Ανάπτυξη, εφαρμογή και αξιολόγηση ενός προγράμματος διατροφικής αγωγής σε παιδιά δημοτικού μέσα στα πλαίσια του μαθήματος της αγωγής υγείας
Abstract
Η διατροφή αποτελεί μία από τις βασικές παραμέτρους προαγωγής της υγείας. Ο ρόλος της στην πρόληψη και αντιμετώπιση μη μεταδιδόμενων ασθενειών όπως είναι η παχυσαρκία, ο διαβήτης και άλλα είναι καθοριστικός. Για τον λόγο αυτό, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας καλεί τα κράτη να υιοθετήσουν πολιτικές προαγωγής υγιεινών διατροφικών επιλογών στον πληθυσμό.
Ο σκοπός του παρόντος ερευνητικού έργου είναι η ανάπτυξη και αξιολόγηση, σύμφωνα με επιστημονικές διαδικασίες, ενός ολοκληρωμένου προγράμματος Αγωγής Υγείας για τα δημοτικά σχολεία της Κύπρου, με στόχο την αύξηση του βαθμού υιοθέτησης της Μεσογειακής Διατροφής (Μ.Δ.) και τη διερεύνηση της αποτελεσματικότητάς του στην επίτευξη του στόχου του όσο και στην πιθανή επίδραση της αλλαγής των διατροφικών συμπεριφορών των παιδιών στον Δείκτη Μάζας Σώματός τους (Δ.Μ.Σ.). Επιπλέον, επιχειρεί να διερευνήσει τη σημαντικότητα κάθε παράγοντα, ο οποίος προτείνεται από τη Θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης, στην υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών από τα παιδιά. Οι απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα αποτελούν πρωτοτυπία σε διεθνές επίπεδο, αφού, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έχουν διερευνηθεί μέχρι σήμερα.
Στο παρόν ερευνητικό έργο συμμετείχαν συνολικά 235 παιδιά της Ε’ και Στ’ τάξης από δύο αστικά δημοτικά σχολεία της Λεμεσού. Το ένα σχολείο με τα 115 παιδιά αποτέλεσε την παρεμβατική ομάδα ενώ το άλλο με 120 παιδιά την ομάδα ελέγχου. Το παρεμβατικό πρόγραμμα είχε διάρκεια 6 μηνών κατά τη σχολική χρονιά 2015-2016. Στην παρεμβατική ομάδα έγιναν 9 συνεχόμενα μαθήματα, στο πλαίσιο του μαθήματος της Αγωγής Υγείας, σχετικά με τη Μεσογειακή Διατροφή. Τα μαθήματα εμπλουτίστηκαν με δραστηριότητες οι οποίες στόχευαν παράγοντες, οι οποίοι προτείνονται από τη Θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης, και επιδιώχθηκε η εμπλοκή της οικογένειας. Στην ομάδα ελέγχου έγιναν λιγότερα (5) μαθήματα σχετικά με τη διατροφή, όπως προνοείται από το αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος, τα οποία διδάχθηκαν με τον παραδοσιακό τρόπο παροχής γνώσεων και καλλιέργειας δεξιοτήτων παρασκευής απλών σύντομων γευμάτων (σνακ), ενώ δεν επιδιώχθηκε η ανάμειξη της οικογένειας.
Χρησιμοποιώντας μοντέλο παλίνδρομης τύπου Poisson εντοπίστηκε ότι το τελικό αποτέλεσμα (σκορ) της Μεσογειακής Διατροφής εξαρτάται από την αρχική και τελική αυτοαποτελεσματικότητα των μαθητών, την αρχική τιμή του σκορ της Μεσογειακής Διατριβής, και το είδος της ομάδας. επίσης, δεν βρέθηκε στατιστική εξάρτηση του τελικού σκορ της Μεσογειακής Διατροφής με τον Δ.Μ.Σ ή τη φυσική δραστηριότητα και το φύλο.
v
Στην αρχή της παρέμβασης έγινε σύγκριση των δύο ομάδων όσον αφορά στα κοινωνικοοικονομικοδημογραφικά τους χαρακτηριστικά, τις επιδόσεις τους στα βασικά μέρη του ερωτηματολογίου και στο Δείκτη Μάζας Σώματος τους, όπου δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων. Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων στην αρχή του προγράμματος όσον αφορά στο σκορ τους στο δείκτη Μ.Δ, ενώ αυτό αλλάζει στο τέλος του προγράμματος. Συγκεκριμένα, στην παρεμβατική ομάδα, το σκορ στο συγκεκριμένο δείκτη αυξάνεται σε στατιστικά σημαντικό βαθμό, ενώ στην ομάδα ελέγχου μένει αμετάβλητο.
Όσον αφορά τις γνώσεις, δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά στην αρχή του προγράμματος μεταξύ των δύο ομάδων σε αντίθεση με τις αντίστοιχες επαναλαμβανόμενες μετρήσεις στο τέλος του προγράμματος. Ειδικότερα, οι διατροφικές γνώσεις των παιδιών στο τέλος του προγράμματος αυξήθηκαν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό και στις δύο ομάδες. Η αύξηση όμως εντός της παρεμβατικής ομάδας ήταν μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα στην τελική μέτρηση να υπάρχει και στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων.
Η αυτοαποτελεσματικότητα δεν είχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων στην αρχή του προγράμματος. Στην τελική μέτρηση όμως, η αυτοαποτελεσματικότητα των παιδιών αυξήθηκε σε στατιστικά σημαντικό βαθμό και στις δύο ομάδες.
Για την ανάλυση των δεδομένων από τις ομάδες εστίασης χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της Ποιοτικής Ανάλυσης Περιεχομένου (Content Analysis).
Αυτή κατέδειξε ότι οι περισσότεροι από τους παράγοντες που προτείνονται από τη Θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης ήταν πολύ σημαντικοί στην προσπάθεια των παιδιών για αλλαγή και ιδιαίτερα η θέσπιση στόχων, η αυτοπαρακολούθηση και η αυτορρύθμιση. Η αυτοαποτελεσματικότητα που θεωρείται ο σημαντικότερος, δεν φαίνεται να οδηγεί από μόνη της σε αλλαγή, όπως ούτε και οι γνώσεις.
Δεν εντοπίστηκαν άλλοι παράγοντες που να δρουν ενθαρρυντικά στην προσπάθεια των παιδιών για αλλαγή. Παρόλα αυτά, το ευρύτερο περιβάλλον φαίνεται να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα σε τέτοιου είδους προσπάθειες.
Συμπερασματικά, το μάθημα της Αγωγής Υγείας μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες των παιδιών με την ενσωμάτωση σε αυτό δραστηριοτήτων στόχευσης παραγόντων που προτείνονται από τη Θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης.