Η μάθηση από κείμενα αντιπαράθεσης στις φυσικές επιστήμες και οι παράγοντες που την επηρεάζουν
Abstract
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες συστηματικές έρευνες γίνονται στο χώρο των φυσικών επιστημών, έχοντας επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στην ανίχνευση των παρανοήσεων που έχουν οι μαθητές, οι φοιτητές αλλά και οι εκπαιδευτικοί για σημαντικές έννοιες και αρχές των φυσικών επιστημών. Αυτό, είχε ως επακόλουθο την παραγωγή σημαντικής και αξιόλογης βιβλιογραφίας στο διεθνή χώρο σε διάφορα γνωστικά πεδία του μαθήματος των φυσικών επιστημών, μεταξύ των οποίων και για τον ηλεκτρισμό. Εντούτοις τα πράγματα στην Κύπρο δεν παρουσιάζουν ανάλογη ανάπτυξη αφού το συγκεκριμένο θέμα παραμένει στο περιθώριο, παρόλο που αυτή τη χρονική περίοδο εφαρμόζεται η μεγαλύτερη και νεότερη ριζική αλλαγή στο Κυπριακό Εκπαιδευτικό Σύστημα, δηλαδή η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση.
Στην παρούσα έρευνα διερευνήθηκαν οι γνωστικοί, γλωσσικοί και ενδοκειμενικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη μάθηση στις φυσικές επιστήμες μέσα από κείμενα αντιπαράθεσης, σε νεαρούς μαθητές, της έκτης τάξης του δημοτικού σχολείου (11-12 χρονών). Για την όσο καλύτερη διερεύνηση του θέματος χρησιμοποιήθηκε η μεικτή μεθοδολογία. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν διάφορα τεστ (αναγνωστικής ικανότητας, μνήμης εργασίας, Τεστ Επιβεβαίωσης Ορθότητας Προτάσεων) και δοκίμια για τον ηλεκτρισμό (προπειραματικό δοκίμιο, μεταπειραματικό δοκίμιο). Ακολούθησε η διεξαγωγή ατομικών συνεντεύξεων στους συμμετέχοντες με την εφαρμογή του Πρωτόκολλου Μεγαλόφωνης Σκέψης. Η συγκεκριμένη διαδικασία έγινε μόνο σε όσους από τους συμμετέχοντες είχαν παρουσιάσει κάποια παρανόηση σε ότι αφορά βασικές αρχές και έννοιες του ηλεκτρισμού και ειδικότερα για το ηλεκτρικό κύκλωμα σε σειρά. Τον πληθυσμό της έρευνας αποτέλεσαν όλοι οι μαθητές της έκτης τάξης των δημόσιων δημοτικών σχολείων της Κύπρου, κατά τη σχολική χρονιά 2011-2012. Στη συγκεκριμένη έρευνα η επιλογή του δείγματος των μαθητών έγινε με βολική δειγματοληψία, επειδή η ερευνήτρια είχε εύκολη πρόσβαση στη συγκεκριμένη σχολική μονάδα. Το δείγμα αποτέλεσαν οι 64 μαθητές της έκτης τάξης της συγκεκριμένης σχολικής μονάδας. Το ποσοστό θετικής ανταπόκρισης ήταν 97% (Ν=62) και μέσος όρος της ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν τα 11 χρόνια.
Τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνεται να ενισχύουν αλλά και να ενισχύονται από την ήδη υφιστάμενη γνώση, όπως αυτή παρουσιάζεται στη διεθνή βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν ότι αρκετοί από τους συμμετέχοντες που έχουν σημαντικές παρανοήσεις για τον τρόπο λειτουργίας του ηλεκτρικού κυκλώματος σε σειρά, μπορούν να αναθεωρήσουν αυτές τους τις εναλλακτικές ιδέες/απόψεις μόνο όταν διαβάσουν τα αντίστοιχα με την παρανόησή τους κείμενα αντιπαράθεσης.
Τα κείμενα αντιπαράθεσης, είναι κείμενα εξειδικευμένης μορφής και σε αντίθεση με τα παραδοσιακά ερμηνευτικά κείμενα, που υπάρχουν ακόμη και σήμερα στα κυπριακά διδακτικά εγχειρίδια των φυσικών επιστημών, παρουσιάζουν την πιθανή παρανόηση που έχουν οι αναγνώστες τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι συμμετέχοντες που διάβασαν τα συγκεκριμένα κείμενα, να ενεργοποιήσουν την προϋπάρχουσά τους γνώση που ήταν λανθασμένη, η οποία ακολούθως μέσα από την εννοιολογική σύγκρουση είχε ως επακόλουθο την αναθεώρηση των αρχικών τους παρανοήσεων.
Επιπλέον, οι συγκεκριμένοι αναγνώστες που διάβασαν τα κείμενα αντιπαράθεσης ενεργοποίησαν κυρίως τις σημαντικότερες από τις νοητικές διεργασίες όπως την ενεργοποίηση της προϋπάρχουσας γνώσης, τα συνδετικά συμπεράσματα, τα επεξηγηματικά συμπεράσματα, τη συναισθηματική φόρτιση/επιφωνήματα, τη στρατηγική εννοιολογικής σύγκρουσης, το μεταγνωστικό έλεγχο, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους αναγνώστες που διάβασαν τα απλά ερμηνευτικά κείμενα. Εντούτοις, από τα αποτελέσματα της έρευνας δεν επιβεβαιώθηκε πώς οι ατομικές διαφορές των αναγνωστών επηρεάζουν την αλληλεπίδραση που υπάρχει ανάμεσα στην προϋπάρχουσα γνώση και τη δομή των κειμένων. Το συγκεκριμένο, βέβαια, αποτέλεσμα επισημαίνει την αναγκαιότητα για διεξαγωγή μελλοντικών ερευνών με το ίδιο θέμα στο κυπριακό συγκείμενο.
Καταληκτικά, σύμφωνα με τα συγκεκριμένα αποτελέσματα είναι προφανές ότι έχει προκύψει νέα γνώση αναφορικά με τον τρόπο της διδακτικής των φυσικών επιστημών με τη χρήση των πρωτοποριακών κειμένων αντιπαράθεσης. Τα πορίσματα της έρευνας χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής όπου με την κατάλληλη επεξεργασία τους από διάφορους φορείς της εκπαίδευσης (Πανεπιστήμια, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού) η αξιοποίησή τους μπορεί να οδηγήσει στην ποιοτική βελτίωση των μαθησιακών επιδόσεων των μαθητών στο μάθημα των φυσικών επιστημών.