Η ανανεωτική δύναμη του Γκροτέσκου κωμικού στον Αριστοφάνη και στα Γαργανταούας και Πανταγκρυέλ του Φ. Ραμπελαί
Abstract
Η «καρναβαλική συνείδηση», με την έννοια της γλωσσικής ανομοιογένειας, της διαπαρώδησης του σοβαρού ύφους και της συμπαρουσίας ετερόκλιτων στοιχείων είναι συνυφασμένη τόσο με την αριστοφανική κωμωδία όσο και με το ραμπελαισιανό μυθιστόρημα. Ειδικά όσον αφορά το έργο του Ραμπελαί, ο Μ. Μπαχτίν συνδέει την καρναβαλική αισθητική με την προσωρινή αντιστροφή της ιεραρχίας, που εκφράζεται και μέσα από τον υποβιβασμό υψηλών εννοιών στο επίπεδο της υλικής-σωματικής ζωής, αλλά και ως αμφισβήτηση εδραιωμένων αντιλήψεων, όπως είναι λ.χ. ο αυστηρός διαχωρισμός της σοβαρής από τη γελαστική όψη του κόσμου. Η συγκριτική μελέτη που πραγματοποιείται στο πλαίσιο αυτής της μεταπτυχιακής διατριβής μεταξύ των δύο πρώτων μυθιστορημάτων του Ραμπελαί, Πανταγκρυέλ και Γαργαντούας, και κωμωδιών του Αριστοφάνη, ειδικότερα τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Όρνιθες και τους Βατράχους, αναδεικνύει συγκεκριμένους αρμούς ανάμεσα στους δύο κωμικούς συγγραφείς. Η συγγένειά τους υλοποιείται κυρίως μέσα από την γκροτέσκα εικονοποιία (που δίνει έμφαση στις σωματικές λειτουργίες και εκφράζεται με ιδιαίτερα γλωσσικά μέσα όπως η πολυφωνία, η κωμική παραποίηση ξένων γλωσσών, η διακωμώδηση του λόγιου ύφους, η επινόηση σύνθετων λέξεων, η βωμολοχία κ.ά.), το φανταστικό-ουτοπικό στοιχείο και την αναστολή ή κατάλυση των ορίων. Η κατάλυση των ορίων πραγματοποιείται στο επίπεδο της πλοκής, μέσα από την κωμική σύμφυρση αρχετυπικών διπόλων όπως λ.χ. ζωή-θάνατος και αρσενικό-θηλυκό, η οποία ενθαρρύνει την ανάπτυξη μιας εύθυμης διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στους δύο πόλους, με τρόπο που εμπλουτίζει και ανανεώνει τους ίδιους τους πόλους, αλλά και το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ενσωματώνονται. Παρόμοια ρευστότητα ανάμεσα σε διαφορετικές επικράτειες παρατηρείται και στο εξωθεατρικό επίπεδο χάρη στις ιδιαίτερες συνθήκες που χαρακτηρίζουν την επιτέλεση τόσο της αρχαίας κωμωδίας όσο και τα λαϊκά γελαστικά δρώμενα: αφενός, η αίσθηση συλλογικότητας που διέπει την παράσταση δράματος στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. και αφετέρου ο πάνδημος χαρακτήρας του μεσαιωνικού καρναβαλιού επιτρέπουν την αλληλενέργεια δρωμένων και θεατών, που αποτελεί βασική παράμετρο της θεωρίας της πρόσληψης και επιτρέπει τη συγκρότηση του νοήματος στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο λογοτεχνικό έργο και στους αποδέκτες του. Εξάλλου, αυτή καθεαυτήν η αμφιθυμία του γκροτέσκου κωμικού, που διακωμωδώντας εκθρονίζει αλλά και ανανεώνει, προκρίνει τη δυναμική ανασημασιοδότησή του σε συνάρτηση με το ιστορικό πλαίσιο που το υποδέχεται κάθε φορά.