Διερευνώντας τις παιδαγωγικές της ενσυναίσθησης: Έρευνα δράσης υπό το πρίσμα των κοινοτικών κεφαλαίων της γνώσης
Abstract
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση της αντίληψης των παιδιών για την έννοια της ενσυναίσθησης μέσα από ένα παρεμβατικό πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, μελετήθηκε πώς τα παιδιά αντιλαμβάνονται την έννοια της ενσυναίσθησης μέσα σε μια τάξη πολιτισμικής ετερότητας , τι πρακτικές χρησιμοποιούν για να δείξουν ότι έχουν ενσυναίσθηση του διαφορετικού, καθώς και πώς μια διδακτική παρέμβαση θεμελιωμένη στην «κριτική ενσυναίσθηση» μπορεί να διαφοροποιήσει τις αντιλήψεις και τα συναισθήματα των παιδιών για τον «άλλο». Η πιο πάνω διερεύνηση έγινε μέσα από μια έρευνα δράσης, υπό το πρίσμα των κοινοτικών κεφαλαίων της γνώσης και πραγματοποιήθηκε από την ίδια εκπαιδευτικό/ερευνήτρια, την εικαστικό Βάσω Θούπου και τη θεατρολόγο/ηθοποιό Ειρήνη Ανδρέου, μέσα σε μια πολιτισμικά ετερογενή Στ’ τάξη 17 παιδιών, ενός δημοτικού σχολείου της Κύπρου. Επιπλέον έγινε ανάλυση τεσσάρων μελετών περίπτωσης, οι οποίες φωτίζουν σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο την αλλαγή που έγινε σε ατομικό επίπεδο. Η βιβλιογραφική ανασκόπηση της έρευνας εστιάστηκε στον τρόπο που η ψυχολογία, η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία καθώς και η παιδαγωγική προσεγγίζουν την έννοια της ενσυναίσθησης και πλαισιώθηκε από τη θεωρία της κριτικής παιδαγωγικής και της κοινωνικής δικαιοσύνη. Οι περιορισμοί της έρευνας αφορούσαν τη φύση της εκπαιδευτικής έρευνας δράσης, καθώς και τα ηθικά διλήμματα που απορρέουν μέσα από μια τέτοια διερεύνηση.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το πώς ο «εαυτός» αντιλαμβάνεται την έννοια της ενσυναίσθησης, καθώς και οι ενσυναισθητικές πρακτικές που χρησιμοποιεί έχουν άμεση σχέση με την προβληματική γνώση και τα τραύματα που κουβαλεί καθώς επίσης και τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν. Κι αυτό γιατί, όταν ο «εαυτός» είναι απορροφημένος από τα δικά του προβλήματα και τραύματα, δυσκολεύεται περισσότερο να μπει στη θέση του «άλλου». Eπίσης φάνηκε ότι το κάθε παιδί επηρεάστηκε και οδηγήθηκε σε «αλλαγή» από διαφορετικό μάθημα της παρέμβασης, σε διαφορετική χρονική στιγμή, ανάλογα με το πλαίσιο ζωής ,τα τραύματα και την προβληματική γνώση που κουβαλούσε. Η «αλλαγή», αν και έγινε σε επίπεδο «εσωτερικού εαυτού», έγινε ορατή μέσα από τις σχέσεις του «εαυτού» σε ενδοπροσωπικό επίπεδο με τη βίωση νέων συναισθημάτων, εμπειριών και αποφάσεων, και σε διαπροσωπικό επίπεδο στις σχέσεις του «εαυτού» με τον «άλλο».
Η «αλλαγή» ως συνέπεια πρακτικών ενσυναίσθησης συνεπάγεται πρώτιστα την αναγνώριση των τραυμάτων και της προβληματικής γνώσης που τα παιδιά κουβαλούν μαζί τους στην τάξη, εξαιτίας του πλαισίου ζωής τους, και στη συνέχεια, την επεξεργασία τους μέσα από στρατηγικές της ενσυναίσθησης και παιδαγωγικά εργαλεία όπως είναι η «κριτική συναισθηματική πράξη» (critical emotional praxis). Όπως έχει φανεί μέσα από τη συγκεκριμένη παρέμβαση, ένα καλά δομημένο πρόγραμμα που προσεγγίζει την έννοια της ενσυναίσθησης με κριτικό και πολυτροπικό τρόπο (εικαστικά , θεατρικά, κτλ.) βοηθά τα παιδιά να ανοίξουν τον «κλειστό εαυτό» τους, να υπερβούν τον εγκλεισμό τους στα συναισθήματα αυτολύπησής τους , καθώς και να εκφραστούν και να δράσουν με ενσυναίσθηση απέναντι στον «άλλο». Όπως τα ίδια τα παιδιά επισήμαναν, πρώτα ξεκινούμε από το άνοιγμα του δικού μας «εαυτού» και στη συνέχεια μπορούμε να «μπούμε στη θέση του άλλου».
Κατά συνέπεια, αναδεικνύεται έντονη η ανάγκη όπως εφαρμόζονται παιδαγωγικές στρατηγικές της ενσυναίσθησης για το άνοιγμα δύσκολων συναισθηματικών χώρων της προβληματικής γνώσης που οι μαθητές κουβαλούν, κάτι που μπορεί να ανοίξει προοπτικές κοινωνικής δικαιοσύνης και ενσωμάτωσης απόψεων αντιρατσιστικής δράση. Τα αποτελέσματα και οι συνεπαγωγές της παρούσας έρευνας θέτουν σε προβληματισμό την υπάρχουσα εκπαιδευτική φιλοσοφία και πρακτική, τόσο σε επίπεδο μακρο- πολιτικής του ΥΠΠ, όσο και σε επίπεδο μικρο –πολιτικής μέσα στην τάξη, όσον αφορά στις παιδαγωγικές στρατηγικές προσέγγισης δύσκολων συναισθηματικών ζητημάτων σχετικών με πολιτισμικές συγκρούσεις και διαφορές.