Κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες στο μουσείο. Η περίπτωση του Αρχαιολογικού Μουσείου Κομοτηνής και η συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου με βάση τα άτομα που αντιμετωπίζουν κινητικά προβλήματα
Abstract
Τον 21ο αιώνα η πρόσβαση και η συμμετοχή των πολιτών στην κοινωνία είναι δικαίωμα ενός δημοκρατικού κράτους. Παρά τη διεθνή πολιτική, παρατηρείται πως στην Ελλάδα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες και εμπόδια στην ελεύθερη πρόσβαση, μη προνομιούχες ομάδες, όπως τα άτομα με αναπηρίες (ΑμεΑ). Δυσκολίες αντιμετωπίζουν και στην πρόσβασή τους στους πολιτιστικούς χώρους, παρόλο που έχουν δημιουργηθεί διεθνώς ανοιχτοί χώρου πολιτισμού προς το κοινό.
Η παρούσα διατριβή έχει σκοπό να αναδείξει το συγκεκριμένο ζήτημα τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο και ασχολείται ιδιαίτερα με τα άτομα με κινητικά προβλήματα.
Στο θεωρητικό μέρος παρουσιάζονται οι ορισμοί που υπάρχουν γύρω από τα ΑΜΕΑ, ποια είναι τα άτομα αυτά, ποιοι τύποι αναπηρίας υπάρχουν και ποια είναι τα δικαιώματα που έχουν. Έπειτα διαπιστώνεται πώς τα άτομα ΑμεΑ θεωρούνται ανεπιθύμητα από το κοινωνικό σύνολο, διότι παρεκκλίνουν από τα κυρίαρχα πρότυπα της ανθρώπινης ταυτότητας και παρουσιάζονται τα κυριότερα εμπόδια και οι αιτίες που οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό τους. Στην συνέχεια αναλύουμε το ζήτημα της πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία στον μουσειακό χώρο, καθώς πληθώρα πολιτιστικών οργανισμών τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να αναδείξουν τον κοινωνικό τους ρόλο και να προσελκύσουν αυτές τις ομάδες κοινού. Λαμβάνοντας υπόψιν το νομοθετικό πλαίσιο της Ελλάδας για τα άτομα αυτά και τις προδιαγραφές που απαιτούνται από τον αρχιτεκτονικό ¨Σχεδιασμό για όλους¨, παρουσιάζουμε πώς θα έπρεπε να είναι σχεδιασμένες οι υποδομές σε κάποιον μουσειακό χώρο για την πρόσβαση των ατόμων με κινητικά προβλήματα. Τέλος, αφού παρουσιάστηκε συνοπτικά το Αρχαιολογικό μουσείο Κομοτηνής και οι δράσεις για ΑμεΑ που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, καταρτίστηκε σχέδιο εξυπηρέτησης και πρόσβασης ατόμων με κινητικά προβλήματα σύμφωνα με τις προδιαγραφές που απαιτούνται.
Η έρευνα είναι δευτερογενής καθώς στηρίζεται σε ήδη επεξεργασμένο υλικό και πρωτογενής με τη συγκέντρωση μη επεξεργασμένου υλικού.