Μελέτη της Βλάστησης των Γυψούχων Οικοσυστημάτων στην Κύπρο
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2021-11Συγγραφέας
Χρυσοστόμου, Γεωργία
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Τα γυψούχα οικοσυστήματα βρίσκονται κυρίως σε ξηρές και ημι-άνυδρες περιοχές, όπου το ποσό των ετήσιων κατακρημνισμάτων είναι χαμηλό και ως εκ τούτου ανεπαρκές για την έκπλυση του συσσωρευμένου στο έδαφος γύψου, ενώ η εξάτμιση είναι έντονη. Ένα από τα πιο σημαντικά βιοτικά στοιχεία των γυψούχων οικοσυστημάτων είναι η Βιολογική Εδαφική Κρούστα (Biological Soil Crust-BSC). Η BSC αποτελεί ένα ιδιαίτερο σχηματισμό στο επιφανειακό στρώμα του εδάφους και σχηματίζεται λόγω της αλληλεπίδρασης εξειδικευμένων βιοκοινοτήτων που συγκροτούνται από κυανοβακτήρια, φύκη, βρύα και λειχήνες, με το ανόργανο έδαφος, έχοντας ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός λεπτού αλλά πολύ συνεκτικού εδαφικού στρώματος. Ο σχηματισμός της BSC ασκεί σημαντική επίδραση στις λειτουργίες του οικοσυστήματος και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την εγκατάσταση και μετέπειτα εξέλιξη των φυτικών ειδών. Τα γυψούχα οικοσυστήματα φιλοξενούν αραιή και διάσπαρτη βλάστηση, που αναπτύσσεται σε γυψούχα εδάφη και χαρακτηρίζονται από την παρουσία γυψόφυτων ειδών, δηλαδή φυτικών ειδών που είναι εξειδικευμένα στο συγκεκριμένο τύπο εδάφους. Ο οικότοπος 1520*-Γυψούχες στέπες (Gypsophiletalia) αποτελεί οικότοπο προτεραιότητας και προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ). Τα χαρακτηριστικά γυψόφυτα που έχουν εντοπιστεί στην Κύπρο μέχρι σήμερα και συγκροτούν τον οικότοπο *1520-Γυψούχες στέπες είναι τα είδη Campanula fastigiata, Gypsophila linearifolia (Κρισίμως Κινδυνεύον), Rostraria hadjikyriakou (Ενδημικό) και το Teucrium salaminium (Ενδημικό). Το κενό που έχει διαπιστωθεί στη βιβλιογραφία όσον αφορά τα γυψούχα οικοσυστήματα της Κύπρου και τη βιοποικιλότητα τους, οδήγησε στην ανάγκη για την εκπόνηση της παρούσας Μεταπτυχιακής Διατριβής.
Στο πλαίσιο της Μεταπτυχιακής Διατριβής δημιουργήθηκε Χλωριδικός Κατάλογος για τα γυψούχα οικοσυστήματα της Κύπρου και χλωριδική ανάλυση του. Επίσης διερευνήθηκε κατά πόσο ισχύει η θεωρία της Νησιώτικης Βιογεωγραφίας, των MacArthur και Wilson, στην περίπτωση των γυψούχων οικοσυστημάτων. Δηλαδή, εάν ο αριθμός των ειδών (species richness) τείνει να αυξάνεται όσο αυξάνεται η έκταση και υπολογίστηκε η βιοποικιλότητα τριών περιοχών με την εφαρμογή του δείκτη ποικιλότητας Shannon-Wiener. Ακόμη, διερευνήθηκαν τρία ερωτήματα: α) κατά πόσο υπάρχει το γυψούχο υπόστρωμα μαζί με τα γυψόφυτα, β) κατά πόσο υπάρχει το γυψούχο υπόστρωμα χωρίς την παρουσία των γυψόφυτων και γ) εάν τα γυψόφυτα μπορούν να αναπτυχθούν σε άλλο τύπο εδάφους. Τέλος, εξετάστηκε η σχέση ομοιότητας και απόστασης μεταξύ των υπό μελέτη περιοχών, χρησιμοποιώντας το συντελεστή «Ποιοτικής Ομοιότητας» του Sorensen.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα καταγράφηκαν συνολικά 98 φυτικά είδη και υποείδη, τα οποία κατανέμονται σε 34 οικογένειες, με πολυπληθέστερη την οικογένεια Asteraceae. Επίσης, εντοπίστηκε και καταγράφηκε για πρώτη φορά το νέο ενδημικό είδος για την Κύπρο Rostraria hadjikyriakou, σε πέντε περιοχές που βρίσκονται κάτω από τον αποτελεσματικό έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε περιοχές με άλλο τύπο εδάφους, δεν εντοπίστηκε κανένα από τα χαρακτηριστικά γυψόφιλα είδη της Κύπρου. Ακόμη, διαφάνηκε ότι όσο αυξάνεται η έκταση, τόσο αυξάνεται και ο πλούτος των ειδών. Άρα συμπεραίνεται ότι στην περίπτωση των γυψούχων οικοσυστημάτων ισχύει η θεωρία της Νησιώτικης Βιογεωγραφίας, των MacArthur και Wilson.