Show simple item record

dc.contributor.advisorΛιαπής, Βάϊος
dc.contributor.authorΠυρκεττή, Δέσποινα
dc.contributor.otherPyrketti, Despoina
dc.coverage.spatialΚύπροςel_GR
dc.date.accessioned2020-09-22T07:17:43Z
dc.date.available2020-09-22T07:17:43Z
dc.date.copyright2020-08-27
dc.date.issued2020-06
dc.identifier.otherΘΣΠ/2020/00150el_GR
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/11128/4651
dc.descriptionΠεριέχει βιβλιογραφικές παραπομπές.el_GR
dc.description.abstractΗ «καρναβαλική συνείδηση», με την έννοια της γλωσσικής ανομοιογένειας, της διαπαρώδησης του σοβαρού ύφους και της συμπαρουσίας ετερόκλιτων στοιχείων είναι συνυφασμένη τόσο με την αριστοφανική κωμωδία όσο και με το ραμπελαισιανό μυθιστόρημα. Ειδικά όσον αφορά το έργο του Ραμπελαί, ο Μ. Μπαχτίν συνδέει την καρναβαλική αισθητική με την προσωρινή αντιστροφή της ιεραρχίας, που εκφράζεται και μέσα από τον υποβιβασμό υψηλών εννοιών στο επίπεδο της υλικής-σωματικής ζωής, αλλά και ως αμφισβήτηση εδραιωμένων αντιλήψεων, όπως είναι λ.χ. ο αυστηρός διαχωρισμός της σοβαρής από τη γελαστική όψη του κόσμου. Η συγκριτική μελέτη που πραγματοποιείται στο πλαίσιο αυτής της μεταπτυχιακής διατριβής μεταξύ των δύο πρώτων μυθιστορημάτων του Ραμπελαί, Πανταγκρυέλ και Γαργαντούας, και κωμωδιών του Αριστοφάνη, ειδικότερα τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Όρνιθες και τους Βατράχους, αναδεικνύει συγκεκριμένους αρμούς ανάμεσα στους δύο κωμικούς συγγραφείς. Η συγγένειά τους υλοποιείται κυρίως μέσα από την γκροτέσκα εικονοποιία (που δίνει έμφαση στις σωματικές λειτουργίες και εκφράζεται με ιδιαίτερα γλωσσικά μέσα όπως η πολυφωνία, η κωμική παραποίηση ξένων γλωσσών, η διακωμώδηση του λόγιου ύφους, η επινόηση σύνθετων λέξεων, η βωμολοχία κ.ά.), το φανταστικό-ουτοπικό στοιχείο και την αναστολή ή κατάλυση των ορίων. Η κατάλυση των ορίων πραγματοποιείται στο επίπεδο της πλοκής, μέσα από την κωμική σύμφυρση αρχετυπικών διπόλων όπως λ.χ. ζωή-θάνατος και αρσενικό-θηλυκό, η οποία ενθαρρύνει την ανάπτυξη μιας εύθυμης διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στους δύο πόλους, με τρόπο που εμπλουτίζει και ανανεώνει τους ίδιους τους πόλους, αλλά και το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ενσωματώνονται. Παρόμοια ρευστότητα ανάμεσα σε διαφορετικές επικράτειες παρατηρείται και στο εξωθεατρικό επίπεδο χάρη στις ιδιαίτερες συνθήκες που χαρακτηρίζουν την επιτέλεση τόσο της αρχαίας κωμωδίας όσο και τα λαϊκά γελαστικά δρώμενα: αφενός, η αίσθηση συλλογικότητας που διέπει την παράσταση δράματος στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. και αφετέρου ο πάνδημος χαρακτήρας του μεσαιωνικού καρναβαλιού επιτρέπουν την αλληλενέργεια δρωμένων και θεατών, που αποτελεί βασική παράμετρο της θεωρίας της πρόσληψης και επιτρέπει τη συγκρότηση του νοήματος στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο λογοτεχνικό έργο και στους αποδέκτες του. Εξάλλου, αυτή καθεαυτήν η αμφιθυμία του γκροτέσκου κωμικού, που διακωμωδώντας εκθρονίζει αλλά και ανανεώνει, προκρίνει τη δυναμική ανασημασιοδότησή του σε συνάρτηση με το ιστορικό πλαίσιο που το υποδέχεται κάθε φορά.el_GR
dc.format.extentviii, 56 σ. 30 εκ.el_GR
dc.languagegrel_GR
dc.language.isogrel_GR
dc.publisherΑνοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρουel_GR
dc.rightsinfo:eu-repo/semantics/closedAccessel_GR
dc.subjectΚαρναβαλική αισθητικήel_GR
dc.subjectCarnivalisque ambienceel_GR
dc.titleΗ ανανεωτική δύναμη του Γκροτέσκου κωμικού στον Αριστοφάνη και στα Γαργανταούας και Πανταγκρυέλ του Φ. Ραμπελαίel_GR
dc.typeΜεταπτυχιακή Διατριβήel_GR
dc.description.translatedabstractThe “carnivalesque”, in the sense of linguistic heterogeneity, parodisation of high-register speech patterns and a fusion of opposites, has been associated both with Aristophanic comedy and the Rabelaisian novel. Particularly with regard to Rabelais’ work, M. Bakhtin describes the carnivalesque ambience as a suspension of hierarchy, expressed by the debasement of elevated concepts to the level of material bodily life as well as by challenging long-established restrictive norms, i.e. the separation of the comical from the serious. This comparative study between, on the one hand, Rabelais’ Pantagruel and Gargantua and, on the other hand, Aristophanes’ comedies, specifically Women at the Thesmophoria, Birds and Frogs, brings out a number of shared affinities. The rapport between the two comic writers is best exemplified through a grotesque imagery that highlights bodily functions by way of imaginative verbal matrixes—i.e. polyphony, comic distortion of foreign languages, mockery of high-minded parasitical forms of speech, creation of compound words, bawdiness etc. — at the background of utopian settings and fluid or even abolished boundaries. The abolition of boundaries is performed at the plot level as a comic fusion of archetypal binaries such as life-death and male-female, one that ensconces the two extremes in a festive, dialectic ambience that enriches them both, while at the same time regenerating the very literary genre they belong to. What is more, a suspension of boundaries also informs the extra-theatrical space due to the specific circumstances inherent to the performance of both ancient comedy and medieval spectacles. On the one hand, a pronounced sense of collectivity permeating dramatic performances in the Athenian democracy of the 5th c. BC and, on the other hand, the carnival’s all-encompassing folk festivity—in Bakhtin’s words, “carnival does not know footlights”— encourage a dynamic interaction between spectacle and spectator. A concept central to reception theory, the valorization of the reader’s participation in the construction of meaning allows us to explore the dynamic space between the work of art and its active receptors. The very ambivalence of comic grotesquery, which uncrowns and renews, foreshadows a wealth of unfinalized reinterpretations within an ever-changing context.el_GR
dc.format.typepdfel_GR


Files in this item

Thumbnail

This item appears in the following Collection(s)

Show simple item record