Οικολογική αποτύπωση των επιδράσεων κατασκευής και λειτουργίας της Εγνατίας Οδού στο Ν. Ξάνθης κατόπιν ανάλυσης και επεξεργασίας διανυσματικών (vector) και ψηφιδωτών (raster) δεδομένων της περιοχής με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, καθώς και με την εκπόνηση της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου
Abstract
Οι υποδομές οδοποιίας – οδικών μεταφορών αποτελούν καθοριστικό μοχλό αναπτυξιακών πολιτικών που συνδέονται άμεσα με την κοινωνική, οικονομική και εδαφική συνοχή των κρατών, αλλά και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι χαρακτηριστικό πως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα με τη Λευκή Βίβλο που αφορά στις μεταφορές, διαπιστώνει την τεράστια ζήτηση για δημιουργία και περαιτέρω ανάπτυξη υποδομών οδοποιίας, αλλά και την ανάγκη βελτιστοποίησης των ήδη υπαρχόντων υποδομών σε ένα πλαίσιο που θα εμπεριέχει την αειφορία και την βιωσιμότητα όλων των παραμέτρων που σχετίζονται με τις υποδομές αυτές.
Δεδομένης της αναγκαιότητας των οδικών κατασκευών, μια παράλληλη οικολογική θεώρηση των έργων οδοποιίας μπορεί να θέσει σοβαρά ζητήματα αλλαγών που ενδεχομένως να επιφέρουν τα έργα αυτά στο φυσικό περιβάλλον που γειτνιάζει. Εκτός από την απώλεια των ενδιαιτημάτων, σημειώνονται διαταραχές και αλλαγές στην ποσότητα τους, καθώς και στην ισορροπημένη φυσική συνδεσιμότητά τους. Αξιοσημείωτη είναι, εξάλλου, και η αλλοίωση των υδρολογικών διεργασιών των περιοχών που επιδέχονται τα έργα αυτά. Οι συγκεκριμένες υποδομές επιδρούν αρνητικά σε οικολογικές διαδικασίες, καθώς δημιουργούν συνθήκες εξαφάνισης ειδών, μετανάστευσης και συνολικά τροποποίησης του γενετικού υλικού, με ουσιαστικές επιπτώσεις στις τροφικές αλυσίδες και εν γένει στη βιοποικιλότητα μιας περιοχής.
Στην Ελλάδα ένα από τα μεγαλύτερα έργα οδοποιίας είναι αυτό της Εγνατίας οδού, το οποίο μάλιστα έχει συμπεριληφθεί στα Διευρωπαϊκά Δίκτυα Οδικών Μεταφορών πρώτης προτεραιότητας. Ο αυτοκινητόδρομος των 670 χιλιομέτρων που διασχίζει οριζόντια ολόκληρο το βόρειο τμήμα της χώρας συνδέει αστικά κέντρα, λιμάνια και αεροδρόμια, πετυχαίνοντας να μειώσει χρονοαποστάσεις και ουσιαστικά φέρνει απομακρυσμένες περιοχές και πληθυσμούς εγγύτερα σε μεγάλα αστικά κέντρα.
Στην παρούσα μεταπτυχιακή διατριβή, με τη βοήθεια των Γ.Σ.Π. (Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών) και με ανάλυση των χωρικών δεδομένων της περιοχής μελέτης (Νομός Ξάνθης), γίνεται μια προσπάθεια να καταγραφεί και να αξιολογηθεί το οικολογικό αποτύπωμα κατασκευής της Εγνατίας οδού, οι μεταβολές, οι αναδιατάξεις και οι κίνδυνοι που πιθανώς να επιφέρει τόσο στο ανθρωπογενές περιβάλλον όσο και στο ευρύτερο φυσικό περιβάλλον μιας οικολογικά πλούσιας περιοχής.
Συμπληρωματικό εργαλείο εξαγωγής συμπερασμάτων και αποφάσεων στην τρέχουσα διατριβή αποτέλεσε η σύνταξη της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) του έργου στην περιοχή μελέτης, με τον εντοπισμό των διάφορων τύπων οικοσυστημάτων στην περιοχή που επηρεάζονται από την Εγνατία οδό. Στη συνέχεια, ακολουθεί η εκτίμηση των αναμενόμενων απωλειών και πιέσεων που υφίσταται η οικολογία της περιοχής, με τη χρήση της τεχνικής των Περιγραφικών Καταλόγων (descriptive checklists).
Στα αποτελέσματα της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής, μεταξύ άλλων, τεκμηριώνεται καταρχήν ο μικρός βαθμός επιβάρυνσης και αλλοίωσης των περιβαλλοντικών και
vii
ανθρωπογενών μεταβλητών, οι οποίοι βρίσκονται σε συνάρτηση με την κατασκευή και λειτουργία της Εγνατίας οδού εντός του Νομού.
Όπως προκύπτει, από τις πιο πιθανές επιπτώσεις του έργου, οι δυσμενέστερες αφορούν στην ευρύτερη περιοχή του ποταμού Νέστου, με φαινόμενα αποκοπής βιοτόπων, μετασχηματισμού του τοπίου, καθώς και όχλησης της πανίδας.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη επιλογή χάραξης του άξονα εντός του Νομού, κρίθηκε ως η βέλτιστη δυνατή, δεδομένου πως ακολουθεί κατά το μέγιστο τμήμα της το υφιστάμενο ανάγλυφο, διέρχεται κυρίως από αγροτικές εκτάσεις, ενώ τέλος απέχει σημαντικά από πληθώρα ευαίσθητων οικολογικά περιοχών που εντοπίζονται κυρίως στη βόρεια και στη νότια έκθεση του Νομού.