Μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία των μονάδων επεξεργασίας λυμάτων της Κρήτης και αξιοποίηση των προϊόντων τους
Abstract
Τα υγρά απόβλητα έχουν αποτελέσει ένα πεδίο συνεχούς ενασχόλησης, κυρίως γιατί μεταφέρουν σημαντικό ρυπαντικό φορτίο που μπορεί να προκαλέσει άμεσα προβλήματα σε έναν φυσικό αποδέκτη, όσο και γιατί περιέχουν υποβαθμισμένους φυσικούς πόρους, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκ νέου υπό προϋποθέσεις.
Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας, με οικονομία που δίνει έμφαση στον τριτογενή τομέα. Παρ' ότι ο μόνιμος πληθυσμός του νησιού είναι μόλις 600.000, μέσω του τουρισμού, οι επισκέπτες είναι πολλαπλάσιοι. Παράλληλα ο πρωτογενής τομέας είναι από τους πιο παραγωγικούς της χώρας.
Η πίεση που ασκείται στους φυσικούς πόρους, όπως είναι το νερό και το έδαφος, εντείνεται ακόμη περισσότερο από το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής. Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι τα πρόβληματα λειψυδρίας και εδαφικής υποβάθμισης που αντιμετωπίζει η Κρήτη θα επιδεινωθούν και οι ανάγκες για νερό θα αυξηθούν μέσα στα επόμενα 50 χρόνια.
Μία από τις εφικτές και άμεσα προσφερόμενες λύσεις, με πλήρως αειφορικό και περιβαλλοντικό χαρακτήρα, είναι η επαναχρησιμοποίηση των υγρών αποβλήτων των βιολογικών καθαρισμών (ΕΕΛ) μέσα από μία λογική κυκλικής οικονομίας. Η μέχρι σήμερα διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι μία μικρή αλλά δραστήρια κοινωνία, δύναται να λειτουργήσει μέσα από έναν ανασχεδιασμό των παραγωγικών της δραστηριοτήτων, στοχεύοντας στην απεξάρτηση από τους φυσικούς πόρους έως και μέχρι 30%. Στην περίπτωση της Κρήτης, το νερό των εκροών των ΕΕΛ και η ξηρή λάσπη (λυματολάσπη), απαλλαγμένα από μολυσματικούς και ρυπαντικούς παράγοντες, μπορούν να αποτελέσουν άριστα υλικά για χρήση στην γεωργία, την κτηνοτροφία και σε άλλες δραστηριότητες, με αποτέλεσμα την προστασία των υδροφορέων και του φυσικού περιβάλλοντος.