμβάνει δράσεις προς ανίχνευση ασυμπτωματικών φορέων υποκλινικής νόσου αλλά και ανίχνευση ατόμων με παράγοντες κινδύνου ώστε να τύχουν της κατάλληλης διαχείρισης για μείωση συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου. Ως κυριότεροι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα ενοχοποιούνται οι μη τροποποιήσιμοι: η ηλικία, το φύλο, η καταγωγή και οι τροποποιήσιμοι: το κάπνισμα, τα υψηλά επίπερα αρτηριακής πίεσης, τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης LDL στο αίμα και τα αρρρύθμιστα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, ενώ άλλοι παράγοντες και συννοσηρότητες (π.χ. χρόνια νεφρική νόσος) θεωρούνται τροποποιητές κινδύνου. Μεθόδοι διαχείρισης των παραγόντων κινδύνου περιστρέφονται γύρω από την ακριβή αξιολόγηση και επικοινωνία του κινδύνου, ενημέρωση σε σχέση με τις εν λόγω παθήσεις και σχεδιασμούς παρακολούθησης, ώστε να προωθούνται αλλαγές στον τρόπο ζωής, με στροφή προς τη διακοπή του καπνίσματος, την αερόβια άσκηση και υγιεινότερη διατροφή στα πλαίσια μεσογειακών προτύπων. Διαθέσιμα φαρμακευτικά μέσα υπάρχουν και δρούν αποτελεσματικά υπέρ του ελέγχου της αρτηριακής πίεσης, του λιπιδαιμικού προφίλ και των επιπέδων γλυκόζης, ενώ κάποιες ουσίες φαίνεται να έχουν καρδιοπροστατευτική δράση και ανεξάρτητα της δράσης τους επί των παραγόντων κινδύνου. Στη προσπάθεια μείωσης του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου μπορούν να συμβάλλουν και συνήθεις πρακτικές στα πλαίσια πρωτοβάθμιας παροχής υπηρεσιών υγείας (π.χ. ηλεκτρονικό αρχείο). Ο έλεγχος όσο το δυνατόν περισσότερων παραγόντων επιφέρει ευθέως ανάλογη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου και συνολικά την επιθυμητή μείωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων.