Συστήματα υγείας στην εποχή των υγειονομικών κρίσεων και της αβεβαιότητας- μαθήματα από το παρελθόν και η ανάγκη για τη δημιουργία μιας νέας ανθεκτικής πραγματικότητας για τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας
Abstract
ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της μελέτης είναι η αναφορά μαθήματων για τα συστήματα υγείας από τη διεθνή εμπειρία διαφόρων υγειονομικών κρίσεων στο παρελθόν (συμπεριλαμβανομένης και της υπό εξέλιξης πανδημίας), η διεξαγωγή συμπερασμάτων ως προς την εφαρμογή τους στο σχεδιασμό και λειτουργία των συστημάτων υγείας και, βάσει αυτών, ο καθορισμός των αναγκών για τη μεταρρύθμιση και δημιουργία μιας νέας ανθεκτικής πραγματικότητας για τα συστήματα υγείας στο μέλλον.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Για τη μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική ανασκόπηση σε επιστημονικές βάσεις δεδομένων (PubMed, ScienceDirect, JSTOR), στο λογισμικό Mendeley, δημοσιεύσεις στις επίσημες ιστοσελίδες ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών (του Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων, OECD, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), διαδικτυακών περιοδικών (Journal for Sustainability, Journal of Health Policy and Management, Journal of the European Observatory of Health Systems and Policies, International Journal of Technology Assessment in Health) και γενικότερα στο διαδίκτυο μέσω συμβατικών εργαλείων αναζήτησης.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Το ξέσπασμα της πρόσφατης πανδημίας COVID-19 έφερε στην επιφάνεια αρκετές υποκείμενες αδυναμίες των ευρωπαϊκών συστημάτων υγείας. Σε αυτές τις αδυναμίες οφείλονταν εξ’ ολοκλήρου ή εν μέρει αρκετά από τα προβλήματα που προέκυψαν, όπως η διατάραξη της κανονικής λειτουργίας των συστημάτων και η μη έγκαιρη και ανεπαρκής αντιμετώπιση της πανδημίας. Το γεγονός ότι τα προβλήματα αυτά, όπως διαπιστώνεται, είναι κοινά ή παρόμοια με αυτά που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν διάφορα συστήματα υγείας που βίωσαν υγειονομικές κρίσεις στο παρελθόν, υποδεικνύει ότι τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας δεν εφάρμοσαν σε ικανοποιητικό βαθμό τα μαθήματα από προηγούμενες εμπειρίες (έστω και αν δεν είχαν επηρεαστεί άμεσα από αυτές). Συνεπακόλουθα, τα πλείστα ήταν απροετοίμαστα μπροστά στη νέα και μεγαλύτερη απειλή της πανδημίας. Οι υποκείμενες αυτές αδυναμίες των συστημάτων υγείας που έφεραν στην επιφάνεια οι υγειονομικές κρίσεις αφορούν στο ανθρώπινο δυναμικό (αριθμητικές ελλείψεις, ανεπαρκής κατανομή των επαγγελματιών υγείας στο σύστημα, ανεπαρκής κατάρτιση και ανεπαρκής ή/ και μη αποδοτικός συνδυασμός ικανοτήτων), στην ανεπαρκή ή/ και μη αποδοτική χρηματοδότηση, στις ελλείψεις σε φάρμακα και ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό (συμπεριλαμβανομένου και προστατευτικού εξοπλισμού), στην ανεπάρκεια σε κατάλληλες υποδομές σε υγειονομικές δομές, στην ανεπαρκή ή/ και προβληματική χρήση της τεχνολογίας και των πληροφοριακών συστημάτων υγείας. Το αποτέλεσμα ήταν η ανεπαρκής συλλογή δεδομένων και διαχείριση της πληροφορίας, ο προβληματικός συντονισμός και συνεργασία μεταξύ των εταίρων για αντιμετώπιση της εκάστοτε απειλής αλλά και αδυναμία στην προώθηση των συμφερόντων και πολιτικών αποφάσεων υπέρ της υγείας (και συγκεκριμένα της δημόσιας υγείας). Όλα αυτά υποδεικνύουν την ύπαρξη αδύναμης ηγεσίας και διακυβέρνησης. Ουσιαστικά, οι αδυναμίες αυτές σχετίζονται με τα δομικά στοιχεία ενός συστήματος υγείας. Τα λειτουργικά προβλήματα που προέκυψαν από αυτές, με τη σειρά τους δημιούργησαν ή/ και αύξησαν τα εμπόδια στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, αύξησαν τις σπατάλες στα συστήματα υγείας, καθώς και τις ανισότητες στην υγεία, οδηγώντας σε αναποτελεσματική και μη αποδοτική παροχή υπηρεσιών υγείας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες απειλούν, εν τέλει, τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας μακροχρόνια.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα μέτρα ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας που λήφθηκαν στο παρελθόν φάνηκε να είναι ανεπαρκή και να επικεντρώνονται μόνο στα στάδια της απορρόφησης και προσαρμογής στις νέες συνθήκες, αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη για μεταρρύθμιση των συστημάτων υγείας, ως μέρος και της διαδικασίας για την προετοιμασία για την αντιμετώπιση μελλοντικών υγειονομικών κρίσεων. Επιπλέον, άλλα μέτρα που λήφθηκαν γενικά για την ενδυνάμωση των συστημάτων υγείας, με στόχο και την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων τους, ήταν επίσης ανεπαρκή και κατακερματισμένα και ως εκ τούτου μη αποτελεσματικά στον επιθυμητό βαθμό. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η περίπλοκη σχέσης αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης μεταξύ των δομικών στοιχείων ενός συστήματος υγείας αγνοήθηκε πλήρως ή εν μέρει σε προηγούμενες πολιτικές υγείας. Ως αποτέλεσμα παρατηρείται μια ασυνέχεια ή/ και ασυμβατότητα μεταξύ των πολιτικών αυτών. Δεδομένου του ότι προβλέπεται πως το ξέσπασμα υγειονομικών κρίσεων θα είναι όλο και συχνότερο στο μέλλον, αυξάνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τον τομέα της υγείας και ειδικά τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας, η τρέχουσα πανδημία COVID-19 οφείλει να αντιμετωπιστεί ως ευκαιρία για τη μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών συστημάτων υγείας. Συγκεκριμένα, απαιτείται μεταρρύθμιση με στόχο την αύξηση της ευελιξίας και ανθεκτικότητάς στα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας, καθώς και την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων της καθολικής κάλυψης, πρόσβασης σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας και ισότητας, με παράλληλη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Για το σκοπό αυτό απαιτείται μια συστημική προσέγγιση, αφού όπως διαπιστώνεται η ενδυνάμωση και μεταρρύθμιση των δομικών στοιχείων μεμονωμένα συνδέεται με τον κίνδυνο να παραλειφθούν οι τρόποι με τους οποίους αυτά και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές υγείας μπορούν να αλληλοεπιδράσουν και να επηρεάσουν τη λειτουργία ενός συστήματος. Συνδέεται ουσιαστικά με τον κίνδυνο υποβελτιστοποίησης των συστημάτων υγείας. Αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο, περίπλοκο, δαπανηρό, επικίνδυνο και, τουλάχιστον αρχικά, ανατρεπτικό εγχείρημα. Παρόλα αυτά είναι ένα εγχείρημα αναγκαίο και εν τέλει αναπόφευκτο. Τέλος, ένα ιδανικό σενάριο θα ήταν η ενδυνάμωση και μεταρρύθμιση των συστημάτων υγείας να λαμβάνει υπόψη τον ευρύτερο ορισμό του συστήματος υγείας. Να περιλαμβάνει, δηλαδή και τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους και φροντίδας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν όλες οι πιθανές αιτίες που προκαλούν ανισότητες στην υγείας, οι οποίες μέχρι τώρα δρουν ως παράγοντες αποδυνάμωσης των συστημάτων υγείας.