Ανάπτυξη πολυκριτηριακού συστήματος αξιολόγησης εδαφών για τη διάθεση των αποβλήτων οινοποίησης.
Abstract
Τα απόβλητα της οινοποίησης, τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των οποίων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τα εδάφη στα οποία γίνεται η διάθεσή τους, καθώς η αειφόρος διαχείριση των αποβλήτων δεν είναι πάντα δεδομένη πρακτική. Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή και στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της κυκλικής οικονομίας και της προστασίας του περιβάλλοντος, γίνεται συστηματική μελέτη ανάπτυξης ενός πολυκριτηριακού συστήματος αξιολόγησης εδαφών σχετικά με την καταλληλότητά τους να δεχθούν αυτά τα συγκεκριμένα απόβλητα με σκοπό την επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος.
Αρχικά, έγινε η προσαρμογή σε πέντε κλάσεις καταλληλότητας για την περίπτωση αποβλήτων οινοποίησης για την αξιολόγηση των εδαφών κατά FAO (1976). Ακολούθησε ο προσδιορισμός των ιδιοτήτων των αποβλήτων που έχουν την μεγαλύτερη επίδραση στα εδάφη. Βάσει αυτών των ιδιοτήτων, όπως προέκυψε από την βιβλιογραφική έρευνα, αναπτύχτηκαν δύο συστήματα αξιολόγησης εδαφών ένα για τα υγρά απόβλητα οινοποίησης και ένα για τα στερεά. Στη συνέχεια και πριν την ανάπτυξη του μοντέλου αξιολόγησης έγινε ο προσδιορισμός των εδαφικών παραμέτρων που έπρεπε να συμπεριληφθούν σε αυτό.
Σε συνεργασία με την επιστημονική ομάδα του έργου LIFE Agrostat χρησιμοποιήθηκαν τα εδαφικά δεδομένα τη νήσου Αίγινας για το χαρακτηρισμό των χαρτογραφικών εδαφικών μονάδων στις κλάσεις καταλληλότητας.
Στη συνέχεια, έγινε η ανάπτυξη σε περιβάλλον GIS όλων των χαρτών καταλληλότητας για τη διάθεση υγρών και στερεών αποβλήτων οινοποίησης για κάθε ιδιότητα ξεχωριστά, ενός χάρτη καταλληλότητας λαμβάνοντας μόνο τις φυσικές ιδιότητες και τέλος ενός χάρτη καταλληλόλητας όλων των ιδιοτήτων που συμπεριλήφθηκαν στο σύστημα αξιολόγησης.
Τέλος, αναπτύχθηκαν οι εξισώσεις που υπολογίζουν τις κατάλληλες ποσότητες των υγρών ή στερεών αποβλήτων οινοποίησης που μπορούν να δεχθούν τα εδάφη και η αξιολόγηση της οικονομικής αποδοτικότητας σε σύγκριση με τα πραγματικά δεδομένα των λιπαντικών αναγκών, όπου διαπιστώθηκε μείωση του συνολικού ετήσιου κόστους ανά στρέμμα κατά 64%.