Χοιροκοιτία και Νήσοι Orkney: Η αξιοποίηση αρχαιολογικών οικισμών ως σύγχρονοι ταξιδιωτικοί προορισμοί.
Abstract
Ο τουρισμός έχει ταυτιστεί τόσο με την οικονομία ενός τόπου, όσο και την ψυχολογία και κοινωνική θέση του καταναλωτή τουρίστα. Ένεκα λοιπόν του μεγάλου ενδιαφέροντος των πολιτών για τα ταξίδια, ο άνωθεν τομέας αναπτύχτηκε ιδιαίτερα σε σημείο που αρκετά κράτη φρόντισαν να ενισχύσουν περιοχές οι οποίες παρουσιάζουν τουριστικό ενδιαφέρον, ώστε να αυξήσουν τα έσοδα τους.
Στην παρούσα έρευνα έχουν μελετηθεί δυο αρχαιολογικοί χώροι, αυτός της Χοιροκοιτίας, στην Κύπρο και η Καρδιά του Νεολιθικού Orkney, στη Σκωτία. Στόχοι της μεταπτυχιακής εργασίας είναι αρχικά η μελέτη των Νεολιθικών οικισμών Χοιροκοιτίας και νήσων Orkney, μέσα από την ιστορία και τη χρήση τους, κατά την περίοδο ανάπτυξης τους, καθώς και επίδραση που έχουν στην πολιτιστική εξέλιξη της περιοχής που αναπτύχτηκαν, στις μέρες μας, μέσα από την αξιοποίηση τους ως σύγχρονοι ταξιδιωτικοί προορισμοί. Επιπροσθέτως, διερευνούνται τα κριτήρια επιλογής της UNESCO για ένταξη ενός μνημείου στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς και η πορεία ένταξης στον εν λόγω Κατάλογο, των υπό μελέτη αρχαιολογικών χώρων. Τέλος, ως τρίτος στόχος έχει τεθεί η διερεύνηση των αρχών της αειφορίας και κατ’ επέκταση η ανάπτυξη των μορφών βιώσιμου τουρισμού, στις περιοχές της Χοιροκοιτία και των νησιών Orkney.
Για την επίτευξη των στόχων της παρούσας Μεταπτυχιακής Διατριβής, έχει διερευνηθεί αρχικά η αξία του τουρισμού στην ανάπτυξη της οικονομίας ενός τόπου και ειδικότερα η ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού. Έπειτα μελετήθηκαν τα στοιχεία που καθόρισαν την ένταξη των εν λόγω μνημείων στον κατάλογο μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO και κατά πόσο αυτή η ένταξη έχει ενισχύσει την προσέλευση του τουριστικού ρεύματος. Ακολούθως, μελετήθηκαν οι τρόποι αξιοποίησης τους, τόσο από την πολιτεία όσο και από τον ντόπιο πληθυσμό με στόχο την προσέλκυση πολιτιστικού τουρισμού, με γνώμονα την ανάπτυξη μορφών βιώσιμου τουρισμού.
Η συγγραφή της παρούσας Μεταπτυχιακής Διατριβής στηρίχτηκε στη βιβλιογραφική έρευνα, τόσο ελληνικής όσο και ξένης. Επιπροσθέτως, μελετηθήκαν εκτενώς ηλεκτρονικές πηγές, δηλαδή άρθρα και έρευνες, που αφορούν τα δυο προς μελέτη μέρη. Κλείνοντας, μέσα από την παράλληλη μελέτη των δυο αρχαιολογικών χώρων, αναδεικνύονται τόσο οι ομοιότητες, όσο και οι διαφορές που παρουσιάζουν τα δυο μνημεία, αναφορικά με την αξιοποίηση τους από την Κύπρο και τη Σκωτία, αλλά και τις προοπτικές που διανοίγονται για άνθιση της τουριστικής βιομηχανίας στις περιοχές που τοποθετούνται.