Αυτοδιαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου Β' : Η σημασία στην ποιότητα ζωής του ασθενή και στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Μελέτη περίπτωσης στο Γενικό Νοσοκομείο Μυτιλήνης Βοστάνειο
Abstract
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι πλέον μία από τις μάστιγες της εποχής μας, καθώς ο αριθμός των ατόμων με αυτή τη διάγνωση, ηλικίας από 20 έως 79 ετών, αναμένεται να αυξηθεί σε 439 εκατομμύρια ενήλικες μέχρι το έτος 2030. Η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη αποτελεί πρόκληση για τα σύγχρονα συστήματα υγείας και απαιτεί επαναπροσανατολισμό του συστήματος παροχής φροντίδας υγείας ώστε να ενσωματώσει τις σύγχρονες ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί για την αντιμετώπιση όλων των χρόνιων νοσημάτων. Η αυτοδιαχείριση αναφέρεται στην ικανότητα του ατό- μου να διαχειρίζεται τα συμπτώματα, τη θεραπεία, τις ψυχοκοινωνικές συνέπειες και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής τις οποίες συνεπάγεται η χρόνια νόσος
Σκοπός: της παρούσας εργασίας είναι να μελετηθεί η επίδραση διαφόρων δημογραφικών παραγόντων στην ποιότητα ζωής και στις αντιλήψεις ασθενών με ΣΔ ΙΙ καθώς και τις αντιλήψεις τους σχετικά με τη συμμετοχή τους σε πρόγραμμα αυτοδιαχείρισης.
Μεθοδολογία: Η μελέτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ Ιουνίου 2017 και Νοεμβρίου 2017 στη Μυτιλήνη και συγκεκριμένα σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 που επισκέπτονταν με προγραμματισμένα ραντεβού το διαβητολογικό ιατρείο του νοσοκομείου του γενικού νοσοκομείου Μυτιλήνης. Η συλλογή των δεδομένων βασίστηκε σε ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο περιλάμβανε: κοινωνικοδημογραφικές πληροφορίες, ένα σύντομο ερωτηματολόγιο μέτρησης της ποιότητας ζωής (S.F. 36), ένα σύντομο ερωτηματολόγιο μέτρησης των αντιλήψεων του ατόμου για την ασθένεια (B-IPQ). Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν επίσης να απαντήσουν κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τη συμμετοχή τους σε παρέμβαση αυτοδιαχείρισης. Η στατιστική μεθοδολογία περιλαμβάνει τις ακόλουθες δοκιμασίες: Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης (οneway ANOVA) και t-test ανάλυση. Το επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε στο p < 0.05. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS (SPSS for Windows, version 23.0, SPSS Inc., IL, USA).
Αποτελέσματα: Το δείγμα αποτελείται από 200 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Οι ασθενείς έχουν μέση ηλικία 54 ±13,98 έτη. Το 53,5% ήταν άνδρες και το 46,5% ήταν γυναίκες. Όπως φαίνεται από τα ευρήματα δεν υπήρχε καμία διαφοροποίηση στην ποιότητα ζωής και στις αντιλήψεις σχετικά με την ασθένεια, στους ασθενείς που συμμετείχαν στην παρούσα έρευνας, όσο αφορά το φύλο. Όσο αφορά την ποιότητα ζωής των ασθενών οι ανύπαντροι, παντρεμένοι και χωρισμένοι σημείωσαν στατιστικά υψηλότερες τιμές στο αντίστοιχο ερωτηματολόγιο σε σχέση με τους ελεύθερους και τους χήρους. Το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα των συμμετεχόντων δε φαίνεται να επηρέασε τις απαντήσεις σε ότι αφορά την ποιότητα ζωής τους. Αντίθετα στις αντιλήψεις σχετικά με την ασθένεια βρέθηκε ότι οι ασκούμενοι με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο (Α/βάθμια) σημείωσαν υψηλότερες τιμές έναντι αυτών με υψηλότερο και υψηλότατο μορφωτικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, όπως φάνηκε και ο παράγοντας επάγγελμα επηρέασε τις απαντήσεις των ασθενών με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, ελευθέρους επαγγελματίες και συνταξιούχους να σημειώνουν υψηλότερες τιμές στα αντίστοιχα ερωτηματολόγια.
Συμπεράσματα: Στη συγκεκριμένη έρευνα, βρέθηκε ότι τα άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, παντρεμένοι/ες και χωρισμένοι/ες οι οποίοι/ες ήταν ιδιωτικοί υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και συνταξιούχοι αξιολογούσαν υψηλότερα τις αντιλήψεις σχετικά με την ασθένεια τους. Επιπρόσθετα, όσο αφορά την ποιότητα ζωής φαίνεται πως μόνο ο παράγοντας οικογενειακή τις επηρεάζει. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι οι ανύπαντροι, παντρεμένοι και χωρισμένοι σημειώνουν υψηλότερες τιμές σε σχέση με αυτές των ελεύθερων ή των χήρων. Τα ευρήματα αυτά θα πρέπει να αξιολογηθούν, σε συνδυασμό και με τα αποτελέσματα από άλλες σχετικές έρευνες στο μέλλον, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των διαβητικών ασθενών.