Η μορφολογική διαδικασία της σύνθεσης στην Αρχαία Ελληνική. Η γλωσσολογική μελέτη του φαινομένου στο πλαίσιο τριών διαλέκτων, της Αττικής, της Δωρικής και της Ομηρικής.
Abstract
Στην παρούσα διατριβή η οποία ανήκει στο πεδίο της Ιστορικής Γλωσσολογίας, μελετάται η μορφολογική διαδικασία της σύνθεσης στην αρχαία ελληνική γλώσσα στο γλωσσικό πεδίο τριών διαλέκτων, της αττικής της ομηρικής και της δωρικής. Η διεργασία της σύνθεσης εξετάζεται σε συγκεκριμένους αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς, υπό το πρίσμα της γενετικής μορφολογίας.
Η σύνθεση έχει μελετηθεί αφ’ ενός στο πλαίσιο της παραδοσιακής γραμματικής (Τσερέπης 1902, Jannaris 1897, Monro 1891, Debrunner 1917, Οικονόμου 1971) και αφ’ ετέρου στο πλαίσιο της γενετικής μορφολογίας ( Halle 1973, Lieber 1980, Williams 1981, Baker 1985-88, Selkirk 1982, Kiparsky 1982, Scalise 1988).
Οι μελετητές της παραδοσιακής γραμματικής δίνουν έμφαση στα φωνολογικά φαινόμενα, τα οποία αναπτύσσονται ανάμεσα στα δύο συνθετικά μέρη. Ταξινομούν τα σύνθετα σε κατηγορίες με κριτήριο την σημασία και την συντακτική σχέση των συστατικών μερών των συνθετικών, καθώς θεωρείται ότι υπάρχει άρρηκτη σχέση μεταξύ σύνταξης και σημασίας. Οι μελετητές της σύγχρονης γλωσσολογικής προσέγγισης εμβαθύνουν στις διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό της λέξης κατά την επιτέλεση της σύνθεσης, όπως είναι η σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στα δύο συνθετικά ή ο καθορισμός του πλέον σημαντικού συνθετικού, αυτού που προσδίδει στην σύνθετη λέξη τα κύρια χαρακτηριστικά της.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ορισμός που προτείνει για την σύνθεση η Τζακώστα (Π.Τ.Π.Ε. Γλωσσική ανάπτυξη και αγωγή του παιδιού της προσχολικής ηλικίας), σύμφωνα με την οποία, σύνθεση είναι η διαδικασία σχηματισμού λέξεων που προϋποθέτει την κατάκτηση της κλίσης και της παραγωγής και σύνθετες λέξεις οι δομές οι οποίες συνίστανται από δύο μείζονα συστατικά (ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα, προθέσεις.) Η ως άνω θεώρηση της σύνθεσης εναρμονίζεται με τα σύγχρονα γλωσσολογικά δεδομένα. Παρεμφερής είναι και η άποψη του Albert Debrunner, ο οποίος στο βιβλίο του «Ο Σχηματισμός των Λέξεων στην Αρχαία Ελληνική» αναφέρεται στην ύπαρξη εσωτερικής δομής στην σύνθετη λέξη (1917:33). O Debrunner θεωρεί ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην συντακτική ακολουθία και την συνένωση σε μία λέξη, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους δύο τρόπους έκφρασης. Μία ακόμη έκφανση της πολυποικιλότητος της σύνθεσης δηλώνεται μέσω της άποψης του Debrunner αναφορικά με την αυτονομία που ενδέχεται να επιδείξει η σύνθετη λέξη σε σχέση με τα συστατικά από τα οποία διαμορφώνεται (1917 :33). Μία μορφή αυτής της αυτονομίας επί παραδείγματι εκφράζεται με τα σημασιολογικώς αδιαφανή σύνθετα.
Με την προς ανάπτυξιν διατριβή, επιχειρούμε να μελετήσουμε την μορφολογική διεργασία της σύνθεσης στην κατηγορία των ονοματικών συνθέτων επί τη βάσει του θεωρητικού προτύπου της γενετικής μορφολογίας και συγκεκριμένα της θεωρίας της λεξικής δομής (Lieber 1980, Williams 1981, Baker 1985-88, Selkirk 1982, Kiparsky 1982, Scalise 1988). Θα εστιάσουμε στο δεύτερο συστατικό των ονοματικών συνθέτων, το οποίο κατά το πλείστον αποτελεί το συστατικό κεφαλή.
Τα ονοματικά σύνθετα τα οποία συστείνουν τον κορμό της διατριβής αποτελούν ένα απάνθισμα του γλωσσικού δυναμικού των τριών αρχαιοελληνικών διαλέκτων, καθώς σύμφωνα και με τον Debrunner ( 1917:17), το λεξιλόγιο και οι τρόποι σχηματισμού λέξεων είναι αυτά τα οποία σηματοδοτούν την διάκριση της γλώσσας σε διαλέκτους.