Η εξέλιξη της παραγωγής και της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων στον δευτερογενή τομέα στην Ελλάδα και τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, 2008-17.
Abstract
Ο δευτερογενής τομέας και ειδικότερα η βιομηχανία είναι πολύ σημαντική για την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αξία της παραγωγής και η παραγωγικότητα της εργασίας τόσο σε αυτήν όσο και τον λοιπό δευτερογενή τομέα αποτελούν βασικούς πυλώνες στήριξης της ανταγωνιστικότητας και βελτίωσης της ευημερίας των πολιτών.
Η παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή εξετάζει εμπειρικά την εξέλιξη των δύο μεγεθών σε τρεις κλάδους του δευτερογενούς τομέα –τους κλάδους των ορυχείων, της μεταποίησης, της παροχής νερού-επεξεργασίας λυμάτων-διαχείρισης και εξυγίανσης αποβλήτων– στα 28 κράτη-μέλη κατά την διάρκεια των ετών 2008-2017, αξιοποιώντας στοιχεία της Eurostat. Συγκεκριμένα, εκτιμάει τις μακροχρόνιες τάσεις σε κάθε χώρα της Ευρωπαϊκή Ένωσης (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), καθώς και τις σημαντικότερες μεσοχρόνιες και χωρικές αποκλίσεις.
Διαπιστώνεται ότι στην διάρκεια της πολυετούς οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα που ακολούθησε την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση: (α) η τάση στην μεταποιητική παραγωγή ήταν φθίνουσα και στην παραγωγικότητα αρχικώς αύξουσα και μετά φθίνουσα, (β) η τάση στην εξορυκτική παραγωγή ήταν ασθενώς φθίνουσα και στην παραγωγικότητα αύξουσα, (γ) η τάση στην παραγωγή και παραγωγικότητα στον κλάδο παροχής νερού κ.λπ. ήταν αύξουσα. Συνάγεται ότι οι τρεις αυτοί κλάδοι του δευτερογενούς τομέα αντέδρασαν διαφορετικά στην κρίση και επηρεάστηκαν διαφορετικά από την ύφεση και τις καταστάσεις που ακολούθησαν. Ο πρώτος συνδυασμός δεν απαντάται στις άλλες 27 οικονομίες που εν γένει λειτουργούν στο ίδιο νομικό, ανταγωνιστικό, χρηματοδοτικό, εξαγωγικό πλαίσιο, ωστόσο ο δεύτερος και τρίτος συνδυασμός απαντώνται σε δέκα και 14 άλλα κράτη-μέλη, αντιστοίχως, και μάλιστα είναι οι πλέον κοινοί (συχνοί). Ο πιο συχνός συνδυασμός τάσεων στην μεταποίηση είναι της αυξήσεως τόσο της παραγωγής όσο και της παραγωγικότητας (απαντάται σε 13 -16 κράτη-μέλη).
Ο προσδιορισμός των κομβικών στιγμών των μακροχρονίων τάσεων ή/και των μεσοχρονίων περιόδων αυξήσεων ή μειώσεων από τα στατιστικά στοιχεία που παρέχεται στη διατριβή διευκολύνει τη διενέργεια νέων μελετών για τη διερεύνηση των αιτιών, καθώς και την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για τον σχεδιασμό την εθνικής ή περιφερειακής αναπτυξιακής ή κλαδικής πολιτικής.