Προγράμματα τριτογενούς πρόληψης σε ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα: θεωρητικό υπόβαθρο, περιεχόμενο, προσεγγίσεις και αποτελεσματικότητα
Abstract
Εισαγωγή Βασικό θέμα της παρούσας διατριβής είναι η τριτογενής πρόληψη στα καρδιαγγειακά νοσήματα, το θεωρητικό της υπόβαθρο, το περιεχόμενό της, οι τρόποι εφαρμογής της, η αποτελεσματικότητά της. Οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η κύρια αιτία θανάτου και συνεχίζουν να δημιουργούν σημαντικό ιατρικό και κοινωνικο-οικονομικό βάρος στην κοινωνία. Η υλοποίηση προγραμμάτων τριτογενούς πρόληψης στους καρδιαγγειακούς ασθενείς έχει σημαντικά πλεονεκτήματα και μετρήσιμη αποτελεσματικότητα σε πολλαπλά επίπεδα.
Σκοπός Σκοπό της διατριβής αποτελεί η διερεύνηση του κατά πόσον η αξιοποίηση προγραμμάτων τριτογενούς πρόληψης στο πλαίσιο της παρακολούθησης και αντιμετώπισης ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα, έχει θετικό αντίκτυπο στην πρόληψη της υποτροπής, την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και στην βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Μεθοδολογία Πραγματοποιήθηκε αναζήτηση επιστημονικών άρθρων, μελετών μέσω μηχανών αναζήτησης /ηλεκτρονικών βάσεων αποδελτίωσης βιβλιογραφικών δεδομένων συμπεριελήφθησαν άρθρα και μελέτες που δημοσιεύθηκαν μετά το 2000 κυρίως μετά το 2010 έως τον 1ο του 2021.
Συμπεράσματα. Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή, δεδομένης της αμφισημίας που υφίσταται στους επιστήμονες για τους όρους δευτερογενής και τριτογενής πρόληψη στο πεδίο της καρδιολογίας, υιοθετεί την επιστημονική άποψη που ταυτίζει στο πεδίο της καρδιολογίας την τριτογενή πρόληψη με την καρδιακή αποκατάσταση. Η καρδιακή αποκατάσταση που διακρίνεται σε τρείς φάσεις, έχει μετεξελιχθεί κατά τη πάροδο του χρόνου και συμπεριλαμβάνει σήμερα τρείς (3) άξονες υπηρεσιών: α) την αξιολόγηση του καρδιαγγειακού ασθενή, β) πολυτομεακό-πολυπαραγοντικό πλέγμα δραστηριοτήτων (συνιστώμενων από εκπαίδευση, άσκηση, συμβουλευτική, ψυχοκοινωνική υποστήριξη) για την τροποποίηση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου που σχετίζονται με τη στάση και συμπεριφορά του ασθενή (κάπνισμα, διατροφή, σωματική δραστηριότητα, βάρος, τήρηση φαρμακευτικής αγωγής, γ) φαρμακευτική αγωγή για την τροποποίηση των βιοϊατρικών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου (υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, κακή χοληστερόλη κ.α). Επιπλέον υιοθετεί τη θέση περί της αναγκαιότητας διάκρισης των επιπέδων πρόληψης παρά το γεγονός ότι κάποιες παρεμβάσεις προτείνονται για εφαρμογή ή/και εφαρμόζονται σε περισσότερα του ενός επιπέδου. Στα εφαρμοζόμενα προγράμματα καρδιακής αποκατάστασης, διαφοροποιήσεις σημειώνονται στις διάφορες χώρες, (κυρίως στα προγράμματα της Φάσης ΙΙ) ως προς τη δομή, τη διάρκεια, το περιεχόμενο, τις μεθόδους εφαρμογής, στο εάν είναι σχεδιασμένα, κυρίως η εκπαίδευση, βάσει ενός θεωρητικού μοντέλου αλλαγής συμπεριφοράς. Διαφοροποιούνται επίσης με το εάν παρέχονται ως εσωτερικών ασθενών σε Κέντρο Αποκατάστασης ή ως εξωτερικών ασθενών ή κατ’ οίκον, εάν παρέχονται μέσω προσωπικής επαφής των επαγγελματιών υγείας, είτε μέσω αξιοποίησης μεθόδων τεχνολογίας. Η αποτελεσματικότητά τους και οι θετικές τους επιπτώσεις αφορούν στη μείωση της θνησιμότητας και της μακροχρόνιας θνησιμότητας, και κατ’ επέκταση την παράταση του προσδόκιμου ζωής των καρδιαγγειακών ασθενών, στη μείωση επανεμφάνισης νέων καρδιαγγειακών επεισοδίων, υποτροπής υφιστάμενου καρδιακού επεισοδίου ή/και στη μείωση των επανεισαγωγών καρδιαγγειακών ασθενών στο νοσοκομείο, ενώ διευκολύνουν τους καρδιαγγειακούς ασθενείς να διακόψουν το κάπνισμα, να τηρήσουν τη φαρμακευτική τους αγωγή, να αυξήσουν τη σωματική τους δραστηριότητα, να υιοθετήσουν πιο υγιεινή διατροφή σε σχέση με την συνήθη τους, να μειώσουν το βάρος τους. Βασικό πρόβλημα που επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων καρδιακής αποκατάστασης είναι η χαμηλή συμμετοχή και τα ακόμη χαμηλότερα ποσοστά ασθενών που τα ολοκληρώνουν, συνήθως ≤ 30% των επιλέξιμων ασθενών στις αναπτυγμένες χώρες, και που συσχετίζονται από κάποιες μελέτες με χαμηλό εκπαιδευτικό / οικονομικό προφίλ. Στις χώρες χαμηλού και μετρίου εισοδήματος η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη, λόγω αφενός της πολύ μεγάλης νοσοκομειακής δαπάνης που απαιτείται να καταβληθεί από τον φτωχό καρδιαγγειακό ασθενή και λόγω του ανεπαρκούς ποσοτικά υγειονομικού δυναμικού. Τέλος, σημαντικό ρόλο, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο παίζουν οι κλινικοί ιατροί, η ευαισθητοποίησή τους και οι γνώσεις τους για την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων.