dc.contributor.advisor | Επιφανίου, Ελένη | |
dc.contributor.author | Παλαιολόγου, Όλγα | |
dc.contributor.other | Palaiologou, Olga | |
dc.coverage.spatial | Κύπρος | el_GR |
dc.date.accessioned | 2018-02-14T10:15:30Z | |
dc.date.available | 2018-02-14T10:15:30Z | |
dc.date.copyright | 2018-02-14 | |
dc.date.issued | 2017-12 | |
dc.identifier.other | ΔΜΥ/2017/00420 | el_GR |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/11128/3243 | |
dc.description | Περιέχει βιβλιογραφικές παραπομπές. | el_GR |
dc.description.abstract | Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι πλέον μία από τις μάστιγες της εποχής μας, καθώς ο αριθμός των ατόμων με αυτή τη διάγνωση, ηλικίας από 20 έως 79 ετών, αναμένεται να αυξηθεί σε 439 εκατομμύρια ενήλικες μέχρι το έτος 2030. Η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη αποτελεί πρόκληση για τα σύγχρονα συστήματα υγείας και απαιτεί επαναπροσανατολισμό του συστήματος παροχής φροντίδας υγείας ώστε να ενσωματώσει τις σύγχρονες ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί για την αντιμετώπιση όλων των χρόνιων νοσημάτων. Η αυτοδιαχείριση αναφέρεται στην ικανότητα του ατό- μου να διαχειρίζεται τα συμπτώματα, τη θεραπεία, τις ψυχοκοινωνικές συνέπειες και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής τις οποίες συνεπάγεται η χρόνια νόσος
Σκοπός: της παρούσας εργασίας είναι να μελετηθεί η επίδραση διαφόρων δημογραφικών παραγόντων στην ποιότητα ζωής και στις αντιλήψεις ασθενών με ΣΔ ΙΙ καθώς και τις αντιλήψεις τους σχετικά με τη συμμετοχή τους σε πρόγραμμα αυτοδιαχείρισης.
Μεθοδολογία: Η μελέτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ Ιουνίου 2017 και Νοεμβρίου 2017 στη Μυτιλήνη και συγκεκριμένα σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 που επισκέπτονταν με προγραμματισμένα ραντεβού το διαβητολογικό ιατρείο του νοσοκομείου του γενικού νοσοκομείου Μυτιλήνης. Η συλλογή των δεδομένων βασίστηκε σε ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο περιλάμβανε: κοινωνικοδημογραφικές πληροφορίες, ένα σύντομο ερωτηματολόγιο μέτρησης της ποιότητας ζωής (S.F. 36), ένα σύντομο ερωτηματολόγιο μέτρησης των αντιλήψεων του ατόμου για την ασθένεια (B-IPQ). Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν επίσης να απαντήσουν κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τη συμμετοχή τους σε παρέμβαση αυτοδιαχείρισης. Η στατιστική μεθοδολογία περιλαμβάνει τις ακόλουθες δοκιμασίες: Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης (οneway ANOVA) και t-test ανάλυση. Το επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε στο p < 0.05. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS (SPSS for Windows, version 23.0, SPSS Inc., IL, USA).
Αποτελέσματα: Το δείγμα αποτελείται από 200 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Οι ασθενείς έχουν μέση ηλικία 54 ±13,98 έτη. Το 53,5% ήταν άνδρες και το 46,5% ήταν γυναίκες. Όπως φαίνεται από τα ευρήματα δεν υπήρχε καμία διαφοροποίηση στην ποιότητα ζωής και στις αντιλήψεις σχετικά με την ασθένεια, στους ασθενείς που συμμετείχαν στην παρούσα έρευνας, όσο αφορά το φύλο. Όσο αφορά την ποιότητα ζωής των ασθενών οι ανύπαντροι, παντρεμένοι και χωρισμένοι σημείωσαν στατιστικά υψηλότερες τιμές στο αντίστοιχο ερωτηματολόγιο σε σχέση με τους ελεύθερους και τους χήρους. Το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα των συμμετεχόντων δε φαίνεται να επηρέασε τις απαντήσεις σε ότι αφορά την ποιότητα ζωής τους. Αντίθετα στις αντιλήψεις σχετικά με την ασθένεια βρέθηκε ότι οι ασκούμενοι με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο (Α/βάθμια) σημείωσαν υψηλότερες τιμές έναντι αυτών με υψηλότερο και υψηλότατο μορφωτικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, όπως φάνηκε και ο παράγοντας επάγγελμα επηρέασε τις απαντήσεις των ασθενών με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, ελευθέρους επαγγελματίες και συνταξιούχους να σημειώνουν υψηλότερες τιμές στα αντίστοιχα ερωτηματολόγια.
Συμπεράσματα: Στη συγκεκριμένη έρευνα, βρέθηκε ότι τα άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, παντρεμένοι/ες και χωρισμένοι/ες οι οποίοι/ες ήταν ιδιωτικοί υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και συνταξιούχοι αξιολογούσαν υψηλότερα τις αντιλήψεις σχετικά με την ασθένεια τους. Επιπρόσθετα, όσο αφορά την ποιότητα ζωής φαίνεται πως μόνο ο παράγοντας οικογενειακή τις επηρεάζει. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι οι ανύπαντροι, παντρεμένοι και χωρισμένοι σημειώνουν υψηλότερες τιμές σε σχέση με αυτές των ελεύθερων ή των χήρων. Τα ευρήματα αυτά θα πρέπει να αξιολογηθούν, σε συνδυασμό και με τα αποτελέσματα από άλλες σχετικές έρευνες στο μέλλον, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των διαβητικών ασθενών. | el_GR |
dc.format.extent | viii, 70 σ. 30 εκ. | el_GR |
dc.language | gr | el_GR |
dc.language.iso | gr | el_GR |
dc.publisher | Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου | el_GR |
dc.rights | info:eu-repo/semantics/closedAccess | el_GR |
dc.subject | Διαβήτης τύπου 2 -- Αυτοφροντίδα | el_GR |
dc.subject | Diabetes type 2 -- Self-care | el_GR |
dc.subject | Ποιότητα ζωής ασθενών | el_GR |
dc.subject | Quality of life in patients | el_GR |
dc.title | Αυτοδιαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου Β' : Η σημασία στην ποιότητα ζωής του ασθενή και στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Μελέτη περίπτωσης στο Γενικό Νοσοκομείο Μυτιλήνης Βοστάνειο | el_GR |
dc.type | Μεταπτυχιακή Διατριβή | el_GR |
dc.description.translatedabstract | Diabetes mellitus is one of the plagues of our time, as the number of people aged 20-79 who have been diagnosed with diabetes is expected to rise to 439 million by the year 2030. The overall treatment of diabetes mellitus is a challenge that modern health systems face as it requires the re-organisation of the health care system in such a way that it will incorporate the modern anthropocentric approaches developed to treat chronic diseases. Self-management refers to a person’s ability to manage the symptoms, cure, psycho-social consequences and the changes in lifestyle which are the result of this chronic disease.
Aim: The aim of the current paper is to study the effect of different demographic variables on their quality of life and their views on the disease and also to assess their participation in a self-management program.
Methodology: The research was carried out from June 2017 to November 2017 on the island of Mytilene and specifically on people with DM II who regularly (after appointment) visited the diabetologic practice of the General Hospital of Mytilene. The collection of data was based on the quality of life questaionnaire (S.F. 36), on a short questionnaire which calculated the views of the patients on the disease (B-IPQ). Participants also replied to some questions in regards to their experience in participating in a self-management program. The statistical methodology includes the following tests: One-Way Analysis of Variance (ANOVA) and t-test analysis. The significance level was set to p < 0.05. The statistical analysis was performed using the SPSS statistics programme (SPSS for Windows, version 23.0, SPSS Inc., IL, USA).
Findings: The sample consists of 200 patients with DM II. The patients are on average 54 ± 13,98 years old; 53,5% were male while 46,5% were female. It is evident in the findings that there is no differentiation in the quality of life and the views relevant to the disease among the patients participating in the current research as far as the gender is concerned. Concerning the quality of life of unmarried, married and divorced patients, they scored statistically higher values in the relevant questionnaire compared to single and widowed patients. The literacy level and the occupation of the participants have not influenced the answers referring to the quality of life. In comparison, the participants with lower literacy level (primary school education) have scored higher values compared to those who have graduated from the secondary and higher education. Moreover, as shown in the research, the factor “occupation” has influenced the patients’ answers, i.e. private sector employees, freelancers and pensioners have scored higher values in the relevant questionnaires.
Conclusions: The current study has shown that people with a lower literacy level as well as married and divorced patients who were private sector employees, freelancers and pensioners have evaluated their views on the disease higher than the rest. Furthermore, as far as the quality of life is concerned the only factor which influences patients’ beliefs is family. More specifically, it seems that unmarried, married and divorced patients score higher values when compared to those of single or divorced patients. These findings should be evaluated combined with the results of other relevant future researches aiming to enhance the quality of life of diabetic patients. | el_GR |
dc.format.type | pdf | el_GR |